«Είπες στη μαμάκα σου / “Μαμά, πάω στη Σάσσα” / Και σ’ έπιασ’ ο μπαμπάκας σου / στις Τζιτζιφιές στα πράσσα.
»Δύο βήματα από την Αθήνα απλωνόταν από την Πειραϊκή μέχρι τη Βάρκιζα μια δαντελωτή, πεντακάθαρη, βατή παραλία, έτοιμη να δροσίσει τους κατοίκους της πόλης, ιδιαίτερα τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού. Μια ήρεμη θάλασσα, πλούσια σε ψάρια (μαρίδα κ.λπ.). Η μόνη, όμως, ανθρώπινη παρουσία περιοριζόταν στους ψαράδες που ζούσαν με τις οικογένειές τους σε πρόχειρες καλύβες. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι προτιμούσαν για το καλοκαίρι αντί της θάλασσας τα Πατήσια, αργότερα το Μαρούσι και την Κηφισιά, αγνοώντας τις όμορφες παραλίες, το φοβερό αυτό δώρο της φύσης στην Αθήνα!
»Τι συνέβαινε; Γιατί μέχρι το 1862 δεν μπορούμε να μιλήσουμε καθόλου για τη θάλασσα και το κολύμπι; Δύο πράγματα έφταιγαν: η δύσκολη πρόσβαση και ο συντηρητισμός της εποχής. Η πλησιέστερη ακτή, η περιοχή στις Τζιτζιφιές, δεν συνδεόταν οικιστικά με την Αθήνα. Τις χώριζαν χωράφια με ψηλά χόρτα γεμάτα φίδια, ενώ οι ληστές που καραδοκούσαν στα άγρια κι απόκρημνα περάσματα δεν ήταν ό,τι καλύτερο για να κατέβει κανείς για μπάνιο!
»Η πρώτη που το τόλμησε ήταν η βασίλισσα Αμαλία, που κατέβηκε έφιππη με τη συνοδεία της μέχρι τις Τζιτζιφιές, αφού πρώτα είχαν φροντίσει να μετατρέψουν μια ερειπωμένη καλύβα σε “αποδυτήριο”. Το νέο διαδόθηκε και ακολούθησαν από κοντά οι πιο θαρραλέες ατθίδες.
»Βρισκόμαστε στο 1864 και το θέαμα των κυριών και δεσποινίδων με “λουτρικόν ένδυμα” να κάνουν μπάνιο, κρυμμένες πίσω από τα βραχάκια της Καστέλας και όπου αλλού μπορούσαν, για να μην τις δουν, θα πρέπει να ήταν πολύ διασκεδαστικό για έναν τρίτο – σίγουρα όμως όχι γι’ αυτές. Αρκούσε και η απλή αντρική αναφορά τού τι χρώμα είχε το λουτρικό ένδυμα της τάδε με τα κατάλληλα αποσιωπητικά και υπονοούμενα, για να προκαλέσει κύματα κουτσομπολιού και αποδοκιμασίας στα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας….
»Βεβαίως, και σωστά διαβάσατε, το λουτρικό ένδυμα ήταν έγχρωμο και πολύ κομψό και συνοδευόταν από μαύρες κάλτσες με άσπρες κορδέλες που τις έδεναν χιαστί στις γάμπες. Οι άντρες, με τη σειρά τους, φορούσαν μακρύ, φανελένιο, μαύρο μπανιερό με πορτοκαλιές ρίγες. Κολύμπι δεν ήξερε κανένας εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και σπάνια έμπαιναν στα βαθιά. Ένας Αθηναίος γιατρός, ο Σωτήριος Κλάββας, που ήξερε κολύμπι, έγινε ο πρώτος δάσκαλος που διέδωσε την κολύμβηση στη νεολαία της Αθήνας, μέσα σε κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού. Αυτό έφερε και τις πρώτες οργανωμένες πλαζ στη Μουνιχία (Πασαλιμάνι), στο Δέλτα (περιοχή Ούλεν) και στο Νέο Φάληρο.
»Οι οργανωμένες πλαζ έφεραν και το χωροφύλακα, ο οποίος επέβλεπε να μη γίνουν απρέπειες. Οι ώρες κολύμβησης των αντρών ήταν πολύ συγκεκριμένες, για να μην ταραχτούν οι νεαρές κυρίως κυρίες από το “απρεπές” αυτό θέαμα, την ώρα που περνούσαν με τις άμαξές τους…
»Όποιος τολμούσε να διαφοροποιήσει το λουτρικό του ένδυμα στο πιο εξεζητημένο, πλήρωνε υψηλό πρόστιμο και θεωρούνταν ανέντιμος!
»Παρ’ όλα αυτά, το ταμπού “χωριστά οι άντρες και χωριστά οι γυναίκες” δεν άργησε να σπάσει και γεννήθηκε το “μπεν μιξτ” (…). Ως νονά του “μπεν μιξτ” αναγνωρίζεται η Γαλλίδα Ζορζέν Μερσιέ (…). Η “Μαντάμ Φρου-Φρου”, όπως αποκαλούνταν, τόλμησε πρώτη να κολυμπήσει με άντρες και στην Αθήνα δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Η απήχηση ήταν τέτοια, που η ιστορία έφτασε να γίνει αργότερα και νούμερο στις επιθεωρήσεις. Ακολούθησαν φυσικά αμέσως κι άλλες τολμηρές και ατακτούλες, και έτσι το μπεν μιξτ μπήκε κι αυτό στη ζωή των Αθηναίων.
»Για να υπάρξει, όμως, μαζική μετακίνηση στις ακτές, δεν φτάνουν τα άλογα και οι άμαξες. Χρειάζεται μαζικό μέσο μεταφοράς. Αυτό το εξασφάλισε επιτέλους το 1869 ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθήνα-Πειραιάς, ή πιο σωστά Θησείο-Πειραιάς, αφού το Θησείο ήταν η αφετηρία του. Οι Αθηναίοι άργησαν να καταλάβουν τις νέες δυνατότητες που τους έδινε το “τρένο”. Μέχρι το 1875 η επιβατική κίνηση στο ΣΑΠ (Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς) ήταν από ανύπαρκτη έως ελάχιστη. Το τρένο μετέφερε κυρίως εμπορεύματα και η στάση στο Νέο Φάληρο δεν ήταν κανονική ούτε και υπήρχε σταθμός. Φανταστείτε δυο τρία σπίτια, κάποιο “καφενείο” για τους ψαράδες και πολλή ερημιά!
»Το 1882 τελείωσε ο σταθμός στον Πειραιά και φτιάχτηκαν πρόχειροι σταθμοί στο Φάληρο και το Μοσχάτο. Η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται. Ο κόσμος άρχισε επιτέλους να κατεβαίνει στο Φάληρο. Φτιάχτηκαν καμπίνες για τους λουόμενους και μια μεγάλη εξέδρα. Η πρώτη κοσμική ακτή της παλιάς Αθήνας είχε γεννηθεί. Βίλες άρχισαν να ξεφυτρώνουν και μαζί με αυτές, το μεγάλο ξενοδοχείο του σταθμού “Γκραντ Οτέλ” (1885). Ευτύχησε την περίοδο της ακμής του (1912) να διαθέτει 200 δωμάτια κι ένα ζαχαροπλαστείο με ορχήστρα, που τραβούσε σαν μαγνήτης την αθηναϊκή και την πειραιώτικη αριστοκρατία.
»Το 1887 το Φάληρο είχε γεμίσει πια κέντρα, όπως η “Ταραντέλα”, ο “Χρυσός γάτος”, η “Μπομπονιέρα”. Φτιάχτηκε μάλιστα και δεύτερη εξέδρα, που φιλοξενούσε τη στρατιωτική μπάντα. Μετά το 1903 λειτουργούσε και το περίφημο ξενοδοχείο “Ακταίον”, που ολοκληρώνει την εικόνα του Φαλήρου. Να μην ξεχάσουμε ακόμη το θέατρο του Φαλήρου, που λειτούργησε μετά το 1880 σε μια ξύλινη κατασκευή, κι ευτύχησε να φιλοξενήσει πολλούς ξένους θιάσους. Το 1896 κατεδαφίστηκε και δημιουργήθηκε το δεύτερο θέατρο, υπαίθριο και πετρόχτιστο.
»Μπορεί να άργησε το “άνοιγμα” των Αθηναίων προς τη θάλασσα, αλλά όταν έγινε, ξεκίνησε εντυπωσιακά και πήρε, ιδιαίτερα τις επόμενες περιόδους, μεγάλες διαστάσεις. Όλη η παραλία, από το Νέο Φάληρο μέχρι τη Γλυφάδα, ήταν μια απέραντη κοσμική ακτή κι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη γαστρονομία, τη διασκέδαση, την κοσμική ζωή. Ταυτόχρονα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα ήθη και τα έθιμα της εποχής».
* Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Θωμά Σιταρά, «Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται, 1834-1938» (Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2011).
Για περισσότερα κείμενα σχετικά με την Παλιά Αθήνα, μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπο του Θωμά Σιταρά: www.paliaathina.com