Η εξέλιξη της κοινότητας της Κνωσού από το τέλος της Νεολιθικής εποχής έως τα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ. θα βρεθεί στο επίκεντρο διάλεξης του Peter Tomkins (University of Sheffield – Katholieke Universiteit Leuven) που θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015, και ώρα 19:00, στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών (Μητσαίων 9, Αθήνα).
Στη διάλεξή του με τίτλο «Αποσπάσματα πολυπλοκότητας. Συναρμολογώντας το μωσαϊκό της “προανακτορικής” Κνωσού (περ. 3600-2000 π.Χ.)» ο Peter Tomkins θα επισημάνει την αλλαγή του λόφου της Κεφάλας από τόπο κατοίκησης σε τόπο τελετουργιών και θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ακανθώδες ερώτημα της προέλευσης του μνημειακού αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, το οποίο, από την εποχή του Evans, αποκαλούμε «ανάκτορο».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Peter Tomkins στην περίληψη της ανακοίνωσής του: «Πριν από έναν, περίπου, αιώνα ο Arthur Evans ξεκίνησε το έργο της συγγραφής των αποτελεσμάτων των ανασκαφών του στην Κνωσό. Ανεξάρτητα από το ποιες μπορεί να ήταν οι αρχικές του προθέσεις, οι τόμοι του Palace of Minos δεν αποτέλεσαν μία συμβατική δημοσίευση της θέσης και της ανασκαφής της, αλλά μία μνημειακή σύνθεση αυτού που ο ίδιος ο Evans επέλεξε να αποκαλέσει μινωικό πολιτισμό. Επομένως, αν και η παρουσίαση των Μινωιτών από τον Evans ήταν έντονα επηρεασμένη (και φαινομενικά βασισμένη) από την Κνωσό, δεν είναι καθόλου εύκολο για τον σύγχρονο μελετητή να αξιολογήσει την εμπειρική βάση του οράματός του ή να χρησιμοποιήσει τις ανασκαφές του για να αναπτύξει νέες ερμηνείες.
»Στην παραπάνω περίπτωση ανήκει, ιδιαιτέρως, η κρίσιμη, αλλά μάλλον άγνωστη, περίοδος της θέσεως μεταξύ του τέλους της Νεολιθικής εποχής και της αρχής της Μεσομινωικής περιόδου (περ. 3600-2000 π.Χ.), περίοδος κατά την οποία η Κνωσός μεταμορφώθηκε από ένα αταξικό χωριό σε ένα αστικό κέντρο με κοινωνική διαστρωμάτωση.
»Οι δυσκολίες στην ερμηνεία των ανασκαφών του Evans, σε συνδυασμό με το γενικά περιορισμένο αριθμό, προέλευση και έκταση πρωτομινωικών δεδομένων από πιο πρόσφατες ανασκαφές, κατέστησαν την πρωτομινωική Κνωσό ένα μωσαϊκό ασύνδετων κομματιών. Συνεπακόλουθα, για την Κνωσό, όπως και για τις περισσότερες σημαντικές πρωτομινωικές θέσεις, αποδεικνύεται αδύνατον να καθοριστεί η εγκυρότητα ή μη των δύο, από καιρό διατυπωμένων και μερικώς αντιτιθεμένων, θεωριών σχετικά με την εμφάνιση σύνθετων διαστρωματωμένων κοινωνιών στο Αιγαίο: δηλαδή, από τη μια μεριά η θεωρία της μακράς, σταδιακής εξέλιξης από την έναρξη της Πρωτομινωικής περιόδου (Evans, Branigan, Warren), και από την άλλη η θεωρία που υποστηρίζει μία πιο απότομη και γρήγορη εξέλιξη στις αρχές της Μεσομινωικής περιόδου (Childe, Renfrew, Cherry). Σε στενή συνάρτηση με τις δύο προαναφερθείσες θεωρίες βρίσκεται το ερώτημα για την προέλευση των (αποκαλούμενων) μινωικών ανακτόρων. Προέκυψαν ξαφνικά γύρω στο 2000 π.Χ., ή εξελίχθηκαν με πιο αργό ρυθμό στα βάθη του χρόνου;
»Εν μέρει, σε μια προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα το Knossos Kephala Project, την τελευταία δεκαετία, προσπαθεί να συγκεντρώσει και να συσχετίσει όλες τις διαθέσιμες πηγές (δημοσιευμένες, αρχειακές και αρχαιολογικές) σχετικές με την ερμηνεία της αρχαιολογικής συνάφειας και στρωματογραφίας (κάθετης και οριζόντιας) στο λόφο του ανακτόρου της Κνωσού, από τη Νεολιθική έως τη Μεσομινωική περίοδο. Ο στόχος αυτός υποβοηθείται από τη δημιουργία GIS για την περιοχή, ενώ συμπληρωματικές πληροφορίες παρέχουν η γεωφυσική έρευνα (GPR, Direct Contact) του λόφου της Κεφάλας Κνωσού που διεξήχθη το 2009 και η επανεξέταση επιλεγμένων ορατών αρχιτεκτονικών καταλοίπων (Total Station and DiffGPS).
»Αναπόφευκτα από το μωσαϊκό της πρωτομινωικής Κνωσού λείπουν πολλά κομμάτια, ωστόσο η συστηματική συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων θραυσμάτων μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε μία πιο συγκεκριμένη εικόνα συνέχειας και αλλαγής στην πολυπλοκότητα για κάθε φάση της υπό εξέταση περιόδου».
Η διάλεξη, που θα δοθεί στα αγγλικά, πραγματοποιείται στο πλαίσιο των Αιγαιακών Διαλέξεων που διοργανώνει ο «Αιγεύς – Εταιρεία Αιγαιακής Προϊστορίας» σε συνεργασία με το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών.