Δούκες, πριγκίπισσες, οικόσημα, σταυροφορίες, μάχες, μυστικά περάσματα και κρύπτες… Ένα αληθινό «παραμύθι», που ζωντανεύει μεμιάς στην Καστροπολιτεία της Νάξου. Εικόνες και μυστικά που διατηρούνται ανεξίτηλα στο πέρασμα των αιώνων, χάρη στους ελάχιστους εναπομείναντες απογόνους Ενετών.
Το Κάστρο της Νάξου κατασκευάστηκε το 1207 από τον Ενετό Μάρκο Σανούδο, ο οποίος μαζί με τους συντρόφους του κατέλαβε δεκαεπτά νησιά του Αιγαίου, ανακηρύχτηκε δούκας και όρισε ως έδρα του δουκάτου τη Νάξο. Ο μεσαιωνικός οικισμός του κάστρου δεν ήταν μόνο τόπος κατοικίας αλλά και διοικητικό, εκπαιδευτικό και θρησκευτικό κέντρο των Ενετών κατακτητών.
Για χρόνια, το Κάστρο πολιορκήθηκε, όμως άντεξε μέχρι σήμερα… Τα ξύλα του πύργου των ευγενών οικογενειών της Βενετίας, οι πέτρες, μια κρύπτη που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί αρχίζουν να εξιστορούν ένα παραμύθι γεμάτο μυστήριο.
Αμέσως μόλις περάσει ο επισκέπτης την Τρανή Πύλη του κάστρου της Νάξου δίπλα στον πύργο της Απεραθίτισσας, αντικρίζει τα αρχοντικά σπίτια που κατοικούνται από καθολικούς, απόγονους των Ενετών, ενώ στα σοκάκια του υπάρχουν διάσπαρτα μαγαζιά κάθε είδους, καφενεδάκια και ταβέρνες.
«Το Κάστρο της Νάξου είναι το μοναδικό βενετσιάνικο κάστρο επί ελληνικού εδάφους. Τα κτίρια παραμένουν υψηλού επιπέδου, συντηρούνται ενώ κατοικείται ανελλιπώς από την εποχή που χτίστηκε. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες κάτοικοι είναι απόγονοι Ενετών και Γάλλων ευγενών που αφίχθησαν στη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας και λίγο αργότερα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 66χρονος Νικόλαος Μιχαήλ Λοράνδος Καραβίας Ντελα Ρόκα-Μπαρότσι, όπως είναι το πλήρες όνομα του –ή Νίκος Καραβίας– ένας από τους πέντε, αυτή τη στιγμή, εναπομείναντες Ενετούς, μόνιμους κατοίκους του Κάστρου.
Ξεδιπλώνοντας το «κουβάρι» των αναμνήσεων, ο κ. Καραβίας αναφέρει πως μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα το Κάστρο της Νάξου ήταν «γκέτο, όπου κατοικούσε η πολιτιστική και οικονομική ελίτ του νησιού. Έμεναν μορφωμένοι βουλευτές, προύχοντες και γερά στελέχη του τόπου».
«Ο τόπος άρχισε μετά το 1910 να ανοίγει. Εμείς που γεννηθήκαμε λίγο πριν το ’50, σαν παιδιά προλάβαμε και ζήσαμε αυτή την ατμόσφαιρα. Γνωρίσαμε την Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλίνων που πήγαιναν τα κορίτσια για να μορφωθούν, τους καθολικούς παπάδες, τις ποιητικές βραδιές, τις λεγόμενες βεγγέρες. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει εικόνες ανεξίτηλες στο μυαλό μας. Και ζωντανεύουν αφού ζούμε σ’ αυτούς τους χώρους».
Μπορεί για τους περισσότερους όλα τα παραπάνω να θυμίζουν παραμύθι, καθώς πολλές ιστορίες που συνέβησαν στο Κάστρο συνδυάζονται με δούκες και πριγκίπισσες, όμως για τους μόνιμους κατοίκους του είναι απλώς η ιστορία της ζωής τους.
«Θυμάμαι τη μαμά μου να ετοιμάζεται για έναν χορό και τη γιαγιά μου να της λέει: “Πρόσεχε το βραχιόλι της βυζαντινής πριγκίπισσας”… Ήταν ένα κόσμημα, κειμήλιο της οικογένειας, το οποίο πριν από 700 χρόνια το φορούσε μια πριγκίπισσα. Ή θυμάμαι τα κουταλάκια που έκαναν δώρο οι νονές στα μωρά για να φάνε το πρώτο τους φαγητό. Είχαν πάνω το οικόσημο της οικογένειας…» προσθέτει ο κ. Καραβίας.
Στην Καστροπολιτεία, τα αρχοντικά εξακολουθούν να συντηρούνται από τους ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, σε μια προσπάθεια να μην καταστραφούν στο πέρασμα των ετών.
Μουσείο Ντελα Ρόκα-Μπαρότσι
Οι επισκέπτες της Καστροπολιτείας της Νάξου, Έλληνες και ξένοι, προσπαθούσαν κρυφά να δουν μέσα από τα παράθυρα των αρχοντικών. Τους «έκαιγε» να μάθουν τον τρόπο ζωής αυτών των ανθρώπων. Κι όταν οι ιδιοκτήτες έβγαιναν στην πόρτα, κάποιοι ντροπιασμένοι το έβαζαν στα πόδια. Άλλοι, πιο τολμηροί, τους ζητούσαν να δουν το εσωτερικό του σπιτιού. Και οι απόγονοι των Ενετών συνήθως αναλάμβαναν ρόλο ξεναγού.
«Με το που έφυγαν από τη ζωή οι γονείς μου, άρχισε να μου μπαίνει στο μυαλό ότι έχουν αξία τα πράγματα της οικογένειας, αλλά και των υπολοίπων οικογενειών. Κάποια αρχοντικά έπεσαν στα χέρια νέων κληρονόμων, οι οποίοι δεν ήθελαν άλλο τα παλιά αντικείμενα. Κι έτσι τα έκαιγαν. Φουστάνια, καπέλα, παπούτσια, καθρέφτες… Τα πάντα. Ό,τι μπορούσα το βουτούσα, αφού όλα είχαν το “άρωμα” των ευγενών που κατοικούσαν στο νησί. Με αυτά και μ’ εκείνα, σκέφτηκα να μετατρέψω το πατρικό μου σε μουσείο», συμπληρώνει ο κ. Καραβίας, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης, ιδρυτής και διευθυντής του Ενετικού Μουσείου.
Τα παλιά αντικείμενα που βρίσκονται στις διάφορες αίθουσες του σπιτιού συνεχίζουν να μιλούν για περασμένους καιρούς. Όπως το κρεβάτι μπροστά από την ταξιδιωτική κασέλα και δίπλα στην μπαλκονόπορτα που βγάζει μπροστά σ’ ένα πανόραμα της Πορτάρας, της Παλιάς Αγοράς και όλης της προκυμαίας. Τα σερβίτσια που βρίσκονται στρωμένα στο τραπέζι, αλλά και η μυστική καταπακτή που οδηγεί απευθείας στη θάλασσα, με τους ιδιοκτήτες να είναι απολύτως προετοιμασμένοι για καταστάσεις πολιορκίας.
«Οι Βενετσιάνοι διάλεγαν σημεία στρατηγικά για τα κάστρα τους, όχι γιατί ήταν ρομαντικοί, αλλά γιατί είχαν τον απόλυτο έλεγχο. Ήταν θέμα στρατηγικής. Ήθελαν να είναι προστατευμένοι σε ώρα ανάγκης και γι’ αυτό φρόντιζαν να έχουν όλα τα απαραίτητα για καταστάσεις πολιορκίας. Είχαν μυστικές εισόδους, υπόγειους δρόμους διαφυγής. Είχαν τούνελ, περάσματα, υπόγειες αποθήκες για σιτηρά και νερό, τα οποία τα χρησιμοποιούσαν μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης», καταλήγει ο κ. Καραβίας.
Από το συγκεκριμένο αρχοντικό, στο παρελθόν έχουν περάσει αρκετοί επώνυμοι και σημαντικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων οι ηθοποιοί Πολ Νιούμαν και Ζαν Μορό, μέλη της οικογένειας Ροκφέλερ, Γάλλοι πρεσβευτές, Νορβηγοί συγγραφείς και πολλοί άλλοι.