Ένα μαρμάρινο κυκλαδικό ειδώλιο, από τα μεγαλύτερα που σώζονται, και ένα από τα ελάχιστα λίθινα τηγανόσχημα σκεύη, το μοναδικό από χλωριτικό σχιστόλιθο, δύο αριστουργήματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, επαναπατρίστηκαν από τη Γερμανία. Και τα δύο χρονολογούνται στον πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε την 3η χιλιετία π.Χ., ανήκοντας σε μια αισθητική τέχνη που επηρέασε βαθιά εκείνη του 20ού αιώνα, αλλά και που υπέστη μια ανελέητη λεηλασία. Στόχος το κέρδος από πλευράς αρχαιοκαπήλων και ο εμπλουτισμός των εκθεμάτων από πλευράς μουσείων και ιδιωτικών συλλογών σε Ευρώπη και Αμερική.
Τα δύο αριστουργήματα, που αποκτήθηκαν μέσα από τους «σκοτεινούς» δρόμους της αρχαιοκαπηλίας, αγοράστηκαν το 1975 από το κρατικό μουσείο της Βάδης (Badisches Landesmuseum) στην Καρλσρούη της Γερμανίας, όπου παρέμειναν ως εκθέματα επί 38 χρόνια. Μόνο τα τρία τελευταία χρόνια αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών Αρχών. Το γεγονός του επαναπατρισμού τους έγινε πραγματικότητα την περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι σε μια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του Βωμού στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, παρουσία του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου, της γγ του ΥΠΠΟΑ Λίνας Μενδώνη και άλλων παραγόντων του υπουργείου, καθώς και εκπροσώπων της γερμανικής κυβέρνησης, του μουσείου της Βάδης, αλλά και δημοσιογράφων από τις δύο χώρες.
Ως «νίκη της νομιμότητας και ενός ελπιδοφόρου ευρωπαϊκού μέλλοντος» αλλά και ως «ήττα της αρχαιοκαπηλίας» χαρακτήρισε ο κ. Παναγιωτόπουλος την επιστροφή των δύο αρχαιοτήτων, επισφραγίζοντας με τα λεγόμενά του την υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ του ΥΠΠΟΑ και του γερμανικού μουσείου και εξαγγέλλοντας μια περίοδο στενής συνεργασίας, με κύριες προτεραιότητες εκθέσεις, ανταλλαγές επιστημονικού προσωπικού, αλλά και τεχνογνωσίας.
Τα δύο κειμήλια, που αποτέλεσαν αντικείμενα παράνομης δραστηριότητας, γεγονός που στερεί πολύτιμες αρχαιολογικές πληροφορίες, προήλθαν πιθανότατα από τη Νάξο, την Κέρο ή την Αμοργό, όπου υπάρχουν αντίστοιχης τεχνοτροπίας και σημασίας αντικείμενα, ενώ το κυκλαδικό ειδώλιο, ύψους περίπου 90 εκατοστών, είναι λίγο πιο μικρό από το μεγαλύτερο ειδώλιο της περιόδου, που βρέθηκε στο νησί της Αμοργού και το οποίο εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Όπως πληροφόρησε η διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ, Μαρία Βλαζάκη, όλα ξεκίνησαν όταν το υπουργείο αρνήθηκε να συμμετάσχει σε έκθεση του γερμανικού μουσείου –αν και ήταν γνωστή η συμβολή του στην προβολή της Ελλάδας– θέτοντας το πρόβλημα, ευαισθητοποιώντας την κοινή γνώμη και τελικά φτάνοντας στην επίλυσή του.
Το μαρμάρινο κυκλαδικό ειδώλιο (2800-2300 π.Χ.) απεικονίζει όρθια γυναικεία μορφή με διπλωμένα χέρια, το δε μεγάλο μέγεθός του (0,89 μ.) παραπέμπει σε ρόλο λατρευτικού αγάλματος ή ξόανου. Ανήκει στον «κανονικό» τύπο των πρωτοκυκλαδικών ειδωλίων, με ευρεία διάδοση στο Αιγαίο ως αντικειμένων κύρους. Ο γλύπτης προσπαθεί να προσεγγίσει την τρίτη διάσταση, με στοιχεία φυσιοκρατίας, όπως δείχνουν τα ανάγλυφα αφτιά, μύτη, μάτια και φρύδια (σώζεται το ένα), ο τονισμός των δαχτύλων χεριών και ποδιών και η προβολή της θηλυκότητας του στήθους και της κοιλιάς. Επίσης σώζονται ίχνη χρώματος στα μαλλιά και τα μάτια.
Το τηγανόσχημο σκεύος της ίδιας περιόδου έχει τριγωνική λαβή και ανάγλυφη διακόσμηση με αλληλοσυνδεόμενες σπείρες – ένα πολύ δημοφιλές θέμα της τέχνης του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, που ίσως απεικονίζει τη θάλασσα. Τόσο στην περιφερειακή τεθλασμένη γραμμή όσο και στη λαβή υπάρχει ένα ασυνήθιστο σταυροειδές κόσμημα από τρίγωνα και διπλές γραμμές, διάκοσμος που απαντά επίσης σε πυξίδες από τα Δωκαθίσματα της Αμοργού, τη Νάξο και τη νησίδα του Δασκαλειού (Κέρος). Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα λίθινα τηγανόσχημα σκεύη, τα οποία συνήθως κατασκευάζονταν από πηλό, και το μοναδικό παράδειγμα από χλωριτικό σχιστόλιθο.
Οι δυο επαναπατριζόμενες αρχαιότητες θα ενταχθούν στη μόνιμη έκθεση των Κυκλαδικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όλα τα εκθέματα του οποίου, όπως τόνισε ο Αν. Διευθυντής του κ. Γιώργος Κακαβάς, «έχουν νόμιμη προέλευση. Γνωρίζουμε την ιστορία τους και αυτό μας επιτρέπει να την κοινωνούμε και στους επισκέπτες μας, ως μέρος της ιστορίας ενός ολόκληρου πολιτισμού», πρόσθεσε.