Οι παραδοσιακές εκτιμήσεις για τη λήξη της Εποχής του Χαλκού στην προϊστορική Ελλάδα και την κατάρρευση του Αιγαιακού πολιτισμού μπορεί να είναι λανθασμένες κατά περίπου έναν αιώνα, υποστηρίζουν Βρετανοί και Γερμανοί ερευνητές. Σύμφωνα με δικές τους εκτιμήσεις, που βασίζονται σε μια νέα σύγχρονη ραδιοχρονολόγηση αρχαιολογικών ευρημάτων στη Βόρεια Ελλάδα, η Εποχή του Χαλκού δεν τελείωσε γύρω στο 1025 π.Χ., αλλά 70 έως 100 χρόνια νωρίτερα, δηλαδή περίπου στο 1100 έως 1125 π.Χ.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Μπέρμιγχαμ και της Οξφόρδης (όπου έγινε η ραδιοχρονολόγηση), καθώς και της Ακαδημίας της Χαϊδελβέργης, με επικεφαλής τον δρα Κεν Γουάρντλ του Τμήματος Κλασικών Σπουδών, Αρχαίας Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πρώτου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «PLoS One», στηρίζουν τη νέα εκτίμησή τους στην ανάλυση περισσότερων από 60 ευρημάτων (οστών ζώων, φυτικών υπολειμμάτων και οικοδομικής ξυλείας), που βρέθηκαν απο ανασκαφές στην Άσσηρο του νομού Θεσσαλονίκης. Η νέα ραδιοχρονολόγηση έχει ακρίβεια περίπου 95%.
Τα ευρήματα στην «τούμπα» της Ασσήρου στον Λαγκαδά, η οποία βρίσκεται περίπου 25 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, καλύπτουν μια περίοδο άνω των 400 ετών, από το μέσον του 14ου αιώνα π.Χ. έως τον 10ο αιώνα π.Χ., και αντιπροσωπεύουν την πιο ολοκληρωμένη διαχρονική παρουσία ευρημάτων από την ύστερη Ελληνική Εποχή του Χαλκού και την αρχή της Εποχής του Σιδήρου. Ο οικισμός, που ανασκάφηκε κυρίως από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών και τον ίδιο τον Γουάρντλ, εκτιμάται ότι κατοικείτο συνεχώς από το 2000 έως το 1000 π.Χ. περίπου. Τα ανασκαφικά ευρήματα φιλοξενούνται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
«Αυτά τα νέα αποτελέσματα μας λένε μια ιστορία που είναι τελείως ανεξάρτητη και μάλλον διαφορετική από τις συμβατικές ιστορικές αναφορές για την ημερομηνία λήξης της Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα», δήλωσε ο Γουάρντλ.
Όπως είπε, «έως πολύ πρόσφατα η χρονολόγηση της ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα βασιζόταν αποκλειστικά σε ιστορικές ημερομηνίες που προέρχονταν από την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, με τη βοήθεια εξαγόμενων ή εισαγόμενων αντικειμένων, όπως μινωικών ή μυκηναϊκών κεραμικών ή αιγυπτιακών σκαραβαίων. Αν όμως αποδεχτούμε τη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα-14 –και δεν έχουμε κάποιο λόγο για να μην τη δεχτούμε– τότε πρέπει να αναθεωρήσουμε μια μακρά σειρά από ημερομηνίες, από το μέσον του 14ου αιώνα π.Χ. έως την αρχή του 11ου αιώνα π.Χ.».
Σύμφωνα με τον Βρετανό αρχαιολόγο, «πρόκειται για μια θεμελιακή επαναξιολόγηση, που δεν είναι σημαντική μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές, μεταξύ άλλων τις έντονα διαφιλονικούμενες χρονολογήσεις που αφορούν τις ιστορικές εξελίξεις από την Ισπανία έως το Ισραήλ».
Οι ερευνητές επεσήμαναν εξάλλου ότι οι νέες ημερομηνίες από την Άσσηρο αντιστοιχίζονται με εκείνες που προκύπτουν από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), η οποία έχει πλέον, μετά από νέες επιστημονικές εκτιμήσεις με βάση τον άνθρακα-14, χρονολογηθεί και αυτή 100 χρόνια νωρίτερα, περίπου στο 1625 π.Χ., αντί του 1525 π.Χ. (κάτι όμως για το οποίο δεν υπάρχει επιστημονική ομοφωνία).
Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία πατήστε εδώ.