Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι εργασίες του 2ου Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου, με τίτλο «Γλυπτική και κοινωνία στη ρωμαϊκή Ελλάδα: καλλιτεχνικά προϊόντα, κοινωνικές προβολές», που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο.
Στο συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν τριάντα Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι, συζητήθηκαν μεταξύ άλλων νέες τεχνικές, προτάσεις και ιδέες για τη μελέτη των ελληνικών μνημείων γλυπτικής και των καλλιτεχνικών προϊόντων τα οποία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις κοινωνίες της ρωμαϊκής περιόδου της Ελλάδας.
Οι ανακοινώσεις του συνεδρίου, το οποίο μεταξύ άλλων παρακολούθησαν και προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές της επιστήμης της Αρχαιολογίας, κάλυψαν έναν μεγάλο αριθμό περιοχών της σημερινής ελληνικής επικράτειας, που αντιπροσωπεύουν σημαντικά κέντρα των ρωμαϊκών επαρχιών του ελλαδικού χώρου, όπως Αττική, Πελοπόννησος, Ήπειρος, Θεσσαλία, Ορεστιάδα, Μακεδονία, Θάσος και Λέσβος. Οι εργασίες του συνεδρίου αφορούσαν την ύστερη ελληνιστική εποχή ενώ ανιχνεύτηκαν και οι παραγωγές τοπικών εργαστηρίων σε πολλές ελληνικές περιοχές. Είναι σημαντικό ότι στις εργασίες του συνεδρίου διαπιστώθηκαν μιμήσεις αττικών έργων εκτός του ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα η σαρκοφάγος του Λιβάνου. Ή ακόμα και αττικά έργα που εξήχθησαν από την Ελλάδα.
Συζητήθηκαν ακόμη έργα-ημίεργα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στα ιερά ή τα νεκροταφεία. Αναζητήθηκαν από τους αρχαιολόγους σύνεδρους τα πρότυπα γλυπτών έργων, όπως πορτρέτων και ταφικών ανάγλυφων. Συχνά ετέθη το ερώτημα των επιδράσεων από τη Ρώμη ή από άλλες περιοχές αλλά και της διατήρησης των τοπικών μορφών και καλλιτεχνικών παραδόσεων. Μάλιστα σε αρκετές ανακοινώσεις το θέμα της ταφικής προτομής που συνδέεται με το ερώτημα αυτό ήταν κεντρικό και ετέθη η καταγωγή του τύπου.
Σχετικά με το πορτρέτο, ως καλλιτεχνικό θέμα της περιόδου, όπως ανέφερε η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου, θέτει ειδικά ζητήματα σε ό,τι αφορά τα πρότυπά του και μάλιστα ο 2ος αι. μ.Χ. παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με το ζήτημα-ερώτημα των ρωμαϊκών επιδράσεων, ενώ το ίδιο συμβαίνει και για τους εικονιστικούς ανδριάντες των διαφόρων τύπων.
Οι αρχαιολόγοι ασχολήθηκαν επίσης με έργα της γλυπτικής, ολόγλυφα και ανάγλυφα, τα οποία συνδέθηκαν με συγκεκριμένους τύπους αρχιτεκτονημάτων όπως τα νυμφαία, τα θέατρα, τις βασιλικές, και τους δωρητές των συγκεκριμένων έργων. Τα έργα αυτά οι σύνεδροι τα συνέδεσαν και με τον κοινωνικό χώρο της πόλης όπου εμφανίστηκαν, δηλαδή τον ιερό χώρο, τον δημόσιο πολιτικό χώρο, τις ιδιωτικές κατοικίες και το νεκροταφείο. Εξετάστηκε επίσης η λειτουργία τους ως λατρευτικών, αναθηματικών, τιμητικών, και ταφικών μνημείων που κατά περίπτωση, όπως δήλωσε η καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Παυλίνα Καραναστάση: «…μεταδίδουν και ειδικά μηνύματα». Σε αυτό μάλιστα το πλαίσιο, βρήκε χώρο και η συζήτηση για το αυτοκρατορικό άγαλμα και την εξάπλωσή του στις ελλαδικές επαρχίες.
Οι ανακοινώσεις του 2ου Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου έρχονται να προστεθούν σε εκείνες του συνεδρίου του 2009 στη Θεσσαλονίκη και να συμπληρώσουν την εικόνα που έχει αρχίσει να διαγράφεται για τη γλυπτική και το ρόλο της στις διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Όπως δήλωσε όμως στο ΑΜΠΕ η καθηγήτρια Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, «υπάρχουν σημαντικά κενά στις μελέτες δεδομένου ότι λείπουν ακόμη μνημεία και πληροφορίες από σημαντικές πόλεις της Αχαΐας και της Μακεδονίας, όπως την Πάτρα και τους Φιλίππους, αλλά και από άλλες… Από την άλλη όμως γίνεται σαφές πλέον ότι αναδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των μεγάλων αστικών κέντρων που κάθε άλλο παρά από ομοιομορφία χαρακτηρίζονται. Και αυτό αφορά τόσο τα είδη και τους εικονογραφικούς τύπους των μνημείων, όσο και τους τρόπους αυτοπροβολής και τα μέσα ανάδειξης των ταυτοτήτων της κοινωνίας ΕΛΙΤ».
Σύμφωνα με τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, ένας από τους σημαντικότερους στόχους των συνεδρίων αυτών είναι να προσελκυστούν οι νέοι ερευνητές ώστε να ασχοληθούν με τον τόσο ενδιαφέροντα αυτόν τομέα της ελληνικής τέχνης στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας.