Σε κάθε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπάρχουν εκθέματα που μπορεί να διαφύγουν την προσοχή του επισκέπτη, «κρυμμένα» στο πλήθος των αντικειμένων της έκθεσης. Μερικές φορές χρειάζεται να κοιτάξουμε από κοντά κάτι για να μας αποκαλυφθεί η ομορφιά, η γοητεία του, αλλά και η σημασία που είχε για την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής του. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, θέλοντας να εμπλουτίσει την επικοινωνία με το κοινό, φέρνει στο προσκήνιο μη προβεβλημένα εκθέματα των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.
Στο κείμενο που ακολουθεί η δρ Έλενα Βλαχογιάννη, Επιμελήτρια στη Συλλογή Έργων Γλυπτικής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρουσιάζει μια τιμητική στήλη με ανάγλυφη παράσταση γυναικείας μορφής που εκτίθεται στην Αίθουσα 17 του Μουσείου (Αριθ. ευρ. 226).
«Η στήλη βρέθηκε το 1887 στην αγορά της αρχαίας Μαντίνειας της Αρκαδίας, ανάμεσα στον νότιο αναλημματικό τοίχο του θεάτρου και στον ναό που έχει υποθετικά ταυτιστεί με τον ναό της Ήρας.
»Η επιβλητική μαρμάρινη στήλη, ύψους 1,48 μ. και πλάτους 0,80 μ., από πεντελικό μάρμαρο, της οποίας δεν σώζεται η αριστερή πλευρά και το ανώτερο τμήμα, φέρει ανάγλυφη παράσταση όρθιας γυναικείας μορφής, που απεικονίζεται σε στάση τριών τετάρτων προς τα αριστερά, προβάλλοντας το δεξί πόδι. Η γυναίκα φοράει αργείτικο πέπλο που σχηματίζει κόλπο και απόπτυγμα και πέφτει πάνω από το στάσιμο αριστερό σκέλος σε κατακόρυφες σχηματοποιημένες πτυχώσεις, ενώ κολλάει στο άνετο δεξί υπογραμμίζοντας την άρθρωση του γονάτου. Στα πόδια φοράει σανδάλια με πλαστικά αποδιδόμενη σόλα. Έχει υψωμένο το δεξί της χέρι, πιθανόν σε στάση σεβίζοντος. Στο αριστερό κρατάει κάποιο αντικείμενο, όχι άμεσα αναγνωρίσιμο. Στο κάτω μέρος της στήλης, αριστερά, σώζεται τμήμα από τον κορμό ενός φοινικόδενδρου, ιερού δένδρου του Απόλλωνα, με κομμένα προεξέχοντα κλαδιά.
»Το αντικείμενο που κρατά η γυναίκα της στήλης είναι ένα συκώτι, που εικονίζεται από τη μπροστινή πλευρά με διακριτό τον δεξιό και τον αριστερό ανατομικό λοβό και τον δρεπανόσχημο σύνδεσμο ανάμεσα. Για την ακρίβεια πρόκειται για το «μαντικòν ἧπαρ», το συκώτι δηλαδή του θυσιασμένου ζώου από την εξέταση του οποίου οι ιερείς προέβλεπαν το μέλλον (σπλαγχνοσκοπία). Το συκώτι λειτουργεί ως το προσδιοριστικό στοιχείο για την ιδιότητα της απεικονιζόμενης γυναίκας. Πρόκειται για μια ιέρεια-μάντισσα. Η προέλευση της στήλης από τη Μαντίνεια σε συνδυασμό με την ιδιότητά της οδηγούν στην ταύτισή της με την περίφημη Διοτίμα.
»Η Διοτίμα, ιέρεια του Απόλλωνα στο ναό του θεού στη Μαντίνεια, είναι γνωστή από τις φιλολογικές πηγές ως η ιέρεια εκείνη που πραγματοποίησε τον καθαρμό της Αθήνας μετά το τρίτο κύμα του λοιμού ο οποίος έπληξε την πόλη το 429 π.Χ., στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κυρίως όμως είναι γνωστή από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, στο οποίο ο Σωκράτης μεταφέρει στους συνδαιτημόνες του τον διάλογο που είχε με την πάνσοφη αυτή γυναίκα, η οποία, κατά ομολογία του ίδιου, του δίδαξε τα μυστήρια και τους αναβαθμούς του Έρωτα: το πέρασμα δηλαδή από τον σαρκικό έρωτα, που αντιπροσωπεύει τον πρώτο αναβαθμό, ως τον “πλατωνικό έρωτα” της φιλοσοφίας, που αποτελεί την κορύφωση και εγγυάται την αναβάθμιση της ψυχής. Το όνομά της θεωρείται σήμερα συνώνυμο φιλοσοφικών αναζητήσεων και προβληματισμών, καθώς και σύμβολο ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών μιας και είναι η μοναδική γυναίκα που εμφανίζεται, όχι ως φυσικό πρόσωπο αλλά μέσω της σοφίας της, στο ανδροκρατούμενο πλατωνικό Συμπόσιο.
»Η απόδοση της στήλης σε συγκεκριμένο εργαστήριο είναι δύσκολη, καθώς συνδυάζει στυλιστικά χαρακτηριστικά τόσο της πελοποννησιακής (Άργος) όσο και της αττικής σχολής γλυπτικής. Η έρευνα έχει εν τέλει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός της στήλης, προφανώς πελοποννησιακής καταγωγής, έζησε στην Αθήνα και επηρεάστηκε από την καλλιτεχνική παραγωγή του γλύπτη Αλκαμένη.
»Αν και τελευταία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η στήλη κατασκευάστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), εξαιτίας της σκληρής απόδοσης των κομμένων κλαδιών του κορμού του φοίνικα, που θυμίζει τα δενδρόμορφα στηρίγματα αγαλμάτων των ρωμαϊκών χρόνων, και της επίσης σκληρής απόδοσης των πτυχών του πέπλου, χρονολογείται κατά κοινή ομολογία στην αυγή των ώριμων κλασικών χρόνων, γύρω στο 420 π.Χ. Τόρμοι σχήματος Π στην πρόσθια πλευρά της στήλης, τόσο δεξιά, στο ύψος του μαστού της γυναίκας, όσο και αριστερά, όπως και στην πίσω πλευρά, οφείλονται μάλλον σε επισκευή του μνημείου που ανάγεται σε προχωρημένα ρωμαϊκά χρόνια, παρά σε τόρμους στερέωσης τυχόν πλευρικής πλαισίωσης.
»Η στήλη εντάσσεται τελευταία σε μια ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων, στις τιμητικές στήλες με ανάγλυφη παράσταση, οι οποίες στήνονταν στην αρχαιότητα σε επιφανείς τόπους των πόλεων (αγορές, ιερά, ναούς) προς τιμήν προσώπων που διακρίθηκαν για την πολιτική, κοινωνική και πνευματική τους δράση. Οι στήλες αυτού του είδους είχαν τον ίδιο ρόλο με τους τιμητικούς ανδριάντες. Οι τιμώμενοι ήταν ως επί το πλείστον άνδρες (αθλητές, δημόσια πρόσωπα, πεσόντες στον πόλεμο, ιστορικές προσωπικότητες) και σπανιότερα γυναίκες (ιέρειες, ποιήτριες). Επειδή, ωστόσο, η θέση εύρεσής της δεν είναι η αρχική δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανότητα να ήταν αρχικά στημένη πάνω στον τάφο της περιώνυμης ιέρειας-μάντισσας. Εάν η τελευταία υπόθεση ισχύει θα μπορούσε η στήλη να έχει διττό χαρακτήρα, να είναι δηλαδή ταυτόχρονα επιτύμβια και τιμητική. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα στήλης ψηφίσματος, όπως έχει διατυπωθεί».
* Η βιβλιογραφία που παρατίθεται ακολουθεί χρονολογική σειρά.