Χαρακτήρ είναι ο τίτλος του τιμητικού τόμου-αφιερώματος που προσφέρθηκε το 1977 στην επίτιμη Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου, Μάντω Οικονομίδου. Ο αμφίσημος τίτλος, που παραπέμπει βέβαια στη νομισματική, δηλώνει παράλληλα και τη σπανιότητα που αναγνωρίζουν στο χαρακτήρα της Μάντως Οικονομίδου οι πολλοί μαθητές, φίλοι και συνάδελφοι που της αφιερώνουν τα άρθρα τους (έκδοση ΤΑΠΑ).
Έχοντας σπουδάσει Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, η Μάντω Οικονομίδου εξειδικεύτηκε με υποτροφία στην American Numismatic Society στη Νέα Υόρκη. Μελέτησε επίσης Νομισματική στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, στο Heberden Coin Room στο Ashmolean Museum στην Οξφόρδη, στο British Museum στο Λονδίνο και στο Deutshes Archäologisches Institut στο Βερολίνο.
Το κατώφλι του Νομισματικού διάβηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1953 και επί έξι χρόνια δούλεψε εκεί εθελοντικά. Το 1959 τοποθετήθηκε Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στη Νομισματική Συλλογή, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε το 1964. Μετά από τριακονταετή διευθυντική θητεία αποχώρησε τον Ιούνιο του 1994, έχοντας περάσει πάνω από 40 χρόνια στην οδό Τοσίτσα. Κι όμως, το 2009, κατάφερε να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι που επιγράφεται Τοσίτσα 1. «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνεργασία, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγάπη», μας είπε.
Εκθέσεις, συνέδρια, αναρίθμητες τιμητικές διακρίσεις διεθνώς. Πνεύμα οργανωτικό και ανοικτό σε κάθε νεωτερισμό, στελέχωσε το Νομισματικό με νέους επιστήμονες και οδήγησε πολλούς άλλους σε δημοσιεύσεις και διδακτορικές διατριβές προτείνοντας υλικό από το τεράστιο απόθεμα του Μουσείου. Πεδία δράσης πολλαπλά: ταξινομήθηκε το αρχείο του 19ου αιώνα με την ιστορία του Μουσείου, ξεκίνησαν οι ηλεκτρονικές καταγραφές, τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ως προς την ανάλυση νομισμάτων, τέθηκαν οι βάσεις για τη συνεργασία του Μουσείου με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και το Πολυτεχνείο Κρήτης. Πολύτιμο για τους ερευνητές αποδείχθηκε το Αρχείο Νομισματικής Κυκλοφορίας (ΑΝΚ), που τηρείται στο Μουσείο και αποτελείται τόσο από ανασκαφικά νομίσματα όσο και από καταγραφές ιδιωτικών συλλογών και κατασχέσεων.
Η Μάντω Οικονομίδου μας μίλησε για τις δράσεις της εκείνες που θεωρεί τις πιο σημαντικές.
Αγγελική Ροβάτσου: Κυρία Οικονομίδου, Μάντω, όπως μου ζητήσατε να σας απευθύνομαι, έχω ακούσει ότι από το έτος σας στο Πανεπιστήμιο «βγήκαν» κι άλλες σημαντικές προσωπικότητες.
Μάντω Οικονομίδου: Το Πανεπιστήμιο το τελείωσα μαζί με τη Μάρω την Κύρκου, που τη χάσαμε πέρυσι, την Ελένη την Αρβελέρ, που ακόμα ζούμε εκείνη κι εγώ, τη Λένα μας τη Σαββίδη, που κι αυτή δόξα τω θεώ είναι καλά. Τελειώσαμε μαζί. Αφήσαμε τελευταίο μάθημα τον Θεοδωρακόπουλο, γιατί ήταν ο καλύτερος καθηγητής μας, μαζί με τον Ζακυθηνό, τον Δάσκαλο, όπως τον λέγαμε. Εγώ μετά ενώθηκα πολύ με την Άννα μου, την Αβραμέα, και τη Χρύσα, τη Μαλτέζου, που είναι ακαδημαϊκός τώρα. Ενωθήκαμε πολύ και ήμασταν κοντά στον Δάσκαλο.
Α.Ρ.: Έχετε μήπως κάποιο ανέκδοτο να διηγηθείτε από τη φοιτητική σας ζωή;
Μ.Ο.: Είχαμε απίθανους καθηγητές τότε. Λοιπόν αυτό μπορώ να σας το διηγηθώ γιατί αρχίζουμε πολύ φιλικά τη συνέντευξη. Το τεστ τρόμου του Σακελλαρίου πρέπει να σας το πω. Κάθε Παρασκευή ο [Γεώργιος] Σακελλαρίου κατέβαινε από την έδρα και την παραχωρούσε στους φοιτητές επί 5 λεπτά, για να λένε ό,τι θέλουν. Δεν καταλάβαινε ο άνθρωπος αυτός ότι κατέβαινε όλο το αμφιθέατρο της Νομικής, όλοι οι φοιτητές, και έλεγαν για τα δύο φύλα, πώς ενώνονται. Τι να λέμε; Τέτοια πράγματα. Και έλεγε από κάτω: «Κύριοι, ασχημονείτε, ασχημονείτε!» Αλλά δεν μπορούσε να τους κατεβάσει. Λοιπόν, μια φορά εγώ διάβαζα το Les nourritures terrestres του André Gide. Μου λέει ένας από πίσω, συμφοιτητής μου: «Μάντω, ανεβαίνεις στη συνείδησή μου». Και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας αντάρτης ντυμένος φυσεκλίκια, πιστόλες, γίνεται ένας πανικός φοβερός. Εμείς οι δύο σκύψαμε και μπήκαμε από κάτω από τα έδρανα, με το βιβλίο του ο καθένας μας στο χέρι. Οι άλλοι να πηδάνε από πάνω μας, σπάσανε χέρια, σπάσανε πόδια, τι να σας πω. Και ο Σακελλαρίου να λέει: «Πέτυχε! Πέτυχε! Τώρα ησυχάστε, δεν είναι τίποτα». Πού να ησυχάσεις άμα μπει πανικός; Άμα μπει πανικός, ησυχάζει κανείς;
Α.Ρ.: Ο ίδιος ο Σακελλαρίου το είχε σκηνοθετήσει, δηλαδή;
Μ.Ο.: Είχε ντύσει τον άκακο, τον άκακο κλητήρα του Βορέα, τον είχε ντύσει αντάρτη! «Βρε κύριε Γιώργο, τι είναι αυτό που έκανες;» «Μου είπε ότι το ’κανα για το καλό σας». «Ποιο καλό μας, βρε κύριε Γιώργο; Εδώ πέρα πήγανε στο νοσοκομείο». Να κλαίει ο κυρ-Γιώργης: «Μου είπε ότι είναι για το καλό σας». Τέτοια πράγματα ζούσαμε. Και την επομένη τα «Αθηναϊκά Νέα» γράφανε – γιατί υπήρχε μια αντιπαλότητα, ας πούμε, με τη Θεσσαλονίκη: «Τεστ τρόμου του καθηγητού Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών πετυχαίνει και το ασθενοφόρο πήγαινε κι ερχότανε».
Α.Ρ.: Όταν ήσασταν εσείς φοιτήτρια, υπήρχε γυναικοκρατία στη Φιλοσοφική;
Μ.Ο.: Όχι «γυναικοκρατία» μεν, αλλά οι γυναίκες ήμασταν περισσότερες. Θα το έλεγα έτσι εγώ, ότι ήμασταν περισσότερες. Στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό υπερίσχυαν οι κοπέλες, είχαμε μόνο δύο ή τρεις άντρες. Στο Φιλολογικό, προσέξτε, ήταν περισσότεροι γιατί μετά ήταν εύκολο να διοριστούν καθηγητές σε σχολεία.
Α.Ρ.: Εσάς τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη Νομισματική;
Μ.Ο.: Αυτό είναι πράγματι κάτι που δεν είχα προβλέψει ούτε η ίδια. Θυμάμαι τον Οικονόμου, που ήταν ο καθηγητής μας της Αρχαιολογίας, γιατί, κοιτάξτε, τα παλιά χρόνια, ώς το δεύτερο έτος, ήμασταν όλοι μαζί, φιλόλογοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί. Και μετά το δεύτερο έτος χωριζόμασταν. Λοιπόν μας έλεγε ο Γεώργιος Οικονόμου, ο οποίος ασχολείτο περισσότερο με τα αγγεία, «Βρε, ας ασχοληθεί μία με νομίσματα και θα γίνει διάσημη». Εμείς τι να πούμε, δεν λέγαμε τίποτα.
Εγώ, τελείως συμπτωματικά, έχασα τη μητέρα μου που τη λάτρευα. Και παρ’ όλο που είχα παντρευτεί πολύ νέα, δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτό που ένιωσα. Ήταν σαν ένας κεραυνός να έπεσε. Ο Μάνθος ο Μεταλληνός, γιατρός Κερκυραίος, μεγάλος διανοητής, φιλελεύθερος, τον είχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί του για τους πρόσφυγες τότε, ήξερε πολύ τον Χριστοδουλόπουλο, του οποίου η γυναίκα, η Ειρήνη Χριστοδουλοπούλου-Βαρούχα, ήταν χρόνια στο Μουσείο και ήταν αυτή που είχε κρύψει τα νομίσματα στον πόλεμο. Και πήγε και της είπε: «Έχω την ανιψιά μου που έπαθε αυτή τη συμφορά. Δεν έχει οικονομική ανάγκη αυτή τη στιγμή αλλά είναι ένα ερείπιο. Μπορεί να έρθει να σου δουλέψει εθελοντικά;» Και εκείνη είπε ναι. Και εργάσθηκα εθελοντικά στο Νομισματικό από το ’53 έως το ’59, οπότε ο Ιωάννης Παπαδημητρίου, ο μεγάλος αρχαιολόγος που χάθηκε πολύ νέος, που αναμόρφωσε την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προκήρυξε διαγωνισμό επιμελητών αρχαιοτήτων στον οποίο ελάμβαναν μέρος και γυναίκες. Ήταν ο δεύτερος διαγωνισμός με γυναίκες. Ο πρώτος ήταν το ’55. Και ξέρετε γιατί δεν επιτρεπόταν παλιά στις γυναίκες; Διότι προπολεμικά ένας βοσκός είχε επιτεθεί στην Κωνσταντίνου, την έφορο αρχαιοτήτων! Και ο Μαρινάτος και ο Ορλάνδος είπανε: «Στοπ οι γυναίκες!» Αλλά όταν μεταπολεμικά η Λίνα Τσαλδάρη έγινε υπουργός, δεν μπορούσε η γυναίκα να μένει εκτός αρχαιολογικού κλάδου.
Με τον πρώτο διαγωνισμό που έγινε το ’55, μπήκε και η Βαρβάρα μας η Φιλιππάκη, η μεγάλη αυτή αρχαιολόγος που ήταν δίπλα στον Beazley και μελετούσε τα αγγεία. Η Βαρβάρα μας ήτανε σύμβολο για πολλούς από μας. Προσωπική μου φίλη. Ήτανε, πώς να σας πω, μια μεγάλη θεία μου, μ’ αγαπούσε σαν παιδί της. Έχω γράψει στο βιβλιαράκι μου [Τοσίτσα 1] τι ήταν η Βαρβάρα. Εξαίρετη. Και έγινε, λοιπόν, ο διαγωνισμός και το ’59 και μετείχαμε ο Βασίλης ο Πετράκος, τώρα είναι ακαδημαϊκός και είναι και Γραμματεύς της Αρχαιολογικής Εταιρείας, η Όλγα η Αλεξανδρή, που δούλεψε πολύ στο Άργος, 3η ήρθε η Μάντω Οικονομίδου, 4η ήρθε η Σιγανίδου από τη Θεσσαλονίκη, που δούλευε με τον Μακαρόνα στην Πέλλα και που τη χάσαμε πρόωρα, και η Αικατερίνη η Ρωμιοπούλου που δόξα τω θεώ είναι καλά. Αυτοί οι πέντε δώσαμε το ’59, αρχές Μαρτίου. Αυτοί πετύχαμε. Βέβαια, ένας ήταν ο άντρας, τέσσερις οι γυναίκες. Πάντα υπερίσχυαν οι γυναίκες στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τώρα δεν μπορώ να ξέρω, βέβαια.
Α.Ρ.: Συγγνώμη που σας διακόπτω αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι. Όταν εσείς γίνατε διευθύντρια της Νομισματικής Συλλογής…
Μ.Ο.: Το ’63 μου έδωσε τη διεύθυνση ο Καρούζος, διότι το Νομισματικό υπαγόταν στο Εθνικό, και θα έρθω σε λίγο σ’ αυτό γιατί δύο πράγματα θεωρώ πολύ σπουδαία κι αυτά τα δύο θα σας τα εξηγήσω.
Α.Ρ.: Ναι, αλλά να σας ρωτήσω μισό λεπτάκι: Όταν εσείς γίνατε διευθύντρια…
Μ.Ο.: Ο Καρούζος, επιμένω, ο Χρήστος Καρούζος μου έδωσε τη διεύθυνση.
Α.Ρ.: Ωραία, σύμφωνοι. Πόσες γυναίκες αρχαιολόγοι κατείχαν διευθυντική θέση;
Μ.Ο.: Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να σας πω, μπορεί να ‘τανε μισά-μισά. Όχι, ήταν άντρες αρκετοί, είχε περισσότερους άντρες.
Α.Ρ.: Αυτή την εντύπωση έχω κι εγώ. Το μυστήριο είναι ότι ενώ τα αγόρια στη Σχολή είναι ελάχιστα σε σχέση με τα κορίτσια, στις διευθυντικές θέσεις υπερτερούσαν –και δεν ξέρω αν πρέπει να χρησιμοποιήσω παρελθόντα χρόνο– οι άντρες αρχαιολόγοι. Εσείς πρέπει να ήσασταν από τις πρώτες…
Μ.Ο.: Να λέμε ότι «μου ανέθεσε ο Καρούζος τη διεύθυνση του Μουσείου». Δεν έπεται ότι έγινα και διευθύντρια. Εννοώ, δηλαδή, στην κλιμάκωση…
Α.Ρ.: Α όχι, δεν σκέφτομαι την κλιμάκωση. Ήταν όμως, εκτός από ευθύνη, και αναγνώριση και τιμή.
Μ.Ο.: Δεν υπήρχανε για νομίσματα πολλοί άνθρωποι, γι’ αυτό.
Α.Ρ.: Καλά, εγκαταλείπω.
Μ.Ο.: Ήθελα να πω εδώ, επειδή μου κάνατε αυτή την παρέμβαση, ότι ο πνευματικός μου πατέρας, εκτός από τον μεγάλο σεβασμό και αγάπη που είχα στον Χρήστο Καρούζο, ήτανε ο Γιάννης Μηλιάδης, ο διευθυντής της Ακροπόλεως. Εκείνος με στήριξε.
Εγώ εκείνα τα χρόνια δούλευα περισσότερο στον Βόλο, όπου με ζήτησε ο Έφορος αρχαιοτήτων Δημήτρης Θεοχάρης για τα νομίσματα του Μουσείου του Βόλου. Κι εκεί εγώ δούλεψα με όλη μου την καρδιά.
Το μικρό βιβλίο που έγραψα με τίτλο Τοσίτσα 1 και αναφέρεται σε όλη την εποχή του Μουσείου στην οδό Τοσίτσα 1, της συστέγασής του με το Αρχαιολογικό, είχε μεγάλη απήχηση. Η Χαρά Τζαβέλλα-Evzen, που δημοσίευσε τη Χαιρώνεια και τις Λιθαρές, πάλι στη Βοιωτία, μου λέει: «Κι άλλος με σκλήθρες». Και ξέρετε τι είναι αυτό; Όσοι ήτανε καταπονημένοι. Εγώ στην Αθήνα ως γραφείο είχα μια σανίδα, όταν λέμε το εννοούμε, στερεωμένη σε δύο κασόνια που δεν είχανε λειανθεί, ήτανε με σκλήθρες, καταλάβατε; Έρχεται λοιπόν ο Κοντόπουλος, ο μεγάλος ζωγράφος που ήτανε και στο Εθνικό, και λέει: «Καλημέρα σας. Είστε η καινούργια επιμελήτρια;» Σηκώνομαι εγώ: «Μάλιστα. Μάντω Οικονομίδου». Λέει: «Αυτό είναι το γραφείο σας;» Λέω: «Μάλιστα, κύριε». Κατεβαίνει κάτω στον Καρούζο. «Κύριε διευθυντά, έχετε ιδέα πώς έχει τακτοποιηθεί η καινούργια επιμελήτρια;»
Στον Βόλο λοιπόν δούλεψα με όλη μου την ψυχή γιατί είχα πολύ υλικό και πολύ ωραίο ανθρώπινο περιβάλλον. Και δούλευα κι ερχόταν ο Τάκης ο Θεοχάρης και μου ’κλεινε το φως. Μου ’λεγε: «Όχι άλλο». Μπορώ να πω ότι ένα μέρος της ψυχής μου έχει μείνει στον Βόλο. Στην Κρήνη, στην αυλή του Μουσείου, που όμως δεν υπάρχει πια. Διότι κάνανε ανακατάταξη, γκρεμίσανε, αλλά εμένα η ψυχή μου έχει μείνει εκεί στην Κρήνη, η οποία για μένα υπάρχει. Καταλάβατε τι σύνδεσμο! Μεγάλο σύνδεσμο με το ζεύγος Θεοχάρη. Και τώρα με τη Μαρία μας, γιατί ο Τάκης χάθηκε πρόωρα. Χάθηκε μαζί με τον άντρα μου, χαθήκανε πολύ νέοι.
Α.Ρ.: Στον Βόλο πόσο μείνατε;
Μ.Ο.: Δεν εγκαταστάθηκα, πηγαινοερχόμουνα έως ότου ανέλαβα το Μουσείο, το ’63. Εκεί πήγαινα αραιά μετά. Ξέρετε πότε πήγαινα μετά που ανέλαβα; Πήγαινα τις γιορτές που ήτανε σχόλη, που οι μέρες δεν ήταν εργάσιμες. Εγώ πήγαινα και μου ’λεγε ο άντρας μου, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ στη δουλειά μου, γιατί όλα αυτά τα πηγαινέλα τα ανεχότανε, και μου ’λεγε: «Σύρε, σύρε στο καλό». Μια φορά θυμάμαι είχε μια χιονοθύελλα. Μου λέει: «Άντε, σύρε στο καλό, Μάντω, γιατί εσύ δεν θα ησυχάσεις εδώ μέσα παρ’ όλη τη χιονοθύελλα». Και θυμάμαι που ήμασταν μόνο δυο στο βαγόνι, εγώ και ο Πλωρίτης, και έβλεπα το λίγο φαλακρό κεφάλι του στη διαδρομή. Και μετά μπήκα στο Θηρίο, στο Θηρίο του Βόλου. Κι όταν άκουσε ο Θεοχάρης να χτυπάω την πόρτα, είπε στη γυναίκα του: «Το Θηρίο έφτασε!»
Καταλάβατε το σύνδεσμό μου. Αλλά δεν έχω παράπονο, δεν το ξεχάσανε. Και τώρα τελευταία, πάνε κάποια χρόνια, πήγαμε για να μιλήσει ο καταπληκτικός, ο Κώστας μας ο Μπουραζέλης, για να παρουσιάσει τον Οβολό, τον τόμο των Πρακτικών του Νομισματικού Συνεδρίου για τα νομίσματα της Θεσσαλίας, έκδοση των «Φίλων του Νομισματικού Μουσείου». Πήγαμε και μου ’χανε κρυφά ετοιμάσει γιορτούλα, τα θυμήθηκαν όλα. Ξεστρατίσαμε λίγο αλλά είναι πολλές οι αναμνήσεις και ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, γιατί μου ήρθανε όλα στο νου.
Α.Ρ.: Να σας ρωτήσω κάτι διαφορετικό. Πρόσφατα, σε μια έκθεση που έστησε η Ιωάννα Παπαντωνίου, τις «Νύφες», θαυμάσαμε τα «Κύματα», το υπέροχο νυφικό του Τσούχλου που φορέσατε στο γάμο σας.
Μ.Ο.: Με έχει φωτογραφίσει η Nelly’s [Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη].
Α.Ρ.: Το πατρικό σας ήταν Καραμεσίνη.
Μ.Ο.: Οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Με τον Λόντο είχαμε κοινό πρόγονο. Ήμαστε δεύτερα ξαδέλφια. Αλλά η εκκλησία το επιτρέπει διότι μου είχε πει η μητέρα ότι αν ήθελα ειδική άδεια δεν θα παντρευόμουνα τον Λόντο. Ε, ήταν μια μεγάλη αγάπη… Κοιτάξτε, το Μπενάκη έχει τώρα όλο το αρχείο της Nelly’s αλλά το νυφικό μου το χάρισα στην Παπαντωνίου και νομίζω ότι έκανα καλά. Εχάρισα στο Μπενάκη του Λόντου μου τη συλλογή των γυαλιών…
Α.Ρ.: Ναι. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο κατάλογος της συλλογής, Από υαλί χρωματιστό.
Μ.Ο.: Ο οποίος είναι πάρα πολύ ωραίος. Βγήκε με χορηγίες.
Α.Ρ.: Γράφουν η Ιωάννα Πετροπούλου για τον συλλέκτη Λόντο Οικονομίδη, ο Φώτης Μπενλισόι και η Μίνα Μωραΐτου για την οθωμανική υαλουργία και τα εργαστήρια Μπεϊκόζ, εσείς και ο Άγγελος Δεληβορριάς γράψατε τα Προλεγόμενα.
Μ.Ο.: Τον ευχαριστώ τον Άγγελο, είμαστε πολύ φίλοι, και κατάλαβε τον χαμηλό μου τόνο και γράφει: «Η Μάντω παρακολουθούσε τότε από κάποια απόσταση τα οικογενειακά δρώμενα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας»! Ακούστε: «Σκυμμένη καθημερινά σε χιλιάδες καθαρισμένα και ακαθάριστα νομίσματα και σε ογκώδεις τόμους σχετικών συγγραμμάτων».
Λοιπόν, να ξανάβρω λιγάκι το ρυθμό μου. Ας επανέλθουμε στο Μουσείο. Όταν ανέλαβα, η πρώτη μου μέριμνα ήταν η εσωτερική τακτοποίηση του μουσείου. Επειδή είχα ζήσει ως εθελόντρια ήξερα τα προβλήματα, τα ήξερα. Λοιπόν, έπρεπε οι θησαυροί, οι αρχαίοι ελληνικοί, να συγκροτηθούν. Εν τω μεταξύ είχα πάει στο Συνέδριο της Κοπεγχάγης και είχε αποφασιστεί να βγει αυτό το μεγάλο Ευρετήριο των αρχαίων ελληνικών θησαυρών [Margaret Thompson, Otto Mørkholm, Colin M. Kraay (επιμ.), An Inventory of Greek Coin Hoards, The American Numismatic Society, Νέα Υόρκη 1973]. Τι λέμε θησαυρό; Όταν βρίσκουμε νομίσματα συγκεντρωμένα. Ήταν εκεί η Laura Breglia από την Ιταλία κι εγώ, και στενοχωρηθήκαμε γιατί ξέραμε τις συνθήκες της πατρίδας μας. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα σας κουράσω, μπόρεσα τελικά να τους κατατάξω διότι υπήρχαν οι εξής δυσκολίες: ο Ιωάννης Σβορώνος τους θησαυρούς τους κατέτασσε κατά νομισματοκοπεία. Ένας θησαυρός μπορούσε να έχει δέκα πόλεις μέσα, άρα δέκα νομισματοκοπεία, άρα σε δέκα διαφορετικές νομισματοθήκες.
Α.Ρ.: Α, τον διέλυε.
Μ.Ο.: Βεβαίως. Και ας ήταν από τον ίδιο θησαυρό. Η Βαρούχα δεν τους έσπαγε τους θησαυρούς, τους άφηνε ατόφιους αλλά σε μια νομισματοθήκη μπορούσες να βρεις θησαυρό του 1960 και του 1800 μέσα. Ατόφιους, όμως. Καταλάβατε πόσο δύσκολο ήτανε το πήγαιν’ έλα αυτό; Διότι με τον μεν Σβορώνο έπρεπε να τρέχω δεν ξέρω πόσες φορές, ανάλογα με τα νομισματοκοπεία, αλλά και με τη Βαρούχα ανάλογα με τις χρονιές. Εν πάση περιπτώσει, θυμάμαι όλοι οι ξένοι εκείνη την εποχή είχαν εντυπωσιαστεί, ο καημένος ο Tony Hackens που τώρα δεν υπάρχει πια, ο Olivier Picard που δόξα τω θεώ είναι καλά και είχε έρθει να με δει πρόσφατα, τα θυμηθήκαμε αυτά. «Πώς τρέχατε, Μάντω, τότε!» μου έλεγε. Εν τέλει κατάφερα και έστειλα όλα τα δελτία στο Inventory, και το Μουσείο φαίνεται εκεί πως είναι πάμπλουτο! Κι έχει περισσότερους κι απ’ το Βρετανικό, μπορώ να πω, αρχαίους θησαυρούς. Αρχαίους, όχι άλλους. Μην τα μπερδέψουμε. Όχι ρωμαϊκούς, όχι βυζαντινούς, έτσι; Για αρχαίους ελληνικούς μιλάμε. Αυτό ήταν βέβαια μεγάλη προβολή του Μουσείου μας. Εγώ δεν το ’κανα για προβολή, δεν ήξερα. Μετά έλαβα γράμμα με συγχαρητήρια από τον Colin Kraay, τον Otto Mørkholm κ.ά. Εγώ το έκανα για την τακτοποίηση των θησαυρών.
Το πρώτο που με απασχόλησε ήταν η εσωτερική τακτοποίηση του Μουσείου. Και το δεύτερο ήταν ότι ένα Μουσείο τόσο σημαντικό διεθνώς όσο το Νομισματικό, βρισκόταν εγκλωβισμένο μέσα σε ένα άλλο τεράστιο μουσείο, διεθνώς αναγνωρισμένο κι αυτό, έτσι δεν είναι; Μεγάλα προβλήματα. Όταν έγραφα στο Υπουργείο για το κτηριακό μού λέγανε: «Είστε τμήμα του Εθνικού, κτηριακά είστε ένα». Έγραφα στη διεύθυνση του Εθνικού και μου απαντούσε: «Είστε μια ξένη υπηρεσία, είστε αυθύπαρκτοι». Με καταλάβατε; Παρ’ όλο που είχα καλή συνεργασία και φιλία με τους συναδέλφους αναγκαστικά ερχόμασταν σε αντιδικία. Τότε λοιπόν κτιζόταν αυτό το μεγάλο μαρμάρινο κτήριο για τον Άρειο Πάγο και μαθαίνω ότι φεύγει ο Άρειος Πάγος από το Ιλίου Μέλαθρον. Ευτυχισμένη στιγμή διότι και στο Αρχείο του Νομισματικού βρίσκω έγγραφα τα οποία ευεργετούσαν αυτή την άποψη. Γιατί είχανε πει παλιά στον Οικονόμου, που διετέλεσε για λίγο διευθυντής, να το μεταφέρει δεν ξέρω πώς εκεί, αλλά δεν έγινε. Εν πάση περιπτώσει, πήγα και χτύπησα τις πόρτες στους Αρεοπαγίτες και τους έλεγα: «Κύριοι, τώρα που φεύγετε, πείτε κι έναν καλό λόγο για το Νομισματικό!» «Ναι, κυρία Οικονομίδου, εμείς θα σας υπερασπιστούμε!» Τώρα, ο Κώστας ο Σταμάτης, μεγάλος δικαστικός, έφθασε και στο βαθμό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δεν ζει πια, με στήριξε ώς το τέλος, αλλά όλοι, όλοι, δεν θέλω ν’ αρχίσω να λέω ονόματα, όλοι, τι να σας πω; Μετά άρχισα, η καημένη, να ανεβοκατεβαίνω από την Τοσίτσα στο τέρμα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, γιατί εκεί ήταν η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου. Και μου λέγανε: «Καλώς την κυρία Οικονομίδου. Καφεδάκι; Πορτοκαλάδα;» Μου λένε: «Κυρία Οικονομίδου μου, το Σλήμαν έχει μνηστήρες πάρα πολλούς». Λέω: «Το ξέρω. Περισσότερους απ’ την Πηνελόπη; Αλλά είμαι κι εγώ μέσα!» Μου λένε είστε μια χαρά! Γελάγαμε. Έχω πολλά τέτοια ανέκδοτα. Πέρασα πολλά κύματα βέβαια, μερικοί άνθρωποι, όσοι δεν υπάρχουν πια να ’ναι καλά εκεί που είναι, κι όσοι υπάρχουν τους ευχαριστώ πάρα πολύ. Σκεφθείτε τώρα τη χαρά μου όταν ακούω και λένε: «Πήγαμε και ήπιαμε έναν ωραίο καφέ στους κήπους του Νομισματικού»! Έγινε σημείο αναφοράς από κει που ήτανε εγκλωβισμένο σ’ έναν όροφο του Εθνικού, ούτε το ήξερε κανείς. Έγινε τώρα ένα σημείο αναφοράς σ’ ένα περίλαμπρο κτήριο. Αλλά θέλω να σας πω ότι πάντα με προβλημάτιζε κάτι. Όταν πήγαινα στην Ακαδημία για μια εκδήλωση, έβλεπα τα ωραία αυτά στολίδια που έχουνε οι κολόνες οι εσωτερικές της Ακαδημίας κι έλεγα: Τι μου θυμίζουν, τι μου θυμίζουν… Η Ακαδημία είναι του Τσίλερ, κι εμείς έχουμε όλες μας τις νομισματοθήκες του Τσίλερ, και είχανε τον ίδιο διάκοσμο! Αυτό το γράφω, η Αδάμη το ξέρει, στο Χαριστήριο του Διονύση Ζήβα, πώς συνδέονται αυτά τα κτήρια.
Και έρχομαι στο καταπληκτικό, για το οποίο πήραμε συγχαρητήρια –λέω πήραμε, γιατί κι η Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου-Πέτρου επαξίως τα πήρε– από τον Père V. Laurent στο Παρίσι, εξαίρετο, για τα μολυβδόβουλα των Βυζαντινών. Έμαθε ότι σώζεται η συλλογή του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών και μέσω της Μαρίας Θεοχάρη μας έστειλε συγχαρητήρια. Και ακούτε τι έγινε. Όταν ανέλαβα, βέβαια δεν ήξερα κι από πού ν’ αρχίσω. Πάω στο βορινό δωμάτιο –ακόμα τη βλέπω τη νομισματοθήκη– ανοίγω ένα συρτάρι και βλέπω σ’ ένα μικρό στρογγυλό –όπως είχε αυτές τις στρογγυλές θηκούλες όπου μπαίνουν τα νομίσματα, τα μολυβδόβουλα– βλέπω σκόνη! Σκόνη! Υπάρχει ακόμα ένα χαρτάκι με την υπογραφή μου. Δηλαδή ότι αυτή η σκόνη ήτανε μολυβδόβουλο, και υπέγραψα εγώ, ότι το βρήκα έτσι. Τώρα δεν ξέρω πού τα έχουν τοποθετήσει. Εγώ μιλάω τώρα μέχρι τον Ιούλιο του 1994 που έφυγα. Και έρχεται η Μαρίνα μου στο Εργαστήριο και θα σας πει η ίδια πώς σώθηκαν. Γιατί τη Μαρίνα την είχα μαζί μου, δίπλα μου στο Εργαστήριο.
Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου-Πέτρου: Ο μόλυβδος είναι πολύ ευπαθές μέταλλο, δηλαδή μπορεί να μην κινδυνέψει μέσα στη γη, αν σχηματιστεί ένα λεπτό, σταθερό, προστατευτικό στρώμα στην επιφάνειά του, αλλά κινδυνεύει όταν βγει στην ατμόσφαιρα και συνήθως στην αποθήκευσή του μέσα στα μουσεία, σε ξύλινα έπιπλα, όπου έχει πάθει τις μεγαλύτερες φθορές. Αυτό συνέβη και στο Νομισματικό Μουσείο. Αυτά τα παλιά έπιπλα ναι μεν έχουν μεγάλη καλλιτεχνική και ιστορική αξία, αλλά απεδείχθησαν καταστροφικά, γιατί εκλύουν ατμούς οργανικών οξέων, που είναι στοιχείο φθοράς για τον μόλυβδο. Επιπλέον, τα μολυβδόβουλα ήταν κλεισμένα σε στενά συρτάρια και σε δίσκους από χαρτόνι, συνθήκες κι αυτές επικίνδυνες. Ήταν λοιπόν αποθηκευμένα σε ασφυκτικό περιβάλλον, δυσμενέστατο για τον μόλυβδο. Έτσι πολλά από αυτά είχαν γίνει σκόνη ή οι λεπτομέρειες στην επιφάνειά τους, επιγραφές, παραστάσεις, είχαν μετατραπεί σε λευκή, εύθρυπτη σκόνη βασικού ανθρακικού μολύβδου. Εκείνη την εποχή είχα πάει στην Αγγλία. Στα εργαστήρια συντήρησης αλλά και έρευνας του Βρετανικού Μουσείου, το 1974 παρακολούθησα από τον Andrew Oddy μία πειραματική μέθοδο αντιστροφής των προϊόντων διάβρωσης σε μέταλλο, στη θέση που βρίσκονται. Τη μέθοδο αυτή, που ονομάζεται στερεωτική αναγωγή, την εφάρμοσα στο Μουσείο και σώσαμε ό,τι είχε διατηρηθεί ώς εκείνη τη στιγμή. Επιπλέον, αλλάξαμε την αποθήκευση και τα βάλαμε σε μεταλλικές νομισματοθήκες και σε συρτάρια από πλεξιγκλάς, ένα περιβάλλον τελείως ακίνδυνο πια για τον μόλυβδο. Κι έτσι σώθηκαν. Η εφαρμογή της μεθόδου στα μολυβδόβουλα του Νομισματικού Μουσείου ανακοινώθηκε σε διεθνές συνέδριο και έχει δημοσιευτεί [M.Petrou-Lykiardopoulou, «Coping with the Problem of the Decay of Byzantine Lead Seals in the Numismatic Museum of Athens» στο Recent Advances in the Conservation and Analysis of Artifacts, Jubilee Conservation Conference, Institute of Archaeology 1987, σ. 165-167].
Μ.Ο.: Η διάσωση των μολυβδόβουλων ήταν πολύ μεγάλο κατόρθωμα για το Μουσείο. Γιατί ενδιέφεραν πολύ και πολλούς ξένους ερευνητές κι ήταν μεγάλη χαρά για όλους ότι σώθηκαν.
Α.Ρ.: Συμπτωματικά την ανακαλύψατε τη σκόνη;
Μ.Ο.: Όχι, κοιτάξτε. Έκανα εφόδους στις παλιές νομισματοθήκες. Γιατί μερικές ήταν άδειες, μερικές ήταν γεμάτες. Έκανα εφόδους.
Α.Ρ.: Σαν να λέμε ο κύριος Τουράτσογλου, που έκανε τα εγκαίνια του Νομισματικού στο Ιλίου Μέλαθρον, τα βρήκε όλα έτοιμα: και το κτήριο είχατε εξασφαλίσει και τα νομίσματα ήταν τακτοποιημένα και καθαρισμένα!
Μ.Ο.: Κατά μεγάλο μέρος, θα έλεγα. Κοιτάξτε, κατά σειρά προτεραιότητος, αυτή τη στιγμή δεν θα αναφερθώ καθόλου ούτε στις αξιοσύνες τους ούτε… Έτσι δεν είναι; Δεν μου επιτρέπεται. Σε σειρά προτεραιότητος, πρώτη μου συνεργάτις ήτανε η Ηώς Τσούρτη. Μετά ήρθε η Μίνα Γαλάνη και η Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου. Μετά ήρθε ο Γιάννης Τουράτσογλου, ήδη επιμελητής από τη Βέροια, η Βάσω Πένα. Αναφέρομαι στους επιμελητές, όχι σε ανθρώπους που πρόσφεραν παροδική εργασία. Και μετά θα πω ποιοι το συνεχίζουν. Χωρίς σχόλια αυτό. Δεν επιτρέπεται. Δεν μου επιτρέπεται εμένα μεγάλη να κάνω σχόλια σε νεότερους. Ξέρετε τι ακολουθώ; Αυτό που είπε ο Κωνσταντίνος ο Ρωμαίος, ο παλιός αρχαιολόγος: «Αυτός είναι νεότερος. Άρα είναι καλύτερος από μένα». Δεν κάνει. «Τέρμα», που λένε. Αλλά τώρα να πούμε τη συνέχειά του. Εγώ αποχώρησα, το λέω στο βιβλιαράκι μου, στις τελευταίες αράδες: «Ήταν λοιπόν ένα ηλιόλουστο ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι, Δευτέρα 6 Ιουνίου του 1994, που κατηφόρισα για τελευταία φορά την οδό Τοσίτσα ως δημόσιος υπάλληλος και διευθύντρια για τα τριάντα τελευταία χρόνια του Νομισματικού Μουσείου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κύλησαν τόσα χρόνια από το χειμωνιάτικο εκείνο κρύο πρωινό του Φλεβάρη όταν πρωτοαντίκρισα το Μουσείο. Αλλά τι απρόβλεπτη που είναι η ζωή, τι παιχνίδια μας παίζει η μοίρα! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία». Ξέρετε κάτι; Γεννήθηκα στις αρχές της Τοσίτσα.
Α.Ρ.: Τι νομίζετε ότι κάνει έναν καλό νομισματολόγο;
Μ.Ο.: Είναι η συνεχής ενασχόληση με το αντικείμενο. Και με συγγράμματα που να έχουν βαρύτητα. Και βέβαια να υπάρχει και μια, πώς να πούμε, διαίσθηση. Μια διαίσθηση που να μπορεί να κατευθύνει τον μελετητή.
Το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, είπαμε, είναι σημαντικό πρώτα για τους αρχαίους ελληνικούς θησαυρούς αλλά και για τα μολύβδινα, τα οποία έχουν παραμεριστεί. Γιατί δεν είναι μόνο τα μολυβδόβουλα, είναι και τα μολύβδινα σύμβολα, που αυτά τι να ήτανε; Εγώ πιστεύω ότι μπορεί να ήταν εισιτήρια θεάτρου. Μπορεί. Αλλά δεν ξέρω πια ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Το Νομισματικό Αθηνών, επειδή υπάρχει το Βρετανικό, ας μην πω ότι είναι το πρώτο αλλά είναι μεταξύ των πρώτων. Γιατί σε μερικά ανταγωνίζεται το Λονδίνο. Ναι μεν είχε ασφαλώς περισσότερα χρήματα το Λονδίνο και αγόραζε, αλλά ήτανε, βλέπετε, κι ο Σβορώνος αλλά κι ο «ήρωας κτίστης», τον λέω έτσι όπως τον είπε ο Οικονόμου, ο Αχιλλέας Ποστολάκας, ο οποίος πέθανε πικραμένος. Πικραμένος γιατί έγινε η κλοπή η μεγάλη, το Νομισματικό τότε στεγαζόταν σε μια πτέρυγα της Βιβλιοθήκης. Τον πιάσανε αυτόν μετά. Για εικόνες μεν, αλλά ομολόγησε ότι είχε κλέψει και το Νομισματικό. Ο Ποστολάκας όμως πέθανε πικραμένος. Γι’ αυτό και τους λόγους που έχω βγάλει στην Ακαδημία τους έχω αφιερώσει στον «ήρωα κτίστη», τον Αχιλλέα Ποστολάκα, γιατί έχω υποφέρει η ίδια και ξέρω τι θα πει. Η ζωή με δίδαξε απ’ αυτό, να σας πω σε τι. Με δίδαξε ότι αν δεν ζήσεις κάτι δεν καταλαβαίνεις τον άλλο. Έχω ζήσει πόνο. Να σκεφθείτε ότι εκεί που καθόμουνα στο γραφειάκι μου έλεγα: «Παναγία μου, υπόθεση Ντρέυφους! Αλλά εγώ έχω έναν Ζολά; J’accuse!» Ο Ζολά δεν βγήκε για τον Ντρέυφους; Το θυμόσαστε; Το περίφημο του Ζολά: «J’accuse!» Βέβαια ένα ερείπιο βγήκε ο καημένος ο Ντρέυφους αλλά δόξα τω θεώ εγώ εσώθηκα.
Α.Ρ.: Έχω ακούσει ότι κάνατε και μαθήματα στους φοιτητές.
Μ.Ο.: Ξέρετε, ο Ζακυθηνός όταν ανέλαβα, ο Δάσκαλος που λέμε, εξαίρετος του εξαιρέτου, του έχω αφιερώσει άρθρο, στα Σύμμεικτα, παρ’ όλο που δεν είμαι βυζαντινή αλλά έχω δημοσιεύσει βυζαντινά άρθρα αρκετά, μου λέει ο Δάσκαλος: «Μάντω μου, δεν έχουν ιδέα για νομίσματα. Να έλθουν εκεί που είναι, στο Μουσείο, για να τα βλέπουνε κιόλας». Κι ερχόντουσαν οι φοιτητές του και τους έκανα μαθήματα. Ήτανε χούντα τότε και το λέγαμε «το κρυφό σχολειό»! Και μετά, το ’χω μέσα, ενωθήκανε αυτά τα παιδιά και βάλανε από 5 δραχμές, ξέρω ’γώ, και μου πήρανε ένα μικρό μπρελοκάκι. Και μου λέει η Ηώς: «Να το δεχθείτε αυτό. Μη τους πείτε όχι», γιατί ήξερε ότι εγώ δεν δεχόμουνα τίποτα. Λέει: «Έχουνε δώσει από 5 δραχμές μόνο. Μην ανησυχείτε». Και η Βιβή Βασιλοπούλου μετά έγινε γενική διευθύντρια κι έγραψε ένα απίθανο άρθρο για μένα. Ο τωρινός διευθυντής, ο Κακαβάς, από πού με θυμάται; Από τα μαθήματα που έκανα σε μεταγενέστερη φάση. Μου έκανε ένα ωραίο τηλεφώνημα. Λέει: «Σας αγαπώ πολύ». Λέω: «Παιδί μου, δεν σε ξέρω αλλά κι εγώ σ’ αγαπώ. Να πας καλά, να πάτε καλά, αυτό μ’ ενδιαφέρει». «Σας αγαπώ από τα μαθήματα τα εθελοντικά που ερχόσαστε και μας κάνατε στο Πανεπιστήμιο, τα φροντιστηριακά, που δεν πληρωνόσαστε. Και θυμάμαι που είπατε: “Παιδιά μου, εγώ δεν πληρώνομαι, είμαι για σας”. Και φωνάξανε όλοι: “Λέτε να μη το ξέρουμε;”» Είχα τέτοιες ηθικές ανταμοιβές. Και σας ευχαριστώ πολύ που με κάνατε να τις θυμηθώ.
Α.Ρ.: Προσπάθησα να βρω πληροφορίες για τον σύζυγό σας, τον Λόντο Οικονομίδη, δεν είχα ακόμη ανακαλύψει τον κατάλογο της δωρεάς σας στο Μουσείο Μπενάκη με το άρθρο της Ιωάννας Πετροπούλου, και δεν τα κατάφερα.
Μ.Ο.: Θα διαβάσετε γι’ αυτό την Ιωάννα Πετροπούλου, τα λέει όλα. Ήταν πολύ σεμνός άνθρωπος, το γράφει ο Άγγελος Δεληβορριάς μέσα. Ο προπάππους μας, ο Σπήλιος Οικονομίδης, ίδρυσε τον 19ο αιώνα στις αρχές, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εργοστάσιο χρωμάτων. Στις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Εσπερία συνεργάστηκε και με τον Alfred Bayer. Είναι ολόκληρη βιβλιογραφία. Και ίδρυσε το πρώτο εργοστάσιο το περίφημο, τη Χρωπεί. Τώρα είναι μόνο πέτρες, ούτε πέτρες. Μετά το θάνατο του πεθερού μου δεν ευθυνόμαστε για την τύχη του εργοστασίου. Ήταν Ανώνυμος Εταιρεία, καταλάβατε;
Η Ιωάννα η Πετροπούλου τον ήξερε από 3 ετών. Μένανε δίπλα. Ο Πετρόπουλος ήταν αδελφός της Αιλιανού, που ο γιός της μετά έγινε και πρέσβης, ο Αιλιανός. Πολύ σεμνοί άνθρωποι όμως. Λοιπόν, η Ιωάννα έμοιαζε τόσο πολύ στον Λόντο στις ιδέες, που λέγαμε: «Ευτυχώς που είναι ίδια ο Πετρόπουλος!» Για να καταλάβετε πόσο πολύ έχωσε μέσα της την ψυχή του. Μια μέρα ήρθε, μικρό ήταν, 18 ήταν, συγχυσμένη. «Τι έχεις, Ιωαννούλα μου;» «Δεν είδα», μου λέει, «αυτό το έργο». Της λέω: «Κοίταξε, μη φωνάζεις. Θα το έχει δει ο Λόντος. Πήγαινε μέσα». Και πράγματι, το ’χε δει. Τόσο πολύ ταιριάζανε! Ήτανε του Βισκόντι το περίφημο Θάνατος στη Βενετία.
Α.Ρ.: Η Ιωάννα Παπαντωνίου αναφέρει εσάς και τον Λόντο στον κατάλογο με τους δωρητές του ΠΛΙ. Θα της έχετε δωρίσει και κάτι άλλο, φαίνεται, εκτός από το νυφικό σας.
Μ.Ο.: Έχω δώσει το νυφικό μου, ορισμένα όπλα και ενδυμασίες και έχω δώσει και το χρυσοκέντητο. Αλλά έχω δώσει και ένα καλπάκι. Είχε έρθει ένα βράδυ, έμενε εδώ, στην πλατεία Βικτωρίας. Είχαμε εκλογές την επομένη, Κυριακή, κι ήρθε εδώ το Σάββατο να πιούμε ένα ποτό. Και ανοίγαμε και βλέπαμε. Και βρήκε ένα ωραίο καλπάκι, μου λέει: «Μάντω μου, αυτό είναι πελοποννησιακό και πολύ ωραίο. Μπορείς να μου το χαρίσεις;» Λέω: «Βεβαίως, γιατί είναι πελοποννησιακή η προέλευσή μας, από το Λειβάρτζι Καλαβρύτων». Έχετε υπ’ όψη σας ότι σας μιλάει και ένας άνθρωπος που είναι αντι-συλλεκτικός. Ο Λόντος μου ήτανε συλλεκτικός, εγώ είμαι αντι-. Αλλά δεν πειράζει. Τον υμνήσαμε τον Λόντο μας, τόσο πολύ. Αυτό που θα διαβάσετε, σας παρακαλώ πολύ, το κείμενο της Ιωάννας Πετροπούλου, επειδή δεν βρήκε βιογραφία – τι βιογραφία ο Λόντος! Το μπαστουνάκι του κι [έφευγε]… Άστε το, άστε το.
Τα πατρογονικά όπλα τα πήρε ο Παπαστάμου στην Πινακοθήκη. Τα λέει όλα ο Άγγελος, ο χρυσός μου, ο Άγγελος ο Δεληβορριάς. Πολύ φίλοι, πάρα πολύ.
Α.Ρ.: Έχετε κάνει κι άλλες δωρεές;
Μ.Ο.: Α, βέβαια! Τα όπλα του όλα. Στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Ξέρετε πώς τα γράφει ο Άγγελος; «Εκτυφλωτικής ομορφιάς».
Α.Ρ.: Αυτά όλα τα συνέλεγε ο Λόντος;
Μ.Ο.: Ακούτε πώς έγινε. Όταν τον έχασα, καταλάβατε, έκλεισα αυτό το δωμάτιο. Δεν ήθελα καθόλου. Και η Πόπη Ζώρα, η Διευθύντρια τότε του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης, το άνοιξε. Και όταν τα πήρε αυτά, μου λέει: «Μάντω, δεν τα παίρνω ακόμα. Απαγκιστρώνεσαι από ένα μεγάλο περιουσιακό στοιχείο, το οποίο είναι ελεύθερο. Ούτε νόμος να τ’ απαγορεύει να πουληθούν, ούτε τίποτα». «Όχι», της λέω. «Έτσι θα ήθελε ο Λόντος». Και η Πόπη τα έβγαλε. Ενώπιόν μου. Και τότε τα χάσανε! Μου λέει η Παπαντωνίου, εδώ σ’ αυτόν τον καναπέ που καθόμαστε και που διάλεξε αυτά τα δύο πελοποννησιακά, μου λέει: «Βρε Μάντω, είπα κάποτε αυτός ο Οικονομίδης τι κάνει; Και μου ’παν: Τίποτα. Κανένα τσεβρέ παίρνει. Τι είναι αυτά εδώ;» Λέω: «Μα ο Λόντος ήταν πολύ σεμνός. Δεν μίλαγε», λέω, «Νανά μου».
Α.Ρ.: Και η συλλογή που δώσατε στο Μεγάλο Χωριό;
Μ.Ο.: Λοιπόν, εγώ συνδεόμουνα φιλικά κι ο Λόντος από πολλά χρόνια με την οικογένεια Πουρνάρα. Τον πατέρα τους τον πιάσανε στη χούντα μαζί με τον Παπανδρέου και τους μαντρώσανε κάτω. Ο πατέρας Πουρνάρας, μεγάλος δημοσιογράφος, έβγαζε τον «Ανένδοτο», ήταν αυτός που έγραψε: «το συνδικάτο του εγκλήματος η δυναστεία των Γλύξμπουργκ». Και τον κλείσανε αμέσως βέβαια. Τον εξορίσανε κι όλα αυτά. Λοιπόν αυτός ήτανε από την Ευρυτανία, επάνω, το Μεγάλο Χωριό. Και με την κόρη και το γιο, που ήμασταν ομοϊδεάτες, και με τους Αλεξανδρήδες, τέλος πάντων όλη τη χούντα την περάσαμε μαζί. Και τα Πουρναράκια μας είπαν ότι έγινε χούντα, δεν είχαμε ιδέα εμείς. Λέει: «Έχεις τηλέφωνο;» Λέω: «Πάτε να κάνετε στον Λόντο καζούρα. Γιατί ο Λόντος σας έλεγε “θα γίνει δικτατορία” κι εσείς…» «Όχι, Μάντω, έγινε!» Πολλά ανέκδοτα των ανεκδότων. Και στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας υπήρχε ένα υποτυπώδες μουσειάκι. Και χαρίζω 145 αντικείμενα του Λόντου μου, εξαρτήματα παραδοσιακών ενδυμασιών, κεντήματα, κοσμήματα, όπλα, και βγαίνει μια αίθουσα με το όνομά του ολόκληρο. Τον ετίμησαν γιατί τον ήξεραν.
Α.Ρ.: Στο έντυπο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, στα εναρκτήρια τεύχη 1 και 2 (Νοέμβριος 1981 και Φεβρουάριος 1982) δημοσιεύσατε δυο καταπληκτικά άρθρα για τα νομισματικά πορτραίτα.
Μ.Ο.: Μάλιστα και χαίρομαι που τα βρίσκετε καλά μετά από τόσα χρόνια. Λοιπόν, να σας πω ένα αστείο; Καθόμουνα στο βάθος εκεί της αίθουσας –πελώριες αίθουσες, ο Άγγελος τα λέει ωραία εκεί– και έρχεται ένας από ένα ανθοπωλείο με ένα εντυπωσιακό κάνιστρο. Λέω: «Τι θέλεις, παιδί μου, εδώ μ΄ όλα αυτά τα λουλούδια;» Μου λέει: «Είναι για σας». Λέω: «Για μένα;» Και τι ήτανε; Είχαμε γνωρίσει την Άννα Λαμπράκη και τη Γιούλη Βελισσαροπούλου κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Επιγραφικού Συνεδρίου. Η Ντίνα κι εγώ, η Δελμούζου που ήτανε διευθύντρια του Επιγραφικού κι εγώ που με είχε χώσει ως φίλη κι ήμουνα και ταμίας τέλος πάντων, στην Επιτροπή ήμασταν ανδροκρατούμενες και με δύσκολους άντρες. Όπου εγώ μια φορά είπα στον αείμνηστο καθηγητή Λιβαδάρα, μέλος επίσης της Επιτροπής: «Με συγχωρείτε, εγώ αποχωρώ». Στο γραφείο του μέσα. Κι έκανε πίσω. Αυτά τα ’μαθαν οι δύο κοπελίτσες αυτές, η Βελισσαροπούλου και η Λαμπράκη, και μας έστειλαν τα κάνιστρα αυτά γιατί αντιδράσαμε. Ωραίο δεν είναι;
Και ευχαριστώ πολύ την αγαπημένη Άννα Λαμπράκη που μου έδωσε την ευκαιρία αυτή και βεβαίως ευχαριστώ πολύ και εσάς.
* Η Αγγελική Ροβάτσου είναι ανθρωπολόγος-ιστορικός και συνεργάτιδα του “Archaeology & Arts”.