Τα έντυπα που σχεδιάζονται από τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία και διατίθενται στο μαθητικό κοινό κατά τη διάρκεια των εκπαιδευτικών τους δράσεων αποτελούν διδακτικά μέσα, τα οποία εντάσσονται –όπως όλα τα διδακτικά μέσα– σε ένα σύνθετο κοινωνικό, ιδεολογικό και επιστημονικό πλαίσιο που επιτρέπει τη διερεύνησή τους από πολλές και διαφορετικές οπτικές. Έτσι, διερευνώνται α) ως κειμενικές (textual) αφηγήσεις του μουσειακού λόγου (discourse), οι οποίες διαμορφώνονται από κοινωνικές σχέσεις και ιδεολογικές αλληλεπιδράσεις (Fairclough 2003, Hooper-Greenhill 2007) και μεταφέρουν τους κυρίαρχους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του μουσειακού θεσμού και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις για το παρελθόν (σημ. 1), και β) ως ένα από τα μέσα της χρήσης της ιστορίας και της αρχαιολογίας στον δημόσιο χώρο (ηλεκτρονικές εφαρμογές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, εκλαϊκευτικά και παιδικά αρχαιολογικά βιβλία κ.ά.), δηλαδή ως αφηγηματικά πολιτισμικά-διαμεσολαβητικά εργαλεία για την προσέγγιση του παρελθόντος (Wertsch 2002). Τα μουσειακά έντυπα μπορούν να μελετηθούν επίσης γ) ως πολυτροπικά κείμενα (multimodal texts), τα οποία επιδέχονται πολλαπλές οπτικές ανάλυσης, καθώς περιλαμβάνουν λεκτικές πληροφορίες, εικόνες, σχέδια, φωτογραφίες κ.λπ., στο πλαίσιο του λεγόμενου οπτικού και πολιτιστικού εγγραμματισμού (σημ. 2). Τέλος, αποτελούν δ) προϊόντα μιας οικονομικής διαδικασίας (παραγωγής, έγκρισης και διανομής), που καταλαμβάνουν την ιδιαίτερη θέση τους σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη μουσειακή αγορά, η οποία σχετίζεται με τα νέα οικονομικά δεδομένα που σταδιακά καθορίζουν τη λειτουργία και των ελληνικών μουσείων.

Ερευνητικά πεδία και μεθοδολογία της έρευνας

Αφορμή για την έρευνα των συγκεκριμένων εντύπων αποτέλεσε η διαπίστωση αφενός της συστηματικής χρήσης τους από όλα σχεδόν τα αρχαιολογικά μουσεία στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής δραστηριότητάς τους και αφετέρου της αποσπασματικής διερεύνησης και αξιολόγησής τους. Σε αντίθεση με την εντυπωσιακή παραγωγή ερευνητικών εργασιών ανάλυσης των σχολικών εγχειριδίων τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (Repoussi/Tutiaux-Guillon 2010), παρατηρείται ένα μεγάλο κενό στον τομέα της έρευνας των εκπαιδευτικών εντύπων που παράγονται από τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία σε εντυπωσιακά μεγάλη τυπολογική ποικιλία (σημ. 3) (εικ. 1, 2). Απουσιάζει μια συστηματική έρευνα και ανάλυση του εν λόγω υλικού και, επακόλουθα, μια συνολική, αποδεκτή θεωρητική αποτίμηση για την επίδραση και την αποτελεσματικότητά τους στη μουσειακή εκπαιδευτική πράξη. Κι ενώ τα τελευταία χρόνια αρχίζει να εμπλουτίζεται και η ελληνική βιβλιογραφία με έρευνες για τις συνθήκες σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης των μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων στα ελληνικά μουσεία, καθώς και για τις δυνατότητες που παρέχουν στην καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης των παιδιών, δεν έχει παρατηρηθεί ανάλογη ερευνητική δραστηριότητα για το εκπαιδευτικό υλικό αυτών των προγραμμάτων.

Ειδικότερα τα εκπαιδευτικά έντυπα των αρχαιολογικών μουσείων, παράλληλα με τη λειτουργία τους ως μέσων μετάδοσης της αρχαιολογικής και ιστορικής γνώσης, αποτελούν ταυτόχρονα και φορείς ιδεολογικών μηνυμάτων, τα οποία, μολονότι δεν εκφέρονται ρητά, συμβάλλουν ωστόσο στη διαμόρφωση της αντίληψης των μαθητών/τριών που τα χρησιμοποιούν για το παρελθόν και επομένως στη διαμόρφωση της ιστορικής-πολιτιστικής τους ταυτότητας. Έτσι, ένα από τα κεντρικά ερωτήματα γύρω από τα οποία διαρθρώθηκε η έρευνα είναι ο βαθμός στον οποίο ο μουσειοπαιδαγωγικός λόγος εμφορείται από στερεοτυπικές πολιτισμικές αναπαραστάσεις για το παρελθόν, αναπαράγοντας αντίστοιχες στάσεις, αντιλήψεις και πρακτικές στα παιδιά που συμμετέχουν στις μουσειακές εκπαιδευτικές δράσεις. Στο πλαίσιο αυτό ο μουσειακός θεσμός προσεγγίστηκε καταρχήν ως ένας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και κουλτούρας (Αλτουσέρ 1983), ο οποίος λειτουργεί ως «διαβιβαστής» τους και νομιμοποιεί, κατά την έκφραση του Bourdieu, το κυρίαρχο πολιτισμικό κεφάλαιο. Η επίδραση αυτής της «αναπαραγωγικής» διαδικασίας στο μαθητικό κοινό και η δυνατότητα του μουσειακού λόγου να παρέμβει στον τρόπο που καλλιεργούνται οι δεξιότητες της κριτικής ιστορικής σκέψης των μαθητών/τριών χειραφετώντας την, είναι θέματα που έχουν προκαλέσει έναν πλούσιο αναστοχαστικό διάλογο στη (διεθνή κυρίως) μουσειακή κοινότητα (Hooper-Greenhill 2007).

Σε ένα παράλληλο επίπεδο, το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με το ιδεολογικό περιεχόμενο των εντύπων, διερευνήθηκαν οι παιδαγωγικές αρχές, η διδακτική μεθοδολογία και οι μαθησιακές πρακτικές που διέπουν το σχεδιασμό τους για την οργάνωση της μουσειακής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η ανίχνευση και η ανάλυση των παιδαγωγικών παραμέτρων επιχειρήθηκε σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης μουσειακής και ιστορικής εκπαίδευσης, που επιδιώκουν τη δόμηση από τους εκπαιδευομένους εναλλακτικού ιστορικού λόγου και την ανάπτυξη δεξιοτήτων ιστορικής ερμηνείας μέσα από την προσωπική και ενεργητική ανάγνωση του υλικού πολιτισμού.

Η έρευνα επικεντρώθηκε στα εκπαιδευτικά έντυπα που σχεδιάζονται και διακινούνται σε μαθητές/τριες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κατά την υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των αρχαιολογικών μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού (σημ. 4). Τα χρονολογικά όρια της έρευνας σηματοδοτούνται από το έτος 1985, έτος έναρξης της πρώτης αρχαιολογικής εκπαιδευτικής έκθεσης του Υπουργείου Πολιτισμού (Η Γέννηση της Γραφής) (σημ. 5) και εκτείνονται έως το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, έτος ολοκλήρωσης της συλλογής του ερευνητικού υλικού. Κατά το παραπάνω διάστημα αναπτύχθηκε το κρατικό ενδιαφέρον για το σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε δημόσια μουσεία και χώρους πολιτιστικής αναφοράς, καθώς το σύνολο σχεδόν των αρχαιολογικών μουσείων και χώρων στην Ελλάδα υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού (Βουδούρη 2003).

Η επιλογή των κρατικών αρχαιολογικών μουσείων και χώρων έγινε καταρχήν λόγω της άμεσης σχέσης τους με την αρχαιότητα και τη σημασία που προσέλαβε η συγκεκριμένη εποχή στις ιδεολογικές διεργασίες της εθνικής συγκρότησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ο ιδεολογικός ρόλος του ελληνικού αρχαιολογικού μουσείου στην κατασκευή εθνικών και πολιτισμικών αφηγήσεων για το παρελθόν έχει καταγραφεί από πλήθος μελετητών του μουσειακού θεσμού (Γκαζή 1999, Hamilakis 2007a, Kotsakis 1991). Κοινό τόπο στις περισσότερες θεωρητικές προσεγγίσεις αποτελεί η διαπίστωση ότι η εθνοποιητική λειτουργία των αρχαιολογικών μουσείων υπήρξε καθοριστική για τον συντηρητικό και παραδοσιακό χαρακτήρα που σταθερά εμφανίζουν μέσα σε έναν μακράς διάρκειας χρόνο.

Για την οργάνωση της έρευνας επιλέχτηκαν έντυπα από αρχαιολογικά μουσεία και Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού που εμφάνισαν συστηματική εκπαιδευτική δράση καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που καλύπτει η έρευνα (1985-2010) και έχουν μια μακρόχρονη παρουσία στο σχεδιασμό και στην εκπόνηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και στην παραγωγή αντίστοιχου εκπαιδευτικού υλικού. Μελετήθηκαν τα έντυπα που παράγονται από τα κρατικά αρχαιολογικά μουσεία, τα οποία είτε αποτελούν Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού (όπως τα Αρχαιολογικά Μουσεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης) είτε ανήκουν στην αρμοδιότητα των Περιφερειακών Υπηρεσιών του και βρίσκονται όλα στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου (εικ. 3).

Οι ερευνητικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν είναι η Ποιοτική Ανάλυση Περιεχομένου και η Κριτική Ανάλυση Λόγου, καθώς κρίθηκαν οι καταλληλότερες για να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο ο εκπαιδευτικός λόγος των εντύπων συγκροτεί και αναπαράγει νοήματα, αξίες, στάσεις και πρακτικές στο πλαίσιο του μουσειακού θεσμού. Τα έντυπα μουσειακής εκπαίδευσης αντιμετωπίστηκαν επομένως ως το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης γλωσσικής και κοινωνικής πρακτικής που λεκτικοποιεί και μεταδίδει τα ιδεολογικά και εκπαιδευτικά νοήματα του μουσειακού θεσμού και όχι ως μέσα έκφρασης ατομικών ιδεών των δημιουργών τους. Η επιλογή ειδικότερα της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου εξυπηρετεί μια επιπλέον παράμετρο, η οποία αφορά στα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ερευνητικού υλικού: τα περισσότερα έντυπα φιλοξενούν μια ποικιλία κειμενικών ειδών, αρχαιολογικού και ιστορικού περιεχομένου, με ή χωρίς ειδική αρχαιολογική ορολογία, η οποία συνοδεύεται συνήθως από πλούσια εικονογράφηση και προτεινόμενες ασκήσεις-δραστηριότητες (εικ. 4, 5). Τα τελευταία χρόνια μάλιστα αρκετά από αυτά υποστηρίζονται και από ψηφιακές εφαρμογές που κάνουν χρήση των πολυμέσων σε διάφορες μορφές (ηλεκτρονικά παιχνίδια και βιβλία) και τα κατατάσσουν, όπως αναφέρθηκε, στην κατηγορία των πολυτροπικών/εικονιστικών κειμένων (σημ. 6). Η χρήση επομένως της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου, η οποία εστιάζει όχι μόνο στην αποκάλυψη των υπόρρητων, «φυσικοποιημένων» ιδεολογικών αναφορών (denaturalization) αλλά και στην, κατά Fairclough, διακειμενικότητα (intertextuality) των κειμένων, βρίσκει ένα γόνιμο πεδίο εφαρμογής και στην έρευνα των μουσειοπαιδαγωγικών εντύπων (Fairclough 2003).

Ευρήματα – Συμπεράσματα

Η ανάλυση των εντύπων κατέδειξε ότι οι επιλογές που σχετίζονται με το περιεχόμενό τους δεν απομακρύνονται από τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του «εθνικού εαυτού» για το παρελθόν, ακολουθώντας ως ένα βαθμό τις παραδοσιακές αφηγήσεις της ελληνικής αρχαιολογικής και ιστορικής επιστήμης. Αντανακλούν σε γενικές γραμμές τόσο τον εθνικό χαρακτήρα αυτών των επιστημών όσο και την παραδοσιακή εθνική διάσταση των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων και την ιδεολογική σύνδεσή τους με το νεωτερικό εθνικό αφήγημα (Χουρμουζιάδη 2006), όπως διαπιστώνεται ότι συμβαίνει και στις αντίστοιχες ιστορικές αφηγήσεις της τυπικής εκπαίδευσης (Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος 2007). Αξιοσημείωτο ωστόσο εύρημα της παρούσας έρευνας υπήρξε το πλήθος των αναφορών των κειμένων που δηλώνουν ή παραπέμπουν σε παραδοσιακές και στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της έμφυλης πραγματικότητας του αρχαίου κόσμου. Η παραπάνω ερευνητική διαπίστωση αποτέλεσε μάλιστα την αιτία επανακαθορισμού των αναλυτικών κατηγοριών της έρευνας, καθώς αυτού του είδους οι αναφορές έδειχναν να καταλαμβάνουν ποσοτικά και ποιοτικά ένα πολύ μεγάλο εύρος στην κλίμακα των αρχαιολογικών αφηγήσεων για το παρελθόν. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη μελέτη ενός σχεδόν αδιερεύνητου θέματος στη μουσειοπαιδαγωγική θεωρία και πρακτική, αυτού των έμφυλων στερεοτύπων, και στη χρήση, στο βαθμό που ήταν δυνατόν, των αναλυτικών εργαλείων των εξαιρετικά αναπτυσσόμενων τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα επιστημολογικών κλάδων των γυναικείων σπουδών ή σπουδών φύλου.

Η προηγούμενη διαπίστωση μας εισάγει στη συζήτηση για τον εθνοκεντρικό και παράλληλα ανδροκεντρικό χαρακτήρα της ελληνικής αρχαιολογίας και γενικότερα για τη σύνδεση των εννοιών έθνους και ανδρισμού. Όπως έχει επισημανθεί εξάλλου, ο ενεργητικός ρόλος της ελληνικής αρχαιολογικής επιστήμης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας επεκτείνεται και στην ανακατασκευή του εθνικού παρελθόντος ως «ηρωικού» και, όπως συχνά συμβαίνει στις εθνοκεντρικές αρχαιολογίες, στην ταύτισή του, ρητά ή άρρητα, με τις έννοιες της δύναμης και κατά προέκταση του ανδρισμού (masculinity). Οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν κυρίως τις εκθέσεις των αρχαιολογικών ελληνικών μουσείων μέσω των οποίων προωθείται και διαιωνίζεται στο κοινό μια ανδροκεντρική θέαση του παρελθόντος που αντλεί από σύγχρονα έμφυλα στερεότυπα (Kokkinidou/Nikolaidou 2009). Επακόλουθα και ο μουσειοπαιδαγωγικός λόγος, ως μια συνιστώσα του μουσειακού λόγου, φαίνεται να εναρμονίζεται με τις παραπάνω κυρίαρχες αφηγήσεις του έθνους και να διαπερνά, διαχρονικά σχεδόν, τις ερμηνείες του υλικού πολιτισμού. Από την άλλη, η συντριπτική υπεροχή των γυναικών-συγγραφέων των εντύπων, η οποία αποτυπώνεται και στα αντίστοιχα ποσοστά εργασίας κατά φύλο στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (Πάντος κ.ά. 2008), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικά βήματα να γίνουν στον τομέα της φεμινιστικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα και της προσέγγισης των αρχαιολογικών αφηγήσεων από τη σκοπιά του κοινωνικού φύλου (σημ. 7).

Η εθνική και ανδροκεντρική θέαση του παρελθόντος στις μουσειακές εκθέσεις αποτελεί προέκταση της συνολικότερης μουσειολογικής προσέγγισης των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων, τα οποία κατά το μάλλον ή ήττον εξακολουθούν να λειτουργούν ως συλλογές εντυπωσιακών αντικειμένων. Παρά τις πολύ αξιόλογες εκθέσεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία, δεν μπορεί παρά να επισημανθεί ότι η κυρίαρχη εκθεσιακή πρακτική εξακολουθεί να εμφορείται από τον παραδοσιακό και αντικειμενοκεντρικό λόγο, αφήνοντας λίγο χώρο για να διερευνηθεί το πολιτισμικό πλαίσιο των αντικειμένων και να ερμηνευθούν μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων που τα παρήγαγαν και τα χρησιμοποίησαν, συμπεριλαμβανομένων και των έμφυλων αλληλεπιδράσεων. Ως αποτέλεσμα αυτής της μουσειολογικής αντίληψης και πρακτικής μπορεί ενδεχομένως να ερμηνευθεί και η πληθωρική παρουσία στα έντυπα που ερευνήθηκαν προτροπών εκπαιδευτικής δράσης και ασκήσεων προς τους/τις μαθητές/τριες, οι οποίες επικεντρώνονται στα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων και σε χρονολογικές ταξινομήσεις με εκτεταμένη χρήση ειδικής (αρχαιολογικής) ορολογίας, επιλογές που συμβάλλουν και αυτές στην εικόνα ενός ομογενοποιημένου, εξιδανικευμένου και ά-χρονου κόσμου της αρχαιότητας (Φραγκουδάκη 1997). Ως εκ τούτου, αναδεικνύεται η διαχρονική επιρροή στο σχεδιασμό των εντύπων μιας συγκεκριμένης αρχαιολογικής μεθοδολογικής και ερευνητικής κατεύθυνσης, η οποία εστιάζει στο αντικείμενο και εν γένει στον υλικό πολιτισμό με όρους κυρίως περιγραφικούς και ιστορίας της τέχνης (Hamilakis 2007b).

Από την άλλη πλευρά, η μελέτη και η ανάλυση των εντύπων κατέδειξε ότι το εκπαιδευτικό υλικό των αρχαιολογικών μουσείων συνέβαλε σημαντικά στην εναλλακτική προσέγγιση του υλικού πολιτισμού από τα παιδιά με τη χρήση συχνά καινοτόμων μεθόδων, τρόπων παρουσίασης και ερμηνευτικών μέσων, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων, όταν η τυπική εκπαίδευση δεν είχε ακόμη υιοθετήσει ανάλογες μαθησιακές πρακτικές. Οι δημιουργοί τους επιχειρούν κατά κανόνα να λάβουν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες των παιδιών στα οποία απευθύνονται, αξιοποιώντας τις πολλαπλές δυνατότητες των μουσειακών αντικειμένων στην καλλιέργεια της κριτικής ιστορικής γνώσης. Οι ευφάνταστες και βιωματικές μορφές εργασίας που προτείνουν, όπως οι hands-on δραστηριότητες, οι θεατρικές αποδόσεις, τα παιχνίδια ρόλων, οι αναθέσεις εξερεύνησης και ανακάλυψης μέσα στον μουσειακό χώρο, η ανάπτυξη στους μαθητές/τριες των δεξιοτήτων της παρατηρητικότητας, της ανάλυσης και της σύνθεσης των δεδομένων μέσω μιας ενεργητικής μαθησιακής διαδικασίας, δημιουργούν τις συνθήκες που διαφοροποιούν τη μουσειακή εμπειρία από την τυπική σχολική διαδικασία και από την απλή επίσκεψη/ξενάγηση στο μουσείο.

Θα ήταν ωστόσο εξαιρετικά χρήσιμο να αξιοποιηθούν, κατά τη διαδικασία σχεδιασμού των εντύπων, ορισμένα συμπεράσματα και προτάσεις των σύγχρονων θεωριών και μεθόδων της αρχαιολογικής και ιστορικής επιστήμης, καθώς και της μουσειακής και ιστορικής εκπαίδευσης, που δίνουν έμφαση στο δικαίωμα της πολλαπλής ερμηνείας του υλικού πολιτισμού, προωθούν την καλλιέργεια της ιστορικής κατανόησης και της ενσυναίσθησης και το δικαίωμα όλων στην οικειοποίηση του πολιτιστικού αγαθού. Η συνάρθρωση της επιστημονικής αρτιότητας του αρχαιολογικού περιεχομένου που χαρακτηρίζει την παραγωγή των εντύπων με τις σύγχρονες μουσειολογικές και μουσειοπαιδαγωγικές αντιλήψεις και πρακτικές μπορεί να συγκροτήσει την καθοριστική συνθήκη για τη διατύπωση ενός σύγχρονου μουσειοπαιδαγωγικού λόγου. Σε αυτό το πλαίσιο η μουσειακή εκπαίδευση και ειδικότερα το εκπαιδευτικό υλικό της θα αποτελούσε ένα δυναμικό εργαλείο μάθησης, κριτικής σκέψης αλλά και αλλαγής των κυρίαρχων «φυσικοποιημένων» και μη αμφισβητούμενων επιστημονικών και γνωστικών παραδοχών, που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και τις στάσεις των μαθητών/τριών. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν απολύτως εναρμονισμένη και με την επιδιωκόμενη κοινωνική λειτουργία των σύγχρονων αρχαιολογικών μουσείων, σημαντικό τμήμα της οποίας διεκδικούν οι εκπαιδευτικές εφαρμογές τους, με στόχο την πολύπλευρη και ουσιαστική επικοινωνία με τα ποικίλα ακροατήριά τους.

 

Όλγα Σακαλή

Δρ Μουσειολόγος-Μουσειοπαιδαγωγός, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης