«Εάν ζούσε ο Ζογγολόπουλος θα χαμογελούσε με τον δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο. Τι καλύτερο να περίμενε πέρα από την τόσο μεγάλη αγάπη του κόσμου για τις Ομπρέλες; Ήθελε το έργο του να είναι μέσα στην καθημερινότητα των πολιτών…» Με αυτά τα λόγια, ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος «Γεώργιος Ζογγολόπουλος» Άγγελος Μωρέτης περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς θα ένιωθε ο περίφημος γλύπτης, για το γεγονός ότι το έργο που σμίλεψε με τόση τέχνη κι αγάπη έχει αναδειχθεί, τον τελευταίο καιρό, σε ένα από τα πλέον φωτογραφημένα της Θεσσαλονίκης.
Πράγματι, μετά την ανάπλαση της Νέας Παραλίας, οι «Ομπρέλες» του Γιώργου Ζογγολόπουλου κατάφεραν να διεισδύσουν δυναμικά στις καρδιές των κατοίκων και των επισκεπτών, που περιμένουν καρτερικά τη σειρά τους προκειμένου να φωτογραφηθούν στο σημείο και να «ανεβάσουν» τη φωτογραφία σε κάποιους από τους δημοφιλείς ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης.
«Ξεπερνάει κάθε προσδοκία η αγάπη του κόσμου, μετά την τοποθέτηση στο νέο σημείο της παραλίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το γλυπτό δίνει τη δυνατότητα να κινηθείς μέσα του, να περάσεις ανάμεσα και να το ακουμπήσεις. Δεν είναι ένας ανδριάντας ή ένα άγαλμα που σε κοιτάει αφ’ υψηλού. Ο Ζογγολόπουλος πάντα ήθελε τα έργα του να είναι ελεύθερα, να ζουν, να υπάρχουν στην καθημερινότητα των ανθρώπων», επισημαίνει ο κ. Μωρέτης.
Το γλυπτό τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο ύψος του ξενοδοχείου «Μακεδονία Παλλάς» το 1997, χρονιά κατά την οποία η πόλη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, όμως εδώ και λίγους μήνες μεταφέρθηκε κοντά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε απόσταση «αναπνοής» από τον Λευκό Πύργο.
Κατάφερε σ’ αυτή την τριάδα των μνημείων να κερδίσει τους δικούς του θαυμαστές και να γίνει σημείο συνάντησης όλες τις ώρες της ημέρας – είναι ο τόπος όπου ερωτευμένα ζευγαράκια, γονείς με τα παιδιά τους, ποδηλάτες, τουρίστες κάθονται στο ξύλινο δάπεδο, παίζουν με τα χαμηλά σιντριβάνια νερού και φωτογραφίζονται, κρατώντας μια από τις μεταλλικές ομπρέλες του γλυπτού.
«Η ομπρέλα σαν αντικείμενο προστατευτικό είναι οικείο σε όλο τον κόσμο. Όλοι βρίσκουμε προστασία και θαλπωρή κάτω από τον ανάλαφρο θόλο της, καταιγίδες, άγριος ήλιος, τρυφερές συναντήσεις… Θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε σαν αντικείμενο κοινό στη χρήση του και φανταστικό στην τέχνη», είχε δηλώσει ο ίδιος ο Ζογγολόπουλος.
Ακόμη και οι οδηγοί που κινούνται με τα αυτοκίνητα τους στην παραλιακή λεωφόρο της Θεσσαλονίκης συχνά χαμηλώνουν ταχύτητα για να θαυμάσουν το έργο. Για κάποιους φαντάζει σαν μια ιεροτελεστία – σταματούν ό,τι κι αν κάνουν, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, και αφήνουν το μάτι τους να «ταξιδέψει» στο σημείο εκείνο που οι «Ομπρέλες» ενώνονται αρμονικά με τη θάλασσα.
«Η επιλογή του νέου σημείου είναι ιδανική, καθώς το γλυπτό φαίνεται πλέον από παντού. Είναι δίπλα το στοιχείο του νερού, το οποίο ο Ζογγολόπουλος το έβαζε πάντα σε όσα έργα μπορούσε. Ήθελε να υπάρχει η αίσθηση της κίνησης και της αλλαγής. Οι Ομπρέλες μπορούν να αποτελέσουν ένα σύμβολο του μέλλοντος, ένα έμβλημα για την πόλη», καταλήγει ο κ. Μωρέτης.
Το γλυπτό εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε Βενετίας το 1995, όπου ήταν τοποθετημένο σε πλωτή εξέδρα. Το ίδιο έτος συμπληρώνονταν τα 100 χρόνια λειτουργίας του θεσμού και το γλυπτό έλαβε μεγάλη δημοσιότητα παγκοσμίως.
Η διαφοροποίηση με την πρώτη παρουσίαση στην Μπιενάλε ήταν ότι, λόγω του δυνατού αέρα που πνέει αρκετές φορές στην περιοχή της παραλίας, ο καλλιτέχνης πρόσθεσε ορισμένες μεταλλικές γραμμές, που μοιάζουν με βροχή, αλλά εξυπηρετούν και στη στήριξη του έργου.
Χαρακτηριστικό είναι πως εκδοτικός οίκος της Κίνας προχώρησε στην έκδοση βιβλίου τέχνης απ’ όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας νέες δημιουργίες. Η μόνη ελληνική συμμετοχή-αναφορά ήταν ο Ζογγολόπουλος, ο οποίος ήταν και ο μόνος καλλιτέχνης μεγάλος σε ηλικία, που δεν είναι πλέον εν ζωή.
«Εδώ στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ καλύτερα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Φταίει ο μεγάλος ορίζοντας, οι προοπτικές, αυτό το αυστηρό πλακόστρωτο της παραλίας;» είχε αναρωτηθεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης, μετά την τοποθέτηση του γλυπτού στην πόλη.