Στην «κατακραυγή» ενάντια στην απόφαση του Βρετανικού Μουσείου για τον δανεισμό γλυπτού του Παρθενώνα αναφέρεται ο Έρικ Γκίμπσον σε άρθρο του στη Wall Street Journal, υπογραμμίζοντας ότι η ενέργεια «θέτει σε κίνδυνο ένα ισχυρό σύμβολο της Δυτικής Δημοκρατίας».
Το δημοσίευμα ξεκινά με αναφορά στην ανακοίνωση του Βρετανικού Μουσείου που έγινε την περασμένη Παρασκευή, επισημαίνοντας: «Τα μουσεία, υπό κανονικές συνθήκες, ανακοινώνουν τέτοιες ειδήσεις μήνες πριν. Αντιθέτως, όταν το Μουσείο εξέδωσε την ανακοίνωση, το γλυπτό ήταν ήδη στο Ερμιτάζ και θα ετίθετο σε έκθεση από την επόμενη μέρα, γεγονός άνευ προηγουμένου. Αυτή μάλιστα η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Βρετανικό Μουσείο μοιάζει με αυτή που ακολουθούν οι κυβερνήσεις όταν γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών θα είναι καταστροφική».
Στη συνέχεια, υπογραμμίζεται ότι «όπως ήταν αναμενόμενο, η κατακραυγή ήταν άμεση. Δεδομένου ότι τα γλυπτά ουδέποτε εγκατέλειψαν το Βρετανικό Μουσείο, κάποιοι άνθρωποι ανησυχούν ότι αυτή η ενέργεια θα ανοίξει την πόρτα για τη Βρετανία να υποκύψει μελλοντικά στα μακροχρόνια και επανειλημμένα αιτήματα της Ελλάδας για επιστροφή τους. Άλλοι εξέφρασαν την οργή τους για την αποστολή ενός τόσο ισχυρού συμβόλου της Δημοκρατίας στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Αυτές οι ανησυχίες ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον να απαντήσει με καθησυχαστικά λόγια σε όσους ανησυχούν, ότι ο πρόεδρος Πούτιν θα κρατήσει το γλυπτό και μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης, ή, ακόμη χειρότερα, θα το στείλει στην Αθήνα αντί για το Λονδίνο. Κανένα, ωστόσο, από αυτά τα σενάρια καταστροφής δεν φαίνεται πιθανό. Αλλά ας είμαστε σαφείς: Το να επιτραπεί στον ποταμό-θεό Ιλισσό να εγκαταλείψει το Βρετανικό Μουσείο ήταν ένα σοβαρό και αδικαιολόγητο λάθος που δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί.
»Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε υψηλού προφίλ έργα τέχνης να δανείζονται σε όλο τον κόσμο, όμως φαίνεται ότι ξεχνάμε πως τα έργα τέχνης είναι εύθραυστα –αυτό το γλυπτό είναι 2.500 ετών–, και ότι όταν μετακινούνται τα εκθέτουμε σε κινδύνους. Ευτυχώς, δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε απώλειες λόγω φυσικών καταστροφών, αλλά υπήρξαν ατυχήματα. Πριν από δέκα χρόνια η Guardian ανέφερε σε διάσκεψη του Λονδίνου τους κινδύνους που ελλοχεύουν κατά τη μετακίνηση έργων τέχνης».
Ο αρθρογράφος επικαλείται διάφορα παραδείγματα καταστροφής έργων τέχνης κατά τη μετακίνησή τους και διερωτάται ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της απόφασης του Βρετανικού Μουσείου, προσθέτοντας: «Ο δανεισμός αποτελεί “μέρος των συνεχιζόμενων ανταλλαγών μεταξύ μουσείων στη Βρετανία και στη Ρωσία”, αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του δελτίου Τύπου. Η ανακοίνωση επικαλείται μια σειρά πρόσφατων δανείων από τη Ρωσία προς τα βρετανικά μουσεία, αλλά και μερικά έργα τέχνης που έχουν προγραμματιστεί να δανειστούν στη Ρωσία στο μέλλον». Μεταξύ άλλων, σημειώνει επίσης: «Αυτό το σημείο της ανακοίνωσης θυμίζει την παροιμία: “Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο”. Υπάρχει άλλος ένας λόγος που ο δανεισμός αυτός ήταν κακή ιδέα. Πολλά μουσεία έχουν “αντικείμενα προορισμού”, αντικείμενα δηλαδή στη συλλογή τους που καθορίζουν το ίδιο το μουσείο και δεν επιτρέπεται η απομάκρυνσή τους. Αν μη τι άλλο σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται τα Γλυπτά του Παρθενώνα, σε σημείο που, για πολλούς επισκέπτες, αυτά αποτελούν το Βρετανικό Μουσείο. Και δεν είναι περίεργο. Τα Γλυπτά αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο επίτευγμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το αποκορύφωμα μιας μακραίωνης επιθυμίας για απεικόνιση του κόσμου όπως φαίνεται και παρουσίαση του διαρκούς ιδανικού της ανθρώπινης ομορφιάς. Η επιρροή τους στους καλλιτέχνες κατά τους αιώνες υπήρξε ανυπολόγιστη. Ναι, αυτός ο ποταμός-θεός δεν είναι παρά ένα από τα πολλά αντικείμενα που έφερε ο Λόρδος Έλγιν. Αλλά ο Ιλισσός αποτελεί μέρος ενός συνόλου γλυπτών που πρέπει να παρουσιάζονται ενωμένα, όπως ήταν στον Παρθενώνα. Πάρτε τον μακριά και θα καταστήσετε το μουσείο “ένα χαμόγελο που του λείπουν δόντια”».
Τέλος, ο αρθρογράφος υπογραμμίζει ότι «χωρίς αμφιβολία, λόγω των αναταραχών που έχει βιώσει η Ρωσία κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της, η επιβίωση του Μουσείου Ερμιτάζ για 250 χρόνια, είναι ένα γεγονός που πρέπει να εορτάζεται. Αλλά όχι θέτοντας σε κίνδυνο ένα από τα θεμελιώδη αριστουργήματα της δυτικής τέχνης ή εξαπατώντας τους επισκέπτες που συρρέουν κατά χιλιάδες για να το δουν κάθε χρόνο».