Ποιες είναι οι σχέσεις των Ελλήνων με τα Μουσεία; Ποια μουσεία προτιμούν, πόσο συχνά τα επισκέπτονται και για ποιους λόγους; Ένα μικρό μόνο μέρος των ευρημάτων από τα προκαταρκτικά πορίσματα του ερευνητικού προγράμματος αποτύπωσης της κοινής γνώμης σχετικά με τα μουσεία και την κοινωνική τους αξία παρουσιάστηκε στο 10ο Επιστημονικό Συμπόσιο που διοργάνωσε ο Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την παρουσίαση έκανε η Μάρλεν Μούλιου, λέκτορας Μουσειολογίας, που σχεδίασε, το 2014, την έρευνα, σε συνεργασία με τη μεταπτυχιακή φοιτήτρια Σοφία Καρούνη και αφορά ένα μικρό δείγμα του συνολικού υλικού, που αντιστοιχεί σε 131 απαντήσεις, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου του δείγματος. Ωστόσο, πρόκειται για ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό δείγμα, καθώς, όπως ειπώθηκε, συμπυκνώνει αντιπροσωπευτικές τάσεις και αντιλήψεις.
Η πιλοτική εφαρμογή έγινε σε διάφορες περιοχές της Αθήνας, όπως το Σύνταγμα, το Κολωνάκι και την Καισαριανή, καθώς και των δυτικών και βόρειων προαστίων, δηλαδή το Περιστέρι και την Κηφισιά. Η δειγματοληψία έγινε τον περασμένο Μάιο, σε διάστημα περίπου δύο μηνών.
Από τους πολίτες ζητήθηκε να δηλώσουν σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα, καθώς και ένα μοναδικό μουσείο που τους ερχόταν στο νου ώστε να αποτυπωθούν προσωπικές προτιμήσεις. Άνδρες και γυναίκες είχαν την ίδια περίπου συμμετοχή, οι ηλικιακές ομάδες ήταν 18-25 και 35-45 ετών, ενώ επρόκειτο κυρίως για απόφοιτους Λυκείου, με αρκετούς φοιτητές, πτυχιούχους ΑΕΙ και ιδιωτικούς υπαλλήλους.
Από τις απαντήσεις προέκυψε ως πρώτη επιλογή –ακόμα και στο άκουσμα της λέξης μουσείο– το Μουσείο Ακρόπολης, ενώ ακολουθούσε σε αρκετή απόσταση το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Περίπου το 70% δήλωσε ότι δεν επισκέπτεται συχνά μουσεία, ενώ όταν αυτό συμβαίνει, το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων απάντησε ότι το κάνει από διάθεση μάθησης για την ιστορία, τα αρχαία και τον πολιτισμό. Ένα μεγάλο ποσοστό δεν έδωσε απάντηση ως προς τον λόγο που πηγαίνει στα μουσεία, ενώ ως κυρίαρχα συναισθήματα αναφέρθηκαν η υπερηφάνεια, το δέος και ο θαυμασμός, χωρίς να λείψουν και τα ακριβώς αντίθετα, δηλαδή βαρεμάρα, αδιαφορία, ίσως και μια αναπόληση, αλλά ιδίως μια δυσκολία για το πώς μπορούν να νιώσουν.
Τα αρχαιολογικά μουσεία είναι κυρίαρχα, μολονότι πολλές φορές επιλέγονται μαζί ως δεύτερη κατηγορία με μουσεία τέχνης και λαογραφικά. Ως προς τους λόγους για τους οποίους επιλέγονται, η κυρίαρχη απάντηση είναι «δεν ξέρω», που σημαίνει, όπως αναφέρθηκε από την ομιλούσα, ότι «πολλές φορές πηγαίνουν στα μουσεία χωρίς να είναι σίγουροι ότι το θέλουν ή χωρίς να το κάνουν, αλλά απλά επιθυμούν να δηλώσουν μια θετική στάση γενικά». Πολύ λίγοι ανέφεραν ότι πηγαίνουν στα μουσεία μόνοι –συνήθως το κάνουν μαζί με οικογένεια και φίλους–, ενώ στην ερώτηση τι τους δυσαρεστεί σε αυτά, απαντούν τα εισιτήρια. Θεωρούν δηλαδή ότι οι Έλληνες πρέπει να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τους ξένους, ότι το εισιτήριο είναι πολύ υψηλό και ότι χρειάζεται να αναμορφωθεί η τιμολογιακή πολιτική του υπουργείου.
Επίσης πιστεύουν ότι τα μουσεία πρέπει να γίνουν πιο ενδιαφέροντα, διαδραστικά και ελκυστικά προς τους πολίτες. Τέλος, θεωρούν ως βασικό ρόλο τους την προβολή του πολιτισμού και της ιστορίας και στη συνέχεια τον εκπαιδευτικό και τουριστικό. Η παραπάνω έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.