Θέμα της παρούσας μελέτης είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε (σημ. 1), η διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος, του χώρου της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που κατοικήθηκε από τους απώτατους προϊστορικούς χρόνους έως και τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας και στον οποίο αναπτύχθηκε η πόλη της Ήλιδος, πρωτεύουσα του κράτους των Ηλείων και μόνιμη διοργανώτρια πόλη των αρχαίων Oλυμπιακών Aγώνων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της χιλιετίας. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να επιχειρηθεί, μέσα από μια όσο το δυνατόν πληρέστερη και αρχαιολογικά τεκμηριωμένη ιστορική επισκόπηση, προσανατολισμένη στην προβολή και ερμηνεία των κύριων σωζόμενων σήμερα καταλοίπων (Ενότητα Α), μέσα από μια καταγραφή αλλά και κριτική αποτίμηση των ερευνών και επεμβάσεων που ο χώρος έχει μέχρι σήμερα δεχτεί (Ενότητα Β) και μέσα από μια παρουσίαση της σημερινής κατάστασης, των αδυναμιών και των δυνατοτήτων που τον χαρακτηρίζουν (Ενότητα Γ), η διατύπωση μιας πρότασης ολοκληρωμένης διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος, ικανής να προβάλει τις σημαντικές μνημειακές αξίες του, να ανασυστήσει, στο βαθμό του δυνατού, τη βαθύτερη ουσία του και να προσδώσει σε αυτόν έναν νέο ενεργό και θετικό ρόλο στη σύγχρονη πραγματικότητα (Ενότητα Δ).  Στο πλαίσιο αυτό, και μετά την αρχαιολογικά τεκμηριωμένη ιστορική επισκόπηση του χώρου όπου αναπτύχθηκε η αρχαία πόλη της Ήλιδος, από την εποχή της πρώτης κατοίκησής του έως και τους κλασικούς χρόνους, που επιχειρήθηκε στο 1ο μέρος της Ενότητας Α της μελέτης, που προηγήθηκε, στο 2ο μέρος, που ακολουθεί, θα επιχειρηθεί η συνέχιση της επισκόπησης αυτής από τους ελληνιστικούς χρόνους έως σήμερα (σημ. 2).

Αρχαιολογική τεκμηρίωση – 2ο μέρος

Ελληνιστικοί χρόνοι

Τους ελληνιστικούς χρόνους της Ήλιδος (3ος-2ος αιώνας π.Χ.) χαρακτηρίζουν οι διαδοχικές αλλαγές συμμάχων που προκαλούν οι τοπικοί και ευρύτεροι ανταγωνισμοί, και ποικίλες συγκρούσεις, κορύφωση των οποίων είναι η σύμπραξη με το κοινό των Αιτωλών και οι αλλεπάλληλες εισβολές του Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας (219-206 π.Χ.).  Η ρωμαϊκή διείσδυση στον ελληνικό χώρο δημιουργεί ακόμη εντονότερες συγκρούσεις στις οποίες οι Ηλείοι συμμετέχουν στο πλευρό των Ρωμαίων (199 π.Χ.) ή ως μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας (191 π.Χ.), οπότε και τελειώνει η ιστορία τους ως ανεξάρτητου κράτους, ενώ, μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), εντάσσονται οριστικά στη φιλορωμαϊκή ομάδα. Η πόλη, όπως και το ιερό της Ολυμπίας, εξακολουθούν να αποτελούν την περίοδο αυτή ισχυρό πόλο έλξης επισκεπτών και αθλητών από τα πέρατα των εκτεταμένων ελληνιστικών βασιλείων. Στην εξυπηρέτηση αυτών των επισκεπτών αλλά και στην προβολή της πόλης στοχεύει η οικοδομική δραστηριότητα στους χρόνους αυτούς, εντασσόμενη στη γενικότερη τάση της εποχής. Νέα δημόσια οικοδομήματα ιδρύονται, με σημαντικότερο ανάμεσά τους το μνημειακό θέατρο, ενώ πολλές είναι και οι ιδιωτικές οικίες της περιόδου. Τα σημαντικά οικοδομήματα της Αγοράς, ιδρυμένα στους κλασικούς χρόνους, συνεχίζουν να λειτουργούν και πιθανώς να ανακατασκευάζονται καθ’ όλη την περίοδο αλλά οι γνώσεις μας για την οικοδομική αυτή δραστηριότητα είναι ελλιπείς καθώς η εκτεταμένη ανοικοδόμηση του 1ου αι. μ.Χ. που θα ακολουθήσει την καταστροφή των περισσότερων κτιρίων από σεισμούς στο τέλος του 1ου αι. π.Χ., έχει εξαφανίσει τα ίχνη τους.

Θέατρο: Στο πλαίσιο της διάθεσης για προβολή της πόλης μέσω μνημειακών έργων αλλά και της κατασκευής κτιρίων που προορίζονται για την ψυχαγωγία του κοινού, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις ελληνιστικές πόλεις, γύρω στο 300 περίπου π.Χ. στο ΒΑ άκρο του πλατώματος της Αγοράς, σε ειδυλλιακή θέση με θέα προς τον Πηνειό, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση στα βόρεια, και τους απέναντι λόφους, ιδρύεται θέατρο, το οποίο ο Παυσανίας περιγράφει ως ἀρχαῖον, καθώς η κατασκευή του διαφέρει αισθητά από τα αντίστοιχης χρήσης οικοδομήματα της εποχής του (σημ. 3) (εικ. 1). Το θέατρο της Ήλιδος αποτελεί πρωτότυπη κατασκευή που συνδυάζει λίθινη σκηνή με επιχωματωμένο κοίλο και το σύνολο καταλαμβάνει χώρο διαστάσεων 100×80 μ. Με βάση το ΒΑ πρανές του πλατώματος της Αγοράς και με επιχωμάτωση των πλαϊνών τμημάτων στηριζόμενη σε ισχυρά λίθινα αναλήμματα ενισχυμένα με αντηρίδες, ανατολικά και δυτικά, κατασκευάζεται το κοίλο, χωρητικότητας περίπου 8.000 θεατών, το οποίο είναι ενιαίο, χωρίς διαζώματα. Το κοίλο, ακτίνας σχεδόν 50 μ., διαιρούν σε επτά κερκίδες έξι κεκλιμένοι διάδρομοι διακίνησης των θεατών από στρώση ποταμίσιων κροκαλών πλάτους 0,80-0,90 μ. Η επιφάνειά του δεν έχει λίθινα ή άλλα ειδώλια, είναι όμως πιθανότατα καλυμμένη με ειδικό χώμα ή χόρτο. Η ορχήστρα, κυκλική, διαμέτρου 25 μ., ορίζεται προς την πλευρά του κοίλου από αγωγό, ο οποίος παροχετεύει τα νερά της βροχής σε μεγάλο λίθινο αποχετευτικό αγωγό ορθογώνιας διατομής, με επένδυση και καλυπτήριες πλάκες από πωρόλιθο με κατά διαστήματα κενά για τον καθαρισμό του εσωτερικού, ο οποίος ξεκινά κάτω από τη ΝΑ γωνία του παρασκηνίου φτάνοντας μέχρι την κοίτη του Πηνειού. Σειρά λίθινων εδράνων είναι τοποθετημένη κατά μήκος των αναλημμάτων των παρόδων. Η λίθινη σκηνή με το προσκήνιο, την όψη του οποίου διακοσμεί σειρά 16 ημικιόνων, και τα παρασκήνια είναι από τα παλαιότερα της αρχαίας Ελλάδας. Το οικοδόμημα χρησιμοποιείται τόσο για παραστάσεις όσο και για συγκεντρώσεις δημόσιου χαρακτήρα.

Σε μεταγενέστερη, αλλά όχι με βεβαιότητα χρονολογημένη φάση, η επιφάνεια του κοίλου επιχωματώνεται αποκτώντας μεγαλύτερη κλίση στο ψηλότερο τμήμα του και επί των χαλικόστρωτων διαδρόμων του κοίλου κατασκευάζονται πώρινα σκαλοπάτια με μεγαλύτερη επίσης κλίση. Ανακατασκευές, τις οποίες δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε με βεβαιότητα, γίνονται και στο δυτικό ανάλημμα τουλάχιστον δύο φορές, στην τελευταία μάλιστα φάση αυτό οικοδομείται με κλίση προς το εσωτερικό του κοίλου για αποτελεσματικότερη αντίσταση στις ωθήσεις των επιχωματώσεων.

Σήμερα έχει αποκαλυφθεί το σύνολο του μνημείου (εικ. 1). Από τα αναλήμματά του σώζονται μόνο τα κατώτερα μέρη, ενώ αντίστοιχα μεγάλο ποσοστό του χωμάτινου κοίλου έχει διαβρωθεί. Οι χαλικόστρωτοι διάδρομοι ανόδου σώζονται και είναι ορατοί έως και μήκος 40 μ. ενώ αντίθετα λίγα μόνο τμήματα των λίθινων κλιμάκων έχουν εντοπιστεί. Από το οικοδόμημα της σκηνής σώζονται μόνο τα κατώτερα τμήματα των τοίχων, ενώ από τους 12 ημικίονες του προσκηνίου που είχαν αποκαλύψει οι ανασκαφές σήμερα σώζεται μόνο ένας. Ο μεγάλος λίθινος αγωγός έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 70 μ. Οδός πλάτους 4 μ. οριοθετεί το χώρο του θεάτρου από Β, τμήμα της οποίας είναι σήμερα ορατό. Στον επίπεδο χώρο βόρεια και δυτικά της σκηνής σώζονται θεμέλια οικιών της περιόδου.

Αγορά: Στο χώρο της Αγοράς, πιθανότατα κατά τους χρόνους αυτούς, ιδρύεται και μια τρίτη στοά κατά μήκος του αρχαιότατου κεντρικού οδικού άξονα, σε μικρή απόσταση ανατολικά της κερκυραϊκής στοάς και με όμοιο προσανατολισμό με αυτήν. Η στοά, μήκους μεγαλύτερου των 60 μ., εξυπηρετεί την οριοθέτηση της νότιας πλευράς της Αγοράς στην ευθεία του θεάτρου. Από το κτίριο έχουν αποκαλυφθεί βάσεις κιονοστοιχίας (εικ. 2). Στο κεντρικό τμήμα της Αγοράς και βόρεια της κερκυραϊκής στοάς το 2ο αιώνα π.Χ. κατασκευάζεται επίσης μικρός ναός του τύπου των εν παραστάσι (Να), με άξονα παράλληλο προς τις μεγάλες στοές και διαστάσεις 8,20×4,80 μ. Από το κτίριο έχει αποκαλυφθεί και είναι σήμερα ορατή μόνο η θεμελίωση για την οποία έχει χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ομοειδές υλικό αρχαιότερου οικοδομήματος. Στο ΝΔ άκρο του πλατώματος της Αγοράς, το κεντρικότερο και πλέον πολυσύχναστο σημείο της πόλης και την περίοδο αυτή, η χρήση των κτιρίων των κλασικών χρόνων συνεχίζεται (τέμενος, κτίρια Dα και D) συχνά με διάφορες ανακατασκευές και προσθήκες.  Στο κτίριο Dα (εικ. 3) συγκεκριμένα κατά τον 2ο αι. π.Χ. γίνεται υπερύψωση του ανατολικού τοίχου, ενώ εξωτερικά του κατασκευάζεται στοά με έξι οκταγωνικούς κίονες από τους οποίους έχουν αποκαλυφθεί οι έξι βάσεις και ένας σπόνδυλος.

Πόλη: Στο χώρο της πόλης η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται αμείωτη καθ’ όλη την περίοδο, ενταγμένη απόλυτα στον ορθογώνιο πολεοδομικό σχεδιασμό της κλασικής περιόδου, με διαρκείς επισκευές και προσθήκες σε παλαιά κτίρια και την οικοδόμηση νέων. Κατά την περίοδο αυτή ο χώρος των οικοπέδων-σπιτιών καλύπτεται όλο και περισσότερο από δωμάτια σε βάρος της αυλής της προηγούμενης περιόδου, αφήνοντας χώρο μόνο για το αίθριο. Τα ελάχιστα κατάλοιπα οικοδομικών νησίδων της περιόδου που έχουν ανασκαφεί και είναι σήμερα ορατά φέρουν έντονες μετασκευές των ρωμαϊκών χρόνων. Στην οικοδομική νησίδα νότια της οδού Ι έχουν αποκαλυφθεί περίστυλα αίθρια με βοτσαλωτά ή ψηφιδωτά δάπεδα, δεξαμενές κ.ά. χρονολογούμενα στους χρόνους αυτούς. Σε χρήση βρίσκονται και οι κύριες οδοί, Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., στη βόρεια πλευρά της οδού ΙΙΙ και με πρόσοψη σε αυτή, κτίζεται με υλικό σε β’ χρήση επίμηκες διώροφο κτίριο (κτίριο γ), αποτελούμενο στον κάτω όροφο από δύο αίθουσες, μια σχεδόν τετράγωνη δυτικά και μια εντυπωσιακά ευρύχωρη ορθογώνια ανατολικά, χωρίς μεταξύ τους επικοινωνία (εικ. 4-5). Πέντε ισχυρές αντηρίδες ενισχύουν τον βόρειο εξωτερικό τοίχο. Στο ΝΔ τμήμα του κτιρίου κατασκευάζεται κιονοστοιχία και ανατολικότερα μέσα στο πλάτος της στοάς δύο συνεχόμενα μικρά δωμάτια με αυτοτελή χρήση. Λίθινη κλίμακα στο δυτικό άκρο της εξωτερικής στοάς βεβαιώνει την ύπαρξη ορόφου. Τα ευρήματα από το εσωτερικό του κτιρίου φανερώνουν ότι αποτελούσε εστιατόριο-οινοπώλιο-πορνείο, χώρο εξυπηρέτησης και αναψυχής του πλήθους των επισκεπτών της πόλης, ιδρυμένο στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, στην υπηρεσία πιθανώς του γειτονικού προς ΒΑ ιερού της Αφροδίτης Πανδήμου. Το κτίριο καταστρέφεται από σεισμό και φωτιά στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. και δεν ανακατασκευάζεται. Από αυτό σώζονται και είναι σήμερα ορατοί οι περιμετρικοί τοίχοι των αιθουσών του κάτω ορόφου, οι βάσεις των εξωτερικών αντηρίδων, τμήμα της κλίμακας και τμήμα στυλοβάτη με βάσεις τριών κιόνων από την κιονοστοιχία του ΝΔ τμήματος και τα θεμέλια των δύο αυτοτελών δωματίων ανατολικότερα. Στους χρόνους αυτούς ιδρύεται ίσως στην πόλη και το αναφερόμενο από τον Παυσανία ιερό της Τύχης (σημ. 4), το οποίο δεν έχει ακόμα ταυτιστεί με συγκεκριμένα οικοδομικά λείψανα. Η χρήση τόσο του δυτικού (έως και τον 1ο αι. μ.Χ.) όσο και του ανατολικού νεκροταφείου της πόλης συνεχίζεται και την περίοδο αυτή, ενώ η λειτουργία τοπικών εργαστηρίων για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων αλλά και των πολυάριθμων επισκεπτών της πόλης αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο.

Ρωμαϊκοί χρόνοι

Η φιλική προς τους Ρωμαίους στάση των Ηλείων έχει ως αποτέλεσμα μετά την οριστική επικράτησή τους, το 146 π.Χ., να μην δημιουργηθούν ιδιαίτερα προβλήματα. Στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. όμως, οι εμφύλιες διαμάχες των Ρωμαίων υπάτων και η επίδραση καταστροφικών σεισμών κάνουν την περιοχή να υποφέρει. Ανάκαμψη παρατηρείται στον 1ο αι. μ.Χ., εποχή κατά την οποία πολλοί Ηλείοι λαμβάνουν τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη, η πόλη και το ιερό ευεργετούνται από επιφανείς Ρωμαίους, αυτοκράτορες και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας επισκέπτονται την Ήλιδα και την Ολυμπία και λαμβάνουν μέρος στους Αγώνες, ενώ προς τιμήν τους ιδρύονται και στους δύο χώρους ναοί. Την ανάκαμψη μαρτυρούν οι ρωμαϊκές κοπές του νομισματοκοπείου της Ήλιδος, διάφορα επιγραφικά ευρήματα, κυρίως επιγραφές τιμητικών βάθρων που η πόλη έστησε προς τιμήν Ρωμαίων αξιωματούχων και τα οικοδομικά λείψανα, τα οποία αποκαλύπτουν μια εκτεταμένη ανακατασκευή που λαμβάνει χώρα τον 1ο αι. μ.Χ., οπότε ναοί, δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα ανεγείρονται ή επισκευάζονται. Η Αγορά κυρίως, τουλάχιστον στο δυτικό τμήμα της, αναδιοργανώνεται την περίοδο αυτή εκ βάθρων, σε κεντρικότατο σημείο της πόλης ιδρύεται ναός αφιερωμένος στη λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανανεώνεται το αποχετευτικό δίκτυο ενώ ιδιαιτέρως αναπτύσσεται η οικιστική περιοχή νότια των γυμνασίων. Η λειτουργία της πόλης ως χώρου υποδοχής και διαμονής μεγάλου πλήθους επισκεπτών την περίοδο της πανηγύρεως συνεχίζεται αμείωτη, ίσως και αυξημένη, καθώς οι Αγώνες αποκτούν νέα αίγλη για τους κατοίκους της «πολυεθνικής» αυτοκρατορίας. Την πόλη επισκέπτεται και περιγράφει  ο περιηγητής Παυσανίας γύρω στο 170 μ.Χ.

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ο χώρος των γυμνασίων βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία, ενώ σε κοντινή απόσταση και σε περίοπτη θέση, στο ΒΔ άκρο του πλατώματος της Αγοράς, ιδρύεται μεγάλο συγκρότημα λουτρών. Κατά την ίδια περίοδο στο θέατρο, το οποίο επίσης συνεχίζει να είναι σε χρήση, κατασκευάζεται βαθύς αγωγός μεταξύ προσκηνίου και ορχήστρας, που συμπληρώνεται με ευρύχωρη ορθογώνια δεξαμενή στο δυτικό άκρο του και καταλήγει στον μεγάλο αποχετευτικό αγωγό. Η κατασκευή έχει ανασκαφεί και είναι σήμερα ορατή. Γίνονται επίσης και επισκευές στο προσκήνιο.

Αγορά: Η Αγορά διατηρεί στους χρόνους αυτούς την παραδοσιακή, τρόπω τῷ ἀρχαιοτέρω, σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, δομή της, παρότι στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ., τουλάχιστον στο δυτικό τμήμα της, αναδιοργανώνεται εκ βάθρων, με την επανοικοδόμηση ουσιαστικά ήδη υπαρχόντων δημόσιων κτιρίων που είχαν υποστεί καταστροφές από τους σεισμούς του 1ου αι. π.Χ. Στο πλαίσιο αυτού του οικοδομικού προγράμματος ανακατασκευάζεται και η Στοά των Ελλανοδικών, αναπαράγοντας πιθανώς το σχέδιο του κλασικού κτιρίου (εικ. 6, 7).  Κτίζεται μια δωρική στοά, διαστάσεων 96×25μ., χωρισμένη σε τρία μέρη με δύο κιονοστοιχίες, με κατεύθυνση Β-Ν και την ανοικτή πλευρά της –κατά μήκος της οποίας υπήρχαν βωμοί πρόχειρης κατασκευής αφιερωμένοι στον Δία–, στραμμένη προς το κέντρο της Αγοράς.  Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς κατασκευάζεται ανοικτό υδρευτικό δίκτυο με μικρή ορθογώνια κτιστή δεξαμενή και σειρά μεγάλων πήλινων λεκανών βυθισμένων μέχρι τα χείλη στη γη, στις οποίες κατέληγαν πήλινοι υδρευτικοί σωλήνες που μετέφεραν πόσιμο νερό. Από το κτίριο έχουν αποκαλυφθεί και είναι σήμερα ορατά μόνο το θεμέλιο της ανατολικής κιονοστοιχίας και ελάχιστα υπολείμματα των υπόλοιπων περιμετρικών θεμελίων κατασκευασμένα από πωρόλιθο, καθώς και κατάλοιπα της υδραυλικής εγκατάστασης της ανατολικής πλευράς.

Σε μικρή απόσταση από την ανατολική όψη της στοάς ιδρύεται τον 1ο αι. μ.Χ. μικρός ναός του τύπου των εν παραστάσι (Νβ) με άξονα παράλληλο προς τη στοά και διαστάσεις 4,00×2,75μ. Από το κτίριο έχει αποκαλυφθεί και είναι ορατή μόνο η θεμελίωση, κατασκευασμένη από μικρούς λίθους και κροκάλες. Δεν υπήρξαν τεκμήρια που να επιτρέπουν την ταύτιση του ναΐσκου με κάποιο από τα αναφερόμενα από τον Παυσανία ιερά στο χώρο της Αγοράς.

Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. ανακατασκευάζεται και η κερκυραϊκή ή νότια στοά, αναπαράγοντας πιθανώς και σε αυτή την περίπτωση το σχέδιο του κλασικού αντίστοιχου κτιρίου (εικ. 6-7).  Κτίζεται μια επιμήκης στοά, διαστάσεων 99×33 μ., με κατεύθυνση Δ-Α, δωρικού ρυθμού και διπλή, με μια δηλαδή όψη στραμμένη προς την Αγορά και μια προς την πόλη, με διαχωριστικό εσωτερικό τοίχο και κιονοστοιχίες με 21 κίονες κατά μήκος των δύο όψεων. Από το κτίριο έχουν αποκαλυφθεί και είναι σήμερα ορατά η θεμελίωση του κεντρικού τοίχου και των στοών στο δυτικό τμήμα του οικοδομήματος καθώς και αποσπασματικά διατηρημένα θεμέλια της ανατολικής πλευράς, η οποία καλύπτεται εν μέρει από την επαρχιακή οδό.

Στο ΝΔ άκρο του πλατώματος της Αγοράς, το κεντρικότερο και πλέον πολυσύχναστο σημείο της πόλης, η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται και την περίοδο αυτή με προσθήκες, μετασκευές ή αντικαταστάσεις παλαιότερων κτιρίων και οικοδόμηση νέων στα βαθμιδωτά επίπεδα που ορίζει από δυτικά το ανάλημμα του βόρειου άκρου της ΙΙης οδού, κατά μήκος του οποίου κατασκευάζεται τώρα και μεγάλος πλινθόκτιστος υπόνομος.  Στο βορειότερο και πιο υπερυψωμένο επίπεδο κτίζεται, σε αντικατάσταση του αντίστοιχου κτίσματος του 4ου αι. π.Χ., μεγάλος ορθογώνιος περίβολος που έχει αποδοθεί σε τέμενος, διαστάσεων 37×27 μ.  Η είσοδος στο χώρο του «τεμένους» μεταφέρεται την περίοδο αυτή στη ΝΔ γωνία του περιβόλου και η πρόσβαση από το χαμηλότερο επίπεδο αμέσως στα νότια γίνεται μέσω επικλινούς διαδρόμου και κλίμακας, η οποία κατασκευάζεται ακριβώς στο βόρειο άκρο της ΙΙης οδού και καλύπτει, μαζί με μια στοά που κτίζεται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της, τα θεμέλια του παλαιότερου μικρού ναΐσκου με τον αποθέτη. Από το τέμενος έχει αποκαλυφθεί και είναι σήμερα ορατή η πλήρης περίμετρος του περιβόλου, με κατεστραμμένη μόνο τη ΒΔ γωνία του (εικ. 3, 8).  Ορατά είναι σήμερα και ο επικλινής διάδρομος και η ρωμαϊκή κλίμακα καθώς και τμήμα της ΙΙης οδού. Η λειτουργία του κτιρίου Dα συνεχίζεται και στην περίοδο αυτή. Δείγματα μιας πρόχειρης επισκευής της περιόδου διασώζει ο τοίχος της ανατολικής πλευράς. Την περίοδο αυτή μετασκευάζεται και το κτίριο D, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα κατάλοιπά του. Επί της στοάς των κλασικών χρόνων στα νότια του κτιρίου D ανεγείρεται την περίοδο αυτή κτίσμα στον τύπο των ρωμαϊκών aedes που εντάσσεται σε συγκρότημα οικοδομημάτων του 1ου αι. μ.Χ. Σήμερα καλύπτεται σε μεγάλο μέρος από τον σύγχρονο δρόμο.

Στα όρια μεταξύ Αγοράς και πόλης, στην πλατεία που δημιουργείται στο χώρο της συμβολής της ΙΙης με την ΙΙΙη οδό, ιδρύεται στους χρόνους αυτούς, με αφορμή την επίσκεψη του Νέρωνα στην Ήλιδα και τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 67 μ.Χ., ο ναός των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ο Παυσανίας περιγράφει το ναό με την έκφραση ἀρχαῖος ναός, στοαῖς ἐν κύκλω περίστυλος (σημ. 5).  Οι ανασκαφικές έρευνες απέδειξαν ότι πρόκειται για κτίριο που κατασκευάζεται κατά τα πρότυπα των ιταλιωτικών ναών, με υλικά από παλαιότερα κτίρια, και αφιερώνεται στη λατρεία των θεοποιημένων αυτοκρατόρων. Την εποχή που ο Παυσανίας επισκέπτεται την Ήλιδα, περίπου το 170 μ.Χ., ο ναός είναι ήδη κατεστραμμένος, η στέγη του έχει καταρρεύσει και τα αγάλματα έχουν χαθεί. Το κτίριο έχει ανασκαφεί και τα κατάλοιπά του είναι σήμερα ορατά (εικ. 4-5).  Τόσο η περιγραφή του Παυσανία όσο και τα ευρήματα κατέστησαν βέβαιη την ταύτιση του κτιρίου. Κτίριο οικοδομείται επίσης στους χρόνους αυτούς αμέσως ανατολικά του ναού (κτίριο β στο σχέδιο της εικ. 4). Τα ερείπιά του έχουν αποκαλυφθεί και είναι σήμερα ορατά αλλά η χρήση του παραμένει αδιευκρίνιστη.

Πόλη: Στο χώρο της κυρίως πόλης η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται αμείωτη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ενταγμένη απόλυτα στον ορθογώνιο πολεοδομικό σχεδιασμό της κλασικής περιόδου, με διαδοχικές επισκευές και ανακατασκευές κτιρίων προηγούμενων περιόδων και την οικοδόμηση νέων, κυρίως μετά και τους καταστροφικούς σεισμούς του τέλους του 1ου αι. π.Χ. και κατά το εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης του 1ου αι. μ.Χ. Στην περίοδο αυτή τα κτίρια καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση των οικοπέδων κάθε οικοδομικής νησίδας με εξαίρεση τον ανοιχτό χώρο του αιθρίου. Η πόλη επεκτείνεται ακόμη περισσότερο προς τα Α, Ν και Δ. Ιδιαίτερα στο χώρο νότια και δυτικά της Αγοράς οικοδομούνται νέες κατοικίες, επαύλεις και θέρμες, σε πολλές περιπτώσεις πάνω σε παλαιότερα κτίρια.

Ο αρχαιότατος κεντρικός οδικός άξονας της πόλης παραμένει σε χρήση και κατά την περίοδο αυτή. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. η ΙΙη οδός –ο βασικός άξονας του πολεοδομικού ιστού–, αποκτά μνημειακή διαμόρφωση και γίνεται η Cardo Maximus της πόλης: το συνολικό πλάτος της είναι 14 μ., το κατάστρωμα της οδού, με επιμελημένο συμπαγές οδόστρωμα και με ρείθρο κατά μήκος της δυτικής πλευράς, έχει πλάτος 6 μ. επιτρέποντας την άνετη κυκλοφορία δύο σειρών αμαξών, ενώ κατά μήκος των δύο πλευρών αναπτύσσονται στοές με κιονοστοιχίες, οι οποίες εδράζονται σε στυλοβάτη κατασκευασμένο από αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτιρίων. Κτιστός υπόγειος αποχετευτικός αγωγός εντάσσεται στο πλάτος της ανατολικής στοάς. Τις δύο πλευρές της οδού –στο βόρειο άκρο της οποίας βρίσκεται η δυτική όψη των κτιρίων του ΝΔ. τμήματος της Αγοράς και νότια από αυτά ο σύγχρονος με τη μνημειακή διαμόρφωσή της ναός των Ρωμαίων αυτοκρατόρων–, καταλαμβάνουν σειρές οικοδομών βιοτεχνικού και εμπορικού χαρακτήρα. Από την οδό, όπως διαμορφώθηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους, έχει αποκαλυφθεί και είναι ορατό τμήμα μήκους 200 μ. (εικ. 4-5). Την Decumanus Maximus της πόλης αποτελεί την περίοδο αυτή η ΙΙΙη οδός, πλάτους 10 μ., με αναλήμματα κατασκευασμένα από υλικό σε δεύτερη χρήση. Το πλάτος της οδού περιορίζεται σταδιακά λόγω διάφορων κατασκευών που γίνονται μέσα σε αυτή στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Εκτός από το ναό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων σε αυτήν έχουν πρόσοψη εργαστήρια και καταστήματα. Από την ΙΙΙη οδό έχει αποκαλυφθεί και είναι σήμερα ορατό τμήμα μήκους 50 μ. στο κέντρο της πόλης με οδόστρωμα της περιόδου. Τέλος, και η Ιη οδός είναι σε χρήση κατά τους χρόνους αυτούς όπως επιβεβαιώνει οδόστρωμά της που έχει βρεθεί.

Στη διασταύρωση των οδών ΙΙ και ΙΙΙ, διαγωνίως απέναντι του ναού των αυτοκρατόρων, ιδρύεται στους χρόνους αυτούς κρήνη, από την οποία σώζεται σήμερα και είναι ορατό τμήμα ημικυκλικής δεξαμενής (δ στο σχέδιο της εικ. 4). Ανάλογης άλλωστε χρήσης πρέπει να είναι και σύνολο επιμελημένης κατασκευής με δεξαμενές και πηγάδι που έχει εντοπιστεί στην προέκταση του άξονα της ΙΙΙης οδού περί τα 100 μ. δυτικότερα.

Οι οδοί Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ορίζουν το δυτικό τμήμα οικοδομικής νησίδας στη βόρεια και δυτική πλευρά της οποίας έχουν αποκαλυφθεί τμήματα, δύο ανά πλευρά, συνεχόμενων κτιρίων, με οργανωμένα εργαστήρια με καταστήματα στις προσόψεις της ΙΙης και ΙΙΙης οδού, οι ανεσκαμμένες φάσεις των οποίων χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 3ο αι. μ.Χ. (εικ. 4-5). Η παλαιότερη ορατή φάση του γωνιακού δυτικού κτιρίου είναι σύγχρονη με τη μνημειακή διαμόρφωση της ΙΙης οδού και περιλαμβάνει καταστήματα και εργαστηριακές εγκαταστάσεις στην αυλή. Τον 2ο αι. μ.Χ. μειώνεται ή φράσσεται εντελώς το άνοιγμα των περισσότερων θυρών προς τις δύο οδούς, ανυψώνονται τα δάπεδα και οργανώνονται νέοι εργαστηριακοί χώροι. Στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. η βόρεια πλευρά της οικοδομικής νησίδας επεκτείνεται με διάφορα προσκτίσματα μέσα στο πλάτος της ΙΙΙης οδού. Ανάλογης χρήσης χώροι έχουν αποκαλυφθεί και στα άλλα δύο κτίρια της νησίδας.

Στην ίδια οικοδομική νησίδα, ανατολικότερα κατασκευάζεται συγκρότημα λουτρών. Από αυτό σώζονται τρία υπόκαυστα θερμαινόμενων δωματίων και μέρος των κεντρικών δωματίων με τους πλευρικούς τοίχους, κτιστά θρανία κατά μήκος τους και ποικιλία δαπέδων. Σε χρήση με διάφορες μετασκευές παλαιότερων κτιρίων βρίσκεται την περίοδο αυτή και ο χώρος απέναντι από το λουτρό, νότια της Ιης οδού. Αποσπασματικά τμήματα έχουν ανασκαφεί από την οικοδομική νησίδα δυτικά της ΙΙης οδού. Στο πρώτο τμήμα έχουν αποκαλυφθεί δωμάτια κτιρίου με δεξαμενές και πηγάδια καθώς και χώροι εργαστηρίου γυάλινων αγγείων, ενώ στο δεύτερο τετράγωνη δεξαμενή-κρήνη με πηγάδι, αποσπασματικά τμήματα τοίχων και το κεντρικό αίθριο μεγάλου οικοδομήματος του 3ου αιώνα μ.Χ. (κτίριο Μουσών), το οποίο περιβάλλεται από χώρους με ψηφιδωτά δάπεδα εξαιρετικής τέχνης. Μεταξύ της κρήνης και του κτιρίου των Μουσών ανασκάφηκε πρόσφατα και πολυτελές κτίριο λουτρών με ψηφιδωτά δάπεδα.

Στο δυτικό και νότιο τμήμα της πόλης κατά την περίοδο αυτή κατασκευάζονται αρκετά ρωμαϊκά κτίρια, τα ερείπια των οποίων παρέμειναν διαρκώς ορατά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το Οκτάγωνο, κτίριο λουτρών με κεντρική οκταγωνική αίθουσα με ορθομαρμαρώσεις, ψηφιδωτά δάπεδα και λουτήρες επιμελημένης κατασκευής (εικ. 9).  Κατά τους χρόνους αυτούς ιδιαίτερα έντονη εξακολουθεί να είναι η τοπική παραγωγή των κεραμικών εργαστηρίων της πόλης, για την εξυπηρέτηση της οποίας κατασκευάζονται πολλοί κεραμικοί κλίβανοι σε όλη την έκτασή της, μεταξύ των οποίων και ένας διώροφος κυκλικός κλίβανος με κεντρικό στήριγμα και εσχάρα, του 3ου αι. μ.Χ., προοριζόμενος για την κατασκευή πλίνθων. Ο κλίβανος αυτός αποκαλύφθηκε σε εξαιρετικά καλή κατάσταση διατήρησης και είναι σήμερα ορατός στο ανατολικό άκρο της πόλης επί του δρόμου που οδηγεί στο Νέο Μουσείο. Στους ρωμαϊκούς χρόνους πραγματοποιείται επίσης οργανωμένη προσπάθεια σταθεροποίησης της κοίτης του Πηνειού και πρόληψης των καταστροφικών για τα χαμηλότερα τμήματα της πόλης πλημμυρών, με την κατασκευή ισχυρών προστατευτικών αναλημμάτων κατά μήκος της όχθης του. Τμήματα των αναλημμάτων αυτών έχουν εντοπιστεί σε μήκος 3 περίπου χιλιομέτρων παράλληλα με τον ποταμό. Στην ίδια άλλωστε περίοδο κατασκευάζεται, επίσης από αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτιρίων, και μεγάλη λίθινη γέφυρα διάβασης του Πηνειού στο ΒΑ άκρο της πόλης. Μικρό τμήμα της γέφυρας έχει βρεθεί κατά χώραν ανατολικά των αναλημμάτων.  Το δυτικό και το ανατολικό νεκροταφείο είναι σε χρήση μέχρι και αυτή την περίοδο με κατασκευή κεραμοσκεπών κυρίως και λίγων πλίνθινων κιβωτιόσχημων τάφων. Η πόλη είχε την εύνοια των κατακτητών μέχρι τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ.

Παλαιοχριστιανικοί χρόνοι

Το δεύτερο μισό του 3ου αι. μ.Χ. είναι περίοδος συμφορών και παρακμής. Η περιοχή λεηλατείται από τους Έρουλους το 267 μ.Χ. και ταυτόχρονα δεινοπαθεί από λοιμό, ενώ εκτεταμένη καταστροφή των κτιρίων της πόλης προκαλεί πιθανότατα ισχυρός σεισμός μετά το 280/282 μ.Χ. (σημ. 6). Μερικά ανασκαφικά δεδομένα, όπως η μερική ανακατασκευή του ναού των αυτοκρατόρων στα τέλη 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ. και η συνέχιση της χρήσης των ρωμαϊκών πολυτελών οικοδομημάτων νότια των γυμνασίων, υποδηλώνουν μια προσπάθεια ανάκαμψης μετά την καταστροφή. Η συνέχιση της διεξαγωγής των Αγώνων, έστω και υποβαθμισμένων, διατηρεί τη διοικητική και «ιερατική» οργάνωση των Ηλείων, με αποτέλεσμα η πόλη να διατηρεί επίσης την απολύτως απαραίτητη για τη διεξαγωγή τους υποδομή σε χώρους και έμψυχο υλικό, ενώ η διακίνηση επισκεπτών σχετικών με τους Αγώνες επιτρέπει ακόμα κάποιες οικονομικές συναλλαγές. Παρ’ όλα αυτά σαφής είναι ήδη η αρχή μιας έντονης αλλαγής. Πριν από το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. στην πόλη διαπιστώνεται η παρουσία χριστιανών. Σταδιακά, η διείσδυση του Χριστιανισμού απομακρύνει τους ανθρώπους από όσα σχετίζονται με την αρχαία λατρεία και τους Αγώνες, δημιουργεί οικονομικά προβλήματα και στρέφει τον πληθυσμό προς άλλες ασχολίες, ουσιαστικά προς τη γεωργία. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν στο χώρο της μεγάλης κάποτε πόλης θα διατηρηθεί ένας σημαντικός οικισμός –όπως αποκαλύπτουν οι πληροφορίες που αντλούμε από τις πηγές, τα νομίσματα, τις επιγραφές και κυρίως τα ανασκαφικά δεδομένα–, με διαφορετική όμως φιλοσοφία και τρόπο ζωής.

Οι Αγώνες και μαζί τους και οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Διός εξακολουθούν να τελούνται με πλήρες πρόγραμμα τουλάχιστον έως το 385 μ.Χ. (σημ. 7).  Το 391 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α’, με διάταγμά του, κλείνει όλα τα ελληνικά ιερά, ενώ το 393 μ.Χ. απαγορεύει οριστικά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Με την επίσημη και οριστική κατάργηση των Αγώνων εκλείπει και ο βασικός λόγος ύπαρξης της πόλης, η μέριμνα για την οργάνωση και διεξαγωγή τους, διαλύεται ο διοικητικός και ιεραρχικός της ιστός, ο οποίος συνδεόταν άμεσα με αυτούς, και δίνεται το τελειωτικό χτύπημα στην οικονομική ζωή της καθώς παύει η ενασχόληση των κατοίκων με σχετικά με τους Αγώνες επαγγέλματα και υπηρεσίες. Παράλληλα, αρκετές επιτάφιες επιγραφές από το χώρο της πόλης αποδεικνύουν την περαιτέρω εξάπλωση του Χριστιανισμού κατά τον 4ο αιώνα. Η Ηλεία, ήδη από το 395 μ.Χ., αποτελεί τμήμα της επαρχίας Αχαΐας και ανήκει στο Ανατολικό Ιλλυρικό μετά το χωρισμό του ρωμαϊκού κράτους, ενώ συγκλίνουσες μαρτυρίες των πηγών φανερώνουν ότι κατά τον 4ο αι. μ.Χ., η Ήλις πρέπει να είναι έδρα επισκόπου και προφανώς «πόλις» (σημ. 8). Η επίθεση των Γότθων στην Πελοπόννησο, γύρω στο 396-397 μ.Χ., επιφέρει ξανά φοβερές δηώσεις στην περιοχή. Το 435 μ.Χ. ο Θεοδόσιος Β’ εκδίδει διάταγμα για την κατάργηση των εθνικών ναών και ιερών και τη μετατροπή τους σε χριστιανικούς με την εξάγνισή τους με το σύμβολο του σταυρού. Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα στη νέα εικόνα της πόλης και κυρίως της Αγοράς, όπου τα μεγάλα δημόσια οικοδομήματα και τα ιερά εγκαταλείπονται.

Στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. στα ερείπια της νότιας στοάς ιδρύεται παλαιοχριστιανική βασιλική, η οποία αποτελεί το μόνο νέο οικοδομικό επίτευγμα της περιόδου και βρίσκεται στον αντίποδα της παρακμής της πόλης, βεβαιώνοντας την ύπαρξη μιας υπολογίσιμης χριστιανικής κοινότητας με οικονομικές δυνατότητες και καλαισθησία. Η ίδρυσή της στο χώρο της Αγοράς μαρτυρά τη δημόσια χρήση του χώρου ακόμη και μετά την παρακμή και συρρίκνωση της πόλης. Λείψανα των τοίχων του κτιρίου δεν έχουν σωθεί και έτσι η μορφή του παραμένει άγνωστη. Την ταύτιση του χώρου επέτρεψε η εύρεση εντός των ορίων του αρχαίου κτιρίου και αρκετά ψηλότερα από το δάπεδό του τμημάτων ψηφιδωτού δαπέδου με γεωμετρικά ως επί το πλείστον πολύχρωμα κοσμήματα, διατεταγμένα από δυτικά προς ανατολικά. Η βασιλική οικοδομείται πιθανώς με οικοδομικό υλικό της ήδη κατεστραμμένης στοάς.

Οι κατοικίες, τα εργαστήρια και τα καταστήματα των κατοίκων του οικισμού της περιόδου προκύπτουν, προφανώς, από τις μετασκευές και επιδιορθώσεις παλιών οικοδομών. Έτσι, στο ΝΔ άκρο της Αγοράς, πάνω στα ερείπια των αρχαιότερων λατρευτικών κτιρίων, εγκαθίστανται την περίοδο αυτή εργαστήρια κεραμικής, τα οποία εκτός από αγγεία κατασκευάζουν τούβλα και κεραμίδια (έχουν εντοπιστεί πέντε τουλάχιστον κλίβανοι και βοηθητικές κατασκευές). Ο πολεοδομικός ιστός της πόλης παραμένει αναλλοίωτος μέχρι την εγκατάλειψή της στα τέλη του 6ου αι. μ.Χ. και η ζωή συνεχίζεται μέχρι εκείνη την περίοδο με χρήση των κυριότερων αρτηριών και επανειλημμένες ανακατασκευές δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων. Τα τμήματα των κτιρίων κατά μήκος των οδών διατηρούν τη χρήση τους ως εργαστηρίων και καταστημάτων μέχρι την οριστική εγκατάλειψή τους, όπως μαρτυρούν τα νομίσματα και η κεραμική. Σε τμήμα του εγκαταλειμμένου ρωμαϊκού λουτρικού συγκροτήματος στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής οικοδομικής νησίδας της πόλης, λειτουργεί την περίοδο αυτή εργαστήριο κεραμικής, όπως αποδεικνύουν δύο κεραμικοί κλίβανοι και οι μεγάλες ποσότητες κεραμικής που βρέθηκαν. Άγνωστη προς το παρόν παραμένει η ακριβής έκταση του ζωτικού χώρου του οικισμού κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο εντοπισμός τάφων και ενεπίγραφων επιτάφιων στηλών του 4ου και 5ου αι. μ.Χ., μίας μάλιστα χαραγμένης πάνω σε ορθογώνια παλαιοχριστιανική τράπεζα, σε αρκετή απόσταση από το κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα στο ΝΔ τμήμα της, κοντά στο κτίριο ρωμαϊκών λουτρών που είναι γνωστό ως Οκτάγωνο. Η ταφική χρήση του συγκεκριμένου χώρου σημαίνει, πιθανώς, την εγκατάσταση ομάδας ανθρώπων στα δωμάτια των λουτρών, οι τοίχοι των οποίων διατηρούνται σε μεγάλο ύψος μέχρι σήμερα.

Νέες καταστροφές και λεηλασίες γνωρίζει η Ηλεία από τους Βανδάλους, όταν αποβιβάζονται στις ακτές της Πελοποννήσου το 467 μ.Χ., που οδηγούν σε εξαθλίωση και μείωση του πληθυσμού. Η χριστιανική κοινότητα της Ήλιδος ανθεί τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ. Το 522 και το 551 μ.Χ., δύο μεγάλοι σεισμοί συγκλονίζουν την περιοχή και αποτελούν την αρχή της οριστικής εγκατάλειψης της πόλης. Στο χώρο της Αγοράς αναπτύσσεται κατά την τελευταία περίοδο της ζωής της και πιθανότατα κατά τον 6ο αι. μ.Χ., εκτεταμένο νεκροταφείο. Τάφοι έχουν αποκαλυφθεί στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα της, από το χώρο δηλαδή του θεάτρου έως και τον χώρο της νότιας στοάς.  Η κατασκευή κάποιων με οικοδομικό υλικό της βασιλικής και επί των ερειπίων της φανερώνει ότι η διάρκεια ζωής του ναού δεν θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και ίσως αυτός να καταστράφηκε από τον καταστροφικό σεισμό του 551 μ.Χ., ενώ δεν επισκευάστηκε παρότι η ζωή στην πόλη συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 6ου αι. μ.Χ.  Η έκταση του νεκροταφείου μαρτυρά τη διαβίωση αρκετών ανθρώπων στην πόλη την περίοδο αυτή, γεγονός που δεν αντιστοιχεί στα σχετικά λίγα οικιστικά λείψανα που έχουν ταυτιστεί μέχρι σήμερα. Η πρόχειρη ως επί το πλείστον κατασκευή των τάφων και τα ελάχιστα κτερίσματά τους αποτελούν ενδείξεις της κακής οικονομικής κατάστασης των κατοίκων κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

Η εγκατάλειψη της πόλης ολοκληρώνεται στο τέλος του 6ου ή το αργότερο στις αρχές του 7ου αι. μ.Χ. Οι λόγοι που δημιούργησαν την ανάγκη διαβίωσης στην πρωτεύουσα του ηλειακού κράτους είχαν σχεδόν εκλείψει στο τέλος της παλαιοχριστιανικής περιόδου και έτσι οι επιπτώσεις των φυσικών φαινομένων και οι εξωτερικές απειλές στάθηκαν μόνο η αφορμή για την εγκατάλειψη της ζωής στο παρηκμασμένο αστικό κέντρο και την επιστροφή στην ύπαιθρο χώρα, όπου και η βασική ενασχόληση των κατοίκων, η καλλιέργεια της γης.

Από τους βυζαντινούς χρόνους έως σήμερα

Τα ίχνη της αρχαίας πόλης χάνονται στους χρόνους που ακολουθούν καθώς οι πλημμύρες του Πηνειού ενταφιάζουν σταδιακά τα κατάλοιπά της. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον τόπο στους κυρίως βυζαντινούς χρόνους. Κατά το 13ο αιώνα, την περίοδο της Φραγκοκρατίας, οι Φράγκοι κατακτητές του Μορέως, οι οποίοι έχουν ως έδρα τη γειτονική πόλη της Ανδραβίδας και οι οποίοι αξιοποιούν ξανά το χώρο του επινείου της Κυλλήνης, ιδρύοντας πάνω στα αρχαία ερείπια το φρούριο της Γλαρέντζας, κατασκευάζουν στη στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της περιοχής ακρόπολη της Ήλιδος έναν πύργο-φυλάκιο ή ένα μικρό κάστρο, το οποίο θα πρέπει να βρισκόταν σε άμεση σχέση και εξάρτηση με το χωριό της Παλαιόπολης στους νότιους πρόποδες του λόφου. Ίσως μάλιστα το χωριό, το οποίο διατηρεί στο όνομά του την ανάμνηση της λαμπρής κάποτε αρχαίας πρωτεύουσας, να ιδρύεται αρχικά την περίοδο αυτή (σημ. 9). Ερείπια του πύργου πάνω από το χωριό της Παλαιόπολης αναφέρουν κάποιοι από τους Ευρωπαίους περιηγητές, οι οποίοι επισκέπτονται την περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα (σημ. 10), αλλά και οι πρώτοι αυστριακοί ανασκαφείς του χώρου στις αρχές του 20ού αιώνα: πρόκειται για τα θεμέλια ενός ορθογώνιου κτιρίου κτισμένου από αρχαίο οικοδομικό υλικό στο δεύτερο ψηλότερο πλάτωμα του λόφου, το οποίο περιέβαλλε δύο βαθιούς χώρους, άλλοτε θολωτούς, που πρέπει να ήταν κινστέρνες για τη συγκέντρωση νερού. Τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι σήμερα ορατό. Το όνομα της αρχαίας πόλης έχει ολοκληρωτικά ξεχαστεί την περίοδο αυτή και ο χώρος της δεν κατοικείται.

Ουσιαστικά ο χώρος της αρχαίας πόλης δεν κατοικείται ποτέ ξανά. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η εύφορη πεδιάδα χρησιμοποιείται μόνο ως καλλιεργήσιμη γη από τους κατοίκους του χωριού της Παλαιόπολης, ενώ ανατολικά του χώρου της αρχαίας πόλης οι νομάδες κτηνοτρόφοι της ορεινής Αρκαδίας και Αχαΐας, που κατεβαίνουν στην πεδινή Ηλεία για να διαχειμάσουν, στήνουν στον πρόσφορο τόπο τις πρόχειρες καλύβες ενός χειμαδιού τους, οι οποίες θα μετεξελιχθούν αργά σε μόνιμο οικισμό, στο χωριό Καλύβια (εικ. 10). Στους ίδιους χρόνους ο λόφος της ακρόπολης ονομάζεται από τους κατοίκους της περιοχής Καλοσκοπή ή Παληόπυργος. Τα δύο χωριά συνεχίζουν να υπάρχουν και να εξελίσσονται στα χρόνια που ακολουθούν την Απελευθέρωση. Όλο το παραπάνω διάστημα ο κυρίως χώρος της αρχαίας πόλης συνεχίζει να αποτελεί καλλιεργήσιμη μόνο γη.

 

Τώνια Μουρτζίνη

Αρχαιολόγος