Η «Κρήνη του Θεαγένους» στα Μέγαρα δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη σε χωρητικότητα σωζόμενη κρήνη στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί, εξαιτίας της αρχιτεκτονικής και της εξαιρετικής κατάστασης διατήρησής της, ένα από τα σπουδαιότερα παραδείγματα αστικής Κρήνης του ελλαδικού χώρου.
«H λεγόμενη Κρήνη του Θεαγένους στα Μέγαρα» είναι ο τίτλος διάλεξης που θα δώσει ο αρχιτέκτονας δρ Nils Hellner, από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, στη διάρκεια της οποίας θα παρουσιαστούν προτάσεις αναπαράστασης της Κρήνης.
Η διάλεξη θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 3 Απριλίου 2014, στις 18.30, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ (Κτήριο Αβέρωφ, Αμφιθέατρο 8, Πατησίων 42), στο πλαίσιο σειράς Σεμιναρίων Εμβάθυνσης στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής που διοργανώνει το Σπουδαστήριο της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ.
Όπως αναφέρει ο δρ Nils Hellner στην ανακοίνωση της ομιλίας του: «Η Κρήνη βρίσκεται στη δυτική πλαγιά του λόφου Καρία, στα ανατολικά των Μεγάρων, περίπου 41 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, και αποτελεί τον καταληκτικό κόμβο ενός υδρομαστευτικού αγωγού, που οδηγούσε το νερό στην πόλη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία, ο οποίος κάνει σε αυτήν ειδική μνεία εξαιτίας του διακόσμου, του μεγέθους του κτίσματος και των πολλών κιόνων της, η Κρήνη κτίστηκε από τον τύραννο Θεαγένη. Επομένως θα έπρεπε να χρονολογηθεί τον 6ο αιώνα π.Χ. Αυτή η χρονολόγηση αποδείχθηκε λανθασμένη από την ανασκαφική έρευνα, την οποία ανέλαβαν το 1958, υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Παπαδημητρίου, ο Βασίλειος Πετράκος και ο Gottfried Gruben.
»Η αρχική κατασκευή της χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., και υπάρχουν αποδεδειγμένα δυο οικοδομικές φάσεις.
»Η Κρήνη είναι ορθογώνια, με πλάτος περίπου 14 μ. και μήκος 19 μ. Χωρίζεται εσωτερικά σε δύο ισομεγέθεις δεξαμενές, και αποτελείται έτσι από δύο διαμερίσματα, με ανεξάρτητη μεταξύ τους λειτουργία, ώστε σε περίπτωση λειψυδρίας ή καθαρισμού, να είναι δυνατή η αυτόνομη λειτουργία της μίας μόνο πλευράς. Στην αρχική φάση η Κρήνη διέθετε 5 σειρές από 7 οκταγωνικούς στύλους. Το δωρικό κιονόκρανο ακολουθεί τη μορφή του οκταγωνικού κίονα. Οι λεκάνες άντλησης και συλλογής έχουν διατηρήσει το κονίαμά τους σε ύψος 1,37 μέτρων. Σε ένα δεύτερο στάδιο των εργασιών ο πυθμένας και οι περιμετρικοί τοίχοι επαλείφθηκαν ως το ύψος των 15 εκ. με μία λεπτή μαύρη στρώση. Χημικές αναλύσεις αυτού του υλικού αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για πίσσα αλλά για άσφαλτο, και επιπλέον η άσφαλτος είχε αναμειχθεί με ζωικό λίπος. Το ζωικό λίπος εισχωρεί στο ασβεστοκονιάμα και στη συνέχεια δημιουργεί με τα μόρια του κονιάματος τον λεγόμενο σάπωνα του ασβεστίτη, ο οποίος είναι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό υδροαπωθητικός, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η δημιουργία αλάτων στην επιφάνεια του κονιάματος.
»Κατά πάσα πιθανότατα η Κρήνη καταστράφηκε κατά την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ. Kατά τη δεύτερη φάση κατασκευής εκκενώθηκε το εσωτερικό της και επαναχρησιμοποιήθηκαν τα αρχιτεκτονικά μέλη της πρώτης φάσης. Για τη στέγαση της Κρήνης της 2ης φάσης κατασκευάστηκαν λίθινες τοξοστοιχίες κατά μήκος της επάνω στους υφιστάμενους στύλους.
»Είναι πιθανόν ότι η Κρήνη εγκαταλείφθηκε, όταν κατέστρεψαν την πόλη των Μεγάρων οι Βησιγότθοι το 396 μ.Χ., όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από τα εύρηματα κεραμικής στο στρώμα καταστροφής».