Σε τουλάχιστον πέντε άτομα ανήκουν τα οστά που βρέθηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής στο ταφικό μνημείο του Λόφου Καστά στην Αμφίπολη, σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Πρόκειται για μία γυναίκα, δύο άνδρες μέσης ηλικίας και ένα νεογέννητο, που είχαν ενταφιαστεί, και ένα άτομο το σώμα του οποίου είχε υποστεί πλήρη καύση και ήταν πιθανότατα ενήλικο.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού έχει ως εξής:
Όπως έχει αναφερθεί στο Δελτίο Τύπου της 19ης Δεκεμβρίου 2014, η ολοκλήρωση της μακροσκοπικής μελέτης του οστεϊκού υλικού από το ταφικό μνημείο στο λόφο Καστά, την οποία έχει αναλάβει διεπιστημονική ομάδα των Πανεπιστημίων Αριστοτελείου και Δημοκριτείου, θα ολοκληρωνόταν εντός του Ιανουαρίου 2015. Το Υπουργείο είχε δεσμευθεί, σε προφορική ενημέρωση, όπως αποδεικνυεται στα σχετικά δημοσιεύματα, ότι η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της μελέτης θα είχε καταληκτική ημερομηνία την 20ή Ιανουαρίου 2015.
Συνοπτική εικόνα
Τα σκελετικά κατάλοιπα του ταφικού μνημείου από τον λόφο Καστά Αμφίπολης αντιστοιχούν σε περίπου 550 οστά, θρυμματισμένα και ακέραια, ένα κρανίο σε αρκετά καλή κατάσταση, από το οποίο λείπουν τα οστά που συνθέτουν το πρόσωπο, και μία σχεδόν ακέραιη κάτω γνάθο. Δεν βρέθηκαν δόντια, εκτός από μία τερηδονισμένη ρίζα δεξιού δεύτερου προγόμφιου, η οποία βρισκόταν μέσα στην κάτω γνάθο και εμφανίζει προχωρημένο ακρορριζικό απόστημα.
Από τα 550 οστά που καταμετρήθηκαν, τα 157, τα οποία προέκυψαν κατόπιν προσεκτικής ανάταξης από διαφορετικά θραύσματα διάσπαρτων οστών, καταγράφηκαν συστηματικά σε βάση δεδομένων και έγινε προσπάθεια απόδοσής τους σε επιμέρους άτομα.
Επιπλέον, αναγνωρίστηκαν οστά ζώων, κάποια από τα οποία φαίνεται να ανήκουν σε μακρά οστά ιπποειδούς. Τα οστά των ζώων θα μελετηθούν από ειδικό ζωοαρχαιολόγο.
Ο ελάχιστος αριθμός των ατόμων, που ταυτοποιήθηκαν από τα διαγνωστικά σκελετικά κατάλοιπα αντιστοιχεί σε πέντε άτομα, τέσσερα εκ των οποίων αποδίδονται σε ενταφιασμούς και ένα σε καύση.
Οι νεκροί των ενταφιασμών διακρίνονται: Σε μία γυναίκα (Άτομο 1) (εικ. 1-2), σε δύο άνδρες μέσης ηλικίας (Άτομα 2 και 3) (εικ. 3-6) και σε ένα νεογέννητο (Άτομο 4) (εικ. 7, 8).
Άτομο 1: Γυναίκα
Η γυναίκα μπορεί με ασφάλεια να τοποθετηθεί στο ηλικιακό διάστημα άνω των 60 ετών. Ο προσδιορισμός του φύλου έγινε βάσει συγκεκριμένων δεικτών, που αφορούν:
1) στα οστά της πυέλου (λεκάνης) (αριστερή μείζων ισχιακή εντομή, δεξιά πρωτιαία αύλακα, αριστερό και δεξιό ισχιακό κύρτωμα λαγώνια ακρολοφία, σώμα και άκανθα ισχιακού),
2) στα οστά του κρανίου (μεσόφρυο, υπερόφρυα τόξα, κλίση του μετωπιαίου, μετωπιαία ογκώματα, κάτω κροταφική γραμμή, μαστοειδείς αποφύσεις, ινιακό έπαρμα),
3) στην κάτω γνάθο (γένειο, γωνία κάτω γνάθου, κλάδοι),
4) στη μορφολογική διάπλαση των οστών (μετρήσεις των μακρών οστών).
Ο προσδιορισμός της ηλικίας βασίστηκε:
1) σε τμήμα της αριστερής ηβικής σύμφυσης (πρόσθιο τμήμα της λεκάνης),
2) στο βαθμό συνοστέωσης των κρανιακών ραφών,
3) στην έντονη προθανάτια απώλεια των οπίσθιων δοντιών και στις δύο πλευρές της κάτω γνάθου,
4) στην παρουσία μεταβολικών νοσημάτων, όπως είναι η οστεοπόρωση και η μετωπιαία υπερόστωση (Hyperostosis Frontalis Interna: πάχυνση των τοιχωμάτων του κρανίου, εσωτερικά του μετωπιαίου οστού, η οποία είναι συνήθως ασυμπτωματική και συνδέεται με ορμονικές διαταραχές που εμφανίζονται συχνά σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση),
5) στις έντονες εκφυλιστικές αλλοιώσεις, κυρίως στη σπονδυλική στήλη και στις οστεοποιήσεις ενθέσεων και χόνδρων στα μακρά οστά και στις πλευρές.
Σε ό,τι αφορά το ανάστημα της ηλικιωμένης γυναίκας, μετά από τη συνδυαστική εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων στις μετρήσεις των μακρών οστών, εκτιμάται στα 157 εκ.
Στον γυναικείο σκελετό φαίνεται ότι αποδίδονται τα περισσότερα οστά που βρέθηκαν στον κιβωτιόσχημο τάφο, από τα 7,8 μ. από την κορυφή του θαλάμου και κάτω, δηλαδή 1 μ. πάνω από το δάπεδό του κιβωτιόσχημου.
Άτομα 2 και 3: Δύο άνδρες, 35 έως 45 ετών
Τα δύο άτομα (2 και 3), από τα τέσσερα, που είχαν δεχτεί ενταφιασμό, μπορούν με ασφάλεια να αποδοθούν σε άνδρες, βάσει:
1) των ανατομικών σημείων στα οστά της πυέλου (λεκάνης) (αριστερό και δεξιό ηβικό οστό και ειδικότερα κοιλιακό τόξο, υποηβική κοιλότητα και μέση επιφάνεια των οστών, αριστερή πρωτιαία αύλακα, αριστερό και δεξιό ισχιακό κύρτωμα, αριστερή και δεξιά κοτύλη, μορφολογία ιερού οστού για το άτομο 2 και δεξιό ισχιακό κύρτωμα και μορφολογία ιερού οστού για το άτομο 3),
2) της μορφολογικής διάπλασης των μακρών οστών (μετρήσεις των μακρών οστών).
Οι δύο άνδρες είναι σχετικά κοντά ηλικιακά, στην κατηγορία των 35 έως 45 ετών: Ο ένας στις αρχές και ο δεύτερος προς το τέλος της κατηγορίας αυτής.
Ο προσδιορισμός της ηλικίας για το άτομο 2 βασίστηκε:
1) στις δύο ηβικές συμφύσεις (πρόσθιο τμήμα της λεκάνης),
2) στις εκφυλιστικές αλλοιώσεις της ωτοειδούς επιφάνειας της αριστερής πυέλου (η περιοχή της λεκάνης που αρθρώνεται με το ιερό οστό),
3) στην πλήρη συνοστέωση των επιφύσεων των στερνικών άκρων και στις δύο κλείδες.
Ο προσδιορισμός του ηλικιακού εύρους για το άτομο 3, βασίστηκε στη δεξιά ηβική σύμφυση.
Σημειώνεται ότι ο σχετικά νεαρότερος από τους δύο άνδρες (άτομο 2) φέρει ίχνη τομών (cut marks) στην αριστερή άνω θωρακική μοίρα, σε δύο πλευρές και αυχενικό σπόνδυλο (εικ. 9-11) καθώς και στην κάτω επιφάνεια του στερνικού άκρου της αριστερής κλείδας. Ταυτίζονται πιθανόν με επιθετικά χτυπήματα-τραυματισμούς, που θα πρέπει να έγιναν εξ επαφής με αιχμηρό όργανο π.χ. μαχαιρίδιο, και προκάλεσαν το θάνατό του, καθώς δεν διακρίνονται ενδείξεις επούλωσης.
Ο δεύτερος άνδρας (άτομο 3), λίγο μεγαλύτερος σε σχέση με τον πρώτο, έχει ενδείξεις εγκάρσιου, πλήρως επουλωμένου, κατάγματος στη δεξιά του κερκίδα, σχετικά κοντά στο δεξιό καρπό. Επιπλέον, και οι δύο άνδρες παρουσιάζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις οστεοαρθρίτιδας και σπονδυλαρθρίτιδας σε διαφορετικά σημεία των σκελετών τους.
Σε ό,τι αφορά το ανάστημα των ανδρών μετά από τη συνδυαστική εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων στις μετρήσεις των μακρών οστών, εκτιμάται στα 168 εκ. για το άτομο 2 και στα 162-163 εκ. για το άτομο 3.
Άτομα 4 και 5
Το τέταρτο άτομο είναι ένα νεογέννητο βρέφος (νεογνό). Ο προσδιορισμός της ηλικίας βασίστηκε στις μετρήσεις μήκους και πλάτους του αριστερού βραχιονίου και της αριστερής κάτω γνάθου. Ο προσδιορισμός του φύλου σε αυτό το άτομο δεν κρίνεται δυνατός καθώς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά διάκρισης φύλου στα οστά των νεογνών δεν είναι σαφή.
Το πέμπτο άτομο εκπροσωπείται από ελάχιστα θραύσματα, μόλις εννέα, κυρίως μακρών οστών (εικ. 12, 13) που φέρουν όλες τις παραμορφώσεις (εγκάρσιες μικρορωγμές και μερικές φορές έντονη παραμόρφωση) αλλά και τους αποχρωματισμούς (υπόλευκο και μπλε/γκρι) που συναντώνται στις περιπτώσεις πλήρους καύσης σαρκωμένου νεκρού και ανήκει πιθανότατα σε ενήλικο άτομο.
Η γενική εικόνα εύρεσης των σκελετικών καταλοίπων συνηγορεί στην αναμόχλευσή τους από ανθρωπογενή επέμβαση, η οποία φαίνεται ότι αφορούσε τόσο στο εσωτερικό του χώρου 4, όσο και στο εσωτερικό του κιβωτιόσχημου τάφου.
Προοπτικές
Στα σκελετικά ευρήματα του ταφικού μνημείου του λόφου Καστά, εκτός από τις μακροσκοπικές μεθόδους, θα εφαρμοστεί μια σειρά αναλυτικών μεθόδων για την καλύτερη τεκμηρίωση αλλά και για τη συμπλήρωση πληρέστερων πληροφοριών, που αφορούν στις παθολογικές αλλοιώσεις, στη διατροφή, στη συγγένεια και στον τόπο καταγωγής των ανθρώπων αυτών, δηλαδή εάν πρόκειται για άτομα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αμφίπολη ή για άτομα που μετακινήθηκαν από κάπου αλλού κατά τη διάρκεια της ζωής τους και ενταφιάστηκαν στο συγκεκριμένο ταφικό μνημείο.
Οι αναλυτικές αυτές μέθοδοι περιλαμβάνουν:
– ακτινολογική μελέτη των οστών για τον εντοπισμό παθολογικών αλλοιώσεων, που δεν είναι μακροσκοπικά διακριτές αλλά και για την πληρέστερη περιγραφή των ήδη καταγεγραμμένων π.χ. μετωπιαία υπερόστωση ατόμου 1, τομές-τραυματισμοί (cut marks) ατόμου 2, επουλωμένο κάταγμα ατόμου 3.
– ιστολογικές-μικροσκοπικές τεχνικές π.χ. περίπτωση μετωπιαίας υπερόστωσης, και όπου αλλού κριθεί απαραίτητο.
– αναλύσεις σταθερών ισοτόπων άνθρακα και αζώτου με σκοπό τον προσδιορισμό του είδους των πρωτεϊνών που κατανάλωναν τα συγκεκριμένα άτομα.
– αναλύσεις στροντίου που λόγω της απουσίας δοντιών θα περιοριστούν μόνο στις τιμές που θα προκύψουν από τη δειγματοληψία των οστών.
– παλαιογενετικές αναλύσεις (αρχαίο DNA) με σκοπό την περιγραφή της βιολογικής και γενετικής ιστορίας των ατόμων. Στο πλαίσιο των αναλύσεων θα εξεταστεί η ενδεχόμενη εξ αίματος συγγένεια των τριών ατόμων. Η ταφονομική όμως παρουσία των μακρών οστών, η απουσία δοντιών και τμημάτων του κρανίου στα άτομα 2 και 3 που χρησιμοποιούνται στις αναλύσεις αρχαίου DNA, ενδεχομένως να μην επιτρέψει την απόκτηση επαρκούς ποσότητας ενδογενούς πυρηνικού DNA για την επιτυχημένη και με ακρίβεια ταυτοποίηση της εξ αίματος συγγένειας. Στα άτομα 4 και 5, λόγω της περιορισμένης ποσότητας δείγματος αλλά και της επίδρασης υψηλής θερμοκρασίας λόγω καύσης στο άτομο 5, δεν θα εφαρμοστούν οι παραπάνω μέθοδοι.
– Η εφαρμογή AMS χρονολογήσεων σε δείγματα τόσο των ανθρώπινων οστών όσο και των συγκείμενων ζώων, θα συμπληρώσει την εικόνα της διαδοχής των ταφών, η οποία δεν μπορεί να ανασυσταθεί μέσα από την ανασκαφική διαδικασία.
Τόσο οι μακροσκοπικές όσο και οι αναλυτικές μέθοδοι θα εφαρμοστούν σε έναν μεγάλο αριθμό σκελετών, περίπου 300, από τα νεκροταφεία της Αμφίπολης, στο πλαίσιο διετούς ερευνητικού προγράμματος, που χρηματοδοτείται από το ΥΠΠΟΑ και πραγματοποιείται από πολυπληθή ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τις κυρίες Σ. Τριανταφύλλου, επίκουρη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Οστεοαρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας, ΑΠΘ, και Χ. Παπαγεωργοπούλου, επίκουρη Καθηγήτρια Φυσικής Ανθρωπολογίας, Τμήμα Ιστορίας Εθνολογίας, Εργαστήριο Φυσικής Ανθρωπολογίας, ΔΠΘ. Η ομάδα αποτελείται από προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς και μεταδιδακτορικούς φοιτητές των Πανεπιστημίων Αριστοτελείου και Δημοκριτείου αλλά και διεθνώς αναγνωρισμένους εξωτερικούς συνεργάτες.
Με αυτό τον τρόπο θα αποκτηθεί πολύτιμο συγκριτικό υλικό, έτσι ώστε:
1) τα συγκεκριμένα σκελετικά κατάλοιπα, από το εξαιρετικά σημαντικό ταφικό μνημείο του λόφου Καστά να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο πληθυσμιακό σύνολο,
2) τα αποτελέσματα των αναλυτικών μεθόδων σε αρχαιολογικά σύνολα να ερμηνευθούν σε συνάφεια με τα αποτελέσματα της μακροσκοπικής μελέτης ενός συνόλου πληθυσμού,
3) να γίνει σαφές ότι τα ανθρωπολογικά ευρήματα πρέπει να μελετώνται μέσα στο αρχαιολογικό, κοινωνικό και ιστορικό τους πλαίσιο, που προσφέρεται μόνο μέσα από τη συστηματική μελέτη των συνευρημάτων και τη συνολική προσέγγιση της περιόδου.