Έγινε γνωστός ως ο «σταθμός της ξενιτιάς», καθώς μεταπολεμικά αποτέλεσε αφετηρία πολλών αμαξοστοιχιών με μετανάστες, οι οποίοι αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Ο παλαιός σιδηροδρομικός σταθμός στο λιμάνι του Πειραιά με τη μακρά ιστορία, αλλά και το αβέβαιο μέλλον, χαρακτηρίστηκε μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Ο σταθμός, γνωστός και ως σταθμός Αγίου Διονυσίου λόγω της γειτνίασής του με τον ομώνυμο ναό, δεσπόζει στα όρια του κεντρικού λιμένος του Πειραιά με τη Δραπετσώνα. Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και άρχισε να λειτουργεί με το γύρισμα του αιώνα.
Αποτελείται από το επίμηκες πέτρινο κτίριο του σταθμού, που είναι διώροφο στο κέντρο και έχει εκατέρωθεν δύο μονώροφα τμήματα, και από το μεγάλο υπόστεγο, τις αποβάθρες και τις σιδηροδρομικές γραμμές στη δυτική πίσω όψη του.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός αποτελεί τμήμα ενός από τα σημαντικότερα τεχνικά έργα του 19ου αιώνα, όραμα του Χαριλάου Τρικούπη, για τη σύνδεση της πρωτεύουσας και του επινείου της με τα βόρεια σύνορα της χώρας και με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο σταθμός λειτούργησε ως το 2004 και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, οπότε και καταλήφθηκε και βανδαλίστηκε. Όπως εξήγησε ο εκπρόσωπος του ΤΕΕ στο Συμβούλιο Νίκος Νικολαΐδης, ο οποίος είχε διατελέσει στο παρελθόν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της διαχειρίστριας του κτιρίου εταιρείας ΓΑΙΟΣΕ, το κτίριο ανακαινίστηκε ευρύτατα με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε και έγιναν αρκετές επεμβάσεις στο εσωτερικό του. «Δεν χρησιμοποιήθηκε όμως ποτέ, γιατί η ανακαίνισή του ολοκληρώθηκε έναν χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς, το 2005», παρατήρησε ο κ. Νικολαΐδης.
Στη συνέχεια, η αναστολή λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου Πελοποννήσου, τμήμα του οποίου αποτέλεσε ο συγκεκριμένος σταθμός, οδήγησε στην περαιτέρω εγκατάλειψή του. Ο ίδιος χαρακτήρισε το κτίριο «αξιόλογο», που βρίσκεται «σε μια “καυτή” τοποθεσία με αρχαία ευρήματα και κοντά στην περιοχή όπου σχεδιάζεται η πολιτιστική ανάπλαση του Πειραιά», γι’ αυτό και, όπως αποκάλυψε, «ο σταθμός δεχόταν πολλές πιέσεις για τη μελλοντική εκμετάλλευσή του».
Σημειώνεται ότι στην περιοχή διενεργεί ανασκαφές η ΚΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκε η συνέχεια της τάφρου του οχυρωματικού συγκροτήματος της Ηετιώνειας Πύλης.
Σήμερα ο σταθμός έχει μισθωθεί από τον ιδιοκτήτη ΟΣΕ στον δήμο Πειραιά για 25 χρόνια για τη δημιουργία χώρου πολιτισμού. Πρόθεση των απερχόμενων διοικήσεων των δήμων Πειραιά και Κερατσινίου-Δραπετσώνας ήταν να συνδημιουργήσουν ένα μουσείο αφιερωμένο στο ρεμπέτικο τραγούδι. Όπως εξήγησε στο Συμβούλιο ο διευθυντής ανάπτυξης της ΓΑΙΟΣΕ, ο οποίος πραγματοποίησε παράσταση, ο εκμισθωτής νοίκιασε το κτίριο στους δύο δήμους για να γίνει το μουσείο, ωστόσο είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο σε βάθος χρόνου «να υπάρξει επαναλειτουργία του σταθμού ή πιθανή εμπορική αξιοποίησή του ή να χτιστεί και κάποιο άλλο κτίριο στην περιβάλλουσα έκταση των 17 στρεμμάτων».
Σύμφωνα με αυτοψία που διενήργησε η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής τον Ιούλιο του 2013, το κτίριο εξωτερικά διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ σε καλή κατάσταση διατήρησης κρίθηκε και ο διάκοσμος στο εσωτερικό (τοιχογραφίες και οροφογραφίες), ωστόσο το εσωτερικό εμφανίζει φθορές από την εγκατάλειψη και τους βανδαλισμούς και χρήζει εσωτερικών επισκευών και στεγάνωσης της στέγης του ορόφου.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ του χαρακτηρισμού του σταθμού και του υποστέγου του ως μνημείου, καθώς αποτελεί αξιόλογο έργο αρχιτεκτονικής με ιστορική και κοινωνική σημασία, τοπόσημο της πόλης του Πειραιά. Μειοψήφησε ο Νίκος Νικολαΐδης, ο οποίος θεώρησε ότι πρέπει να κηρυχθεί μόνο το κέλυφος του κτιρίου λόγω των πολλών επεμβάσεων ανακαίνισης που έγιναν το 2004.