Ένας χώρος αφιερωμένος στη λατρεία του Ναπαίου Απόλλωνα ανασκάφηκε και παραδόθηκε την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι, επισκέψιμος πια, σε ντόπιους και επισκέπτες. Πρόκειται για τους αρχαίους ναούς στη θέση Κλοπεδή της Αγίας Παρασκευής στο κεντρικό νησί, που με την επιστημονική φροντίδα των ειδικών της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου και την οικονομική συνδρομή των Ευρωπαίων εταίρων μέσω του ΕΣΠΑ 2007-2013. Οι δεκάδες επισκέπτες, σχεδόν 100 χρόνια μετά από τις πρώτες ανασκαφές, ξεναγήθηκαν στο χώρο από την αρχαιολόγο Κοκκώνα Ρούγγου.
Έναντι 1,2 εκατομμυρίων ευρώ, ο περιφραγμένος αρχαιολογικός χώρος διαθέτει πλέον φυλάκιο στην είσοδο, καθώς και εκθετήριο αρχιτεκτονικών μελών. Με ειδικές διαδρομές πρόσβασης, ο επισκέπτης οδηγείται από την είσοδο προς τον πυρήνα του Ιερού. Ο αρχαιολογικός χώρος εμπλουτίστηκε με διαδρομές και πλατώματα θέασης, καθιστικά και στέγαστρο. Για την «ανάγνωση του μνημείου», στον χώρο τοποθετήθηκαν επεξηγηματικές πινακίδες, ενώ διατίθεται ενημερωτικό φυλλάδιο με αρχαιολογικά κείμενα, φωτογραφίες και σχέδια του μνημείου.
Σύμφωνα με την κα Ρούγγου οι υπάρχουσες ενδείξεις οδηγούν στο ότι η γύρω περιοχή έχει μεγάλο αρχαιολογικό πλούτο. Τα επιφανειακά ευρήματα αλλά και οι ιστορικές πηγές, ισχυροποιούν την ερευνητική υπόθεση των αρχαιολόγων, πως στην περιοχή υπάρχει ολόκληρος οικισμός γύρω από τους αρχαίους ναούς – και οι ερευνητές του μέλλοντος καλούνται να αποδείξουν αν η παραπάνω υπόθεση είναι σωστή.
Το μνημείο του Ναπαίου Απόλλωνα βρίσκεται στην αγροτική περιοχή Κλοπεδή, βόρεια του κόλπου της Καλλονής, πολύ κοντά στην Αγία Παρασκευή.
Οι δύο αρχαίοι ναοί που έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφικές έρευνες, χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.Χ., αποτελούν σπάνια δείγματα αιολικού ρυθμού και, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, ήταν αφιερωμένοι στον Ναπαίο Απόλλωνα. «Η σημασία του μνημείου είναι πανελλαδικής εμβέλειας, αφού πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο αιολικό ιερό σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο» τόνισε η κα Ρούγγου μιλώντας στην ΕΡΑ Αιγαίου.
Εκτός από τους δύο αυτούς ναούς, οι πρόσφατες ανασκαφές έφεραν πολλά νέα ευρήματα στο φως. Πρόκειται για κατάλοιπα ενός οικισμού, ο οποίος τοοποθετείται χρονικά στο τέλος των μυκηναϊκών χρόνων, το 12ο αιώνα π.Χ, τότε δηλαδή που τοποθετείται και η πρώτη άφιξη Αιολέων στο νησί της Λέσβου.
Πάνω σε αυτόν τον οικισμό εδραιώθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. το Ιερό της Κλεοπεδής. Μάλιστα η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φώς λατρευτικά οικοδομήματα, και αρκετά ευρήματα που τεκμηριώνουν τη λατρευτική λειτουργία του χώρου.
Το ιερό ιδρύθηκε από την επικράτεια της Αρίσβης και βρισκόταν στα σύνορα με την επικράτεια της Μήθυμνας – και όπως εικάζεται έγινε για να διαφυλάξει και να νομιμοποιήσει τα σύνορά της.
Τον 6ο αιώνα π.Χ., το ιερό πέρασε στην επικράτεια της Μήθυμνας, όταν η πόλη κατέλαβε την κεντρική Λέσβο. Τότε το διευρυμένο βασίλειο της Μήθυμνας, σε μια επίδειξη δύναμης και πλούτου, ίδρυσε το Ιερό των Μέσων και έχτισε τον πρώτο ναό στο Ιερό της Κλοπεδής. Ο ναός εικάζεται πως τότε ήταν ορατός σε ολόκληρη την πεδιάδα της Καλλονής και την περιοχή περιμετρικά του Κόλπου της Καλλονής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ιστορία των ανασκαφών του αρχαιολογικού χώρου της Κλοπεδής. Ο πυρήνας του ιερού αποκαλύφθηκε το 1922 από τον πρώτο Έφορο Αρχαιοτήτων Νήσων Αιγαίου, μετά την απελευθέρωση των νησιών, Δημήτριο Ευαγγελίδη. Ύστερα από υπόδειξη του γιατρού και βουλευτή Ορέστη Κυπριανού, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή, ο Ευαγγελίδης ξεκίνησε τις ανασκαφικές εργασίες στο σημείο όπου επιφανειακά υπήρχαν πολλές κεραμίδες.
Η τύχη ήταν με το μέρος του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων – και οι δύο πρώτες τομές που πραγματοποίησε αποκάλυψαν τα δύο ναϊκά οικοδομήματα του 6ου αιώνα π.Χ. Οι ανασκαφές κράτησαν μέχρι το 1928 και τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στα πρακτικά της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας».
Τα χρόνια που ακολούθησαν, το μνημείο εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε. Το 1962 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Σεραφείμ Χαριτωνίδης θα περιφράξει το μνημείο για πρώτη φορά προκειμένου να προστατευτεί από τη λιθορυχία. Το 1972 η Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων Λέσβου Δέσποινα Χατζή άρχισε το έργο της περισυλλογής του οικοδομικού υλικού του μνημείου που υπήρχε διάσπαρτο και εντοιχισμένο στους χωραφότοιχους της γύρω περιοχής. Τότε εντοπίστηκαν στους γύρω αγρούς και μεταφέρθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο τα χαρακτηριστικά αιολικά κιονόκρανα, κάποια από τα οποία βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης.
Το 1986 ξεκίνησαν ουσιαστικά οι πρώτες εργασίες συντήρησης στα ευρήματα. Ο χώρος του μνημείου ηλεκτροδοτήθηκε και κατασκευάστηκε φυλάκιο προκειμένου να διασωθούν τα σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών. Ανασκαφικές έρευνες ξεκινούν και το 1992 για να σταματήσουν την επόμενη χρονιά λόγω έλλειψης πιστώσεων. Το 2010 το έργο ανάδειξης του μνημείου εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ και ξεκίνησαν οι εργασίες οι οποίες ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι του 2014.