Σε μια διαφορετική αρχαιολογία, αυτή των αισθήσεων, μας «ταξιδεύει» το νέο βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη, καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, που γράφτηκε στα αγγλικά το 2013 και μεταφράστηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Με τίτλο «Η αρχαιολογία και οι αισθήσεις – βίωμα, μνήμη και συν-κίνηση» (μτφρ. Νίκος Κούρκουλος) το βιβλίο παρουσιάζει μια νέα πρόταση που αφορά τις δύο έννοιες, αρχαιολογία και αισθήσεις, εστιάζοντας σε μια μη μεροληπτική αντιμετώπιση των τελευταίων.
«Η αρχαιολογία μέχρι τώρα έχει αντιμετωπίσει τις αισθήσεις μεροληπτικά. Δηλαδή έχει δώσει έμφαση κυρίως στην όραση και μάλιστα σε μια όραση αποκομμένη από τις υπόλοιπες αισθήσεις, ενώ όπως ξέρουμε από μια σειρά ανθρωπολογικών και φιλοσοφικών μελετών δεν υπάρχουν αυτόνομες αισθήσεις αλλά όλες λειτουργούν συναισθητικά. Δηλαδή, η μία εμπλέκεται με την άλλη» αναφέρει ο Γ. Χαμηλάκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, που μίλησε μαζί του με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του την Τετάρτη 3 Ιουνίου, στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Και εξηγεί περαιτέρω: «Μέσα από τις θεωρητικές παραδοχές, πρακτικές και μεθοδολογίες της, η αρχαιολογία κατασκευάζει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί αισθήσεων. Όπως για παράδειγμα το πώς παρουσιάζουμε τα αντικείμενα. Στα μουσεία, στους αρχαιολογικούς χώρους, η έμφαση δίνεται στην οπτικότητα, στην πρόσληψη μέσα από την όραση και μάλιστα αυτόνομα. Το γνωστό μότο “μην αγγίζετε” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης, που υποδηλώνει ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε μια αισθητηριακή πρόσληψη μέσα από την αφή» τονίζει.
Δηλαδή, να αγγίζουμε αρχαιότητες; «Καταρχάς εμείς οι αρχαιολόγοι αγγίζουμε συνεχώς τα αρχαία. Μια από τις βασικές αρχές που αναλύεται στο βιβλίο είναι αυτή η αντίφαση. Από τη μια η αρχαιολογία είναι από μόνη της μια συναισθητική και πολυαισθητηριακή διαδικασία (στην ανασκαφική διαδικασία εμπλέκονται όλες οι αισθήσεις μας) και από την άλλη, το θεωρητικό μας πλαίσιο, το πώς παρουσιάζουμε την αρχαιολογία στο κοινό και τις αρχαιότητες μέσα από τα μουσεία φανερώνουν μια αποστειρωμένη αντίληψη περί αισθήσεων. Σήμερα, κάποια ανθρωπολογικά μουσεία προσπαθούν να εμπλέξουν τον επισκέπτη αισθητηριακά με τα αντικείμενα, να του δώσουν την ελευθερία να τα προσλάβει με διαφορετικούς τρόπους, να τα αγγίξει, να περπατήσει γύρω τους. Αυτό όμως έρχεται σε σύγκρουση με κάποιες παραδοχές που αφενός είναι θεωρητικές και αφετέρου πρακτικές, και σχετίζονται με τη μουσειολογία και τη συντήρηση και οι οποίες εν μέρει ισχύουν. Γιατί υπάρχει μια φθορά μέσα από την αφή με τα αντικείμενα. Η πολυαισθητηριακή αρχαιολογία και μουσειολογία λοιπόν συνεπάγεται ένα κόστος, ένα ρίσκο, που κατά τη γνώμη μου πρέπει να το πάρουμε. Γιατί αυτά που κερδίζουμε από την πολυαισθητηριακή πρόσληψη των αντικειμένων είναι πολύ περισσότερα από αυτά που χάνουμε» επισημαίνει.
Εξάλλου, με τον κατάλληλο τρόπο όλα γίνονται. «Κάποια πολύ ευαίσθητα ή μοναδικά αντικείμενα μπορούν να αποκλειστούν από τη διαδικασία αυτή. Υπάρχουν όμως τόσα άλλα που μπορούν να ενταχθούν σε αυτή την πρόσληψη, που νομίζω ότι δεν δημιουργείται πρόβλημα» σημειώνει. Εξάλλου δεν είναι μόνο η αφή, η όραση ή η ακοή. Δεν είναι καν οι πέντε ή οι έξι αισθήσεις. Σύμφωνα με τον καθηγητή, που επικαλείται διαπιστώσεις φιλοσόφων και ανθρωπολόγων, οι αισθήσεις μας είναι πολύ περισσότερες, είναι άπειρες. «Έχουμε κολλήσει στο πλαίσιο των πέντε αισθήσεων, μια σύμβαση που έχει καταγωγή στον Αριστοτέλη. Στο βιβλίο μου, προσπαθώ να ξεφύγω από αυτό και να διατυπώσω μια πρόταση που να περιλαμβάνει κι άλλες αισθήσεις, πολλές από τις οποίες είναι ακόμα αχαρτογράφητες. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα. Στη δυτική Αφρική υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που αναγνωρίζουν την ισορροπία και την κίνηση του σώματος σαν έναν τρόπο πρόσληψης του κόσμου. Δηλαδή, η ισορροπία και η κίνηση του σώματος είναι μια αίσθηση γι’ αυτούς. Επίσης, υπάρχει αυτό που λέμε “αίσθηση του τόπου”, όταν δηλαδή είμαστε σε ένα περιβάλλον που είναι βιωματικά γνωστό σε εμάς και το οποίο προσλαμβάνουμε πιο αυθόρμητα μέσα από μια ενσώματη, μνημονική, συναισθηματική ή καλύτερα συν-κινητική διαδικασία. Αυτή η οικειότητα με έναν τόπο είναι συγκεκριμένη πρόσληψη που επίσης μπορεί να θεωρηθεί ως αίσθηση. Υπάρχει ακόμα και η αίσθηση του σινεμά, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς του πολιτισμού, οι οποίοι λένε ότι μέσα στην αίθουσα του σινεμά δεν έχουμε μεμονωμένες αισθήσεις, αλλά συμβαίνει κάτι σύνθετο, που περιλαμβάνει οπτικοακουστικές προσλήψεις, αλλά και την αίσθηση του χώρου, την αίσθηση ότι είμαστε μαζί με άλλους ανθρώπους και παρακολουθούμε κάτι, φυσικά και τις μνήμες που μας έρχονται μέσα από την ταινία. Αυτή η σύνθετη διαδικασία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι ξεχωριστό. Αν αρχίσουμε να μιλάμε γι’ άλλες αισθήσεις τελικά οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται και δεν μπορούμε να τις μετρήσουμε, να τις απομονώσουμε ως διαδικασίες πρόσληψης του κόσμου. Γι’ αυτό μιλάμε για άπειρες αισθήσεις» σημειώνει.
Και πώς αυτές συνδέονται με την αρχαιολογία; «Από τη στιγμή που η αρχαιολογία έχει πρόσβαση στα άπειρα αντικείμενα της υλικότητας από τα πολύ πρώιμα χρόνια της ανθρωπότητας, εκατομμύρια χρόνια ως και σήμερα, αυτή η άμεση, απτή, αισθητηριακή επικοινωνία με τα αντικείμενα μπορεί να μας οδηγήσει στο να αποκαλύψουμε και να ορίσουμε νέες αισθήσεις, να χαρτογραφήσουμε νέα αισθητηριακά και συν-κινητικά πεδία. Για παράδειγμα, η ιστορία ενός αρχαίου ναού ή οικισμού μπορεί να “ξαναγραφτεί” μέσα από την πρόσληψη και ενεργοποίηση των διαφορετικών αισθήσεων. Και δεν εννοώ μόνο μια οπτική εικόνα ή μια αφηρημένη περιγραφή ενός αρχιτεκτονήματος, αλλά μέσα από την προσπάθεια ανασύνθεσης του τι συνέβαινε εκεί πολυαισθητηριακά, με τις οσμές, τους ήχους, τις συμποσιακές μνήμες, τις μνήμες και τις συν-κινήσεις που ο συγκεκριμένος χώρος θα μπορούσε να ανακαλέσει. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο με τους παραδοσιακούς τρόπους –μιας πολύ ζωντανής πολυαισθητηριακής αφήγησης ενός λόγου ή ενός κειμένου για παράδειγμα–, όσο και με καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις και δρώμενα, όπως θεατρικές παραστάσεις, αλλά και με τη χρήση νέων τεχνολογιών, όπως τα smartphones, που οι χρήστες τους θα μπορούν να χρησιμοποιούν όταν περπατάνε, βλέποντας και ακούγοντας τι πιθανόν γινόταν σε αυτόν τον χώρο στο παρελθόν. Έχουν γίνει τέτοιες απόπειρες, είναι πολύ διαφορετικές από μια στατική αναπαράσταση μέσα σε ένα μουσείο», καταλήγει.
Στο βιβλίο, ο συγγραφέας, εκτός από μια σύνοψη για τη σχέση αρχαιολογίας και αισθήσεων, χρησιμοποιεί την Κρήτη της Εποχής του Χαλκού σαν μελέτη περίπτωσης, δείχνοντας πώς μπορεί να μας βοηθήσει η αισθητηριακή μνήμη για να επανεξετάσουμε προβλήματα που εκτείνονται από την παραγωγή της προγονικής κληρονομιάς έως τη μεγάλης κλίμακας κοινωνική αλλαγή και την πολιτισμική σημασία των μνημείων.