Ένας οδηγός που αποκαλύπτει σπιθαμή σπιθαμή στον επισκέπτη το Κάστρο της Βελίκας εκδόθηκε από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Θεσσαλίας, στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ.
Το κάστρο αυτό χρονολογείται με ανασκαφικά ευρήματα στην περίοδο του Ιουστινιανού, αλλά είναι κτισμένο στα ερείπια αρχαίας οχύρωσης, που διακρίνεται σε αρκετά σημεία. Η θέση μπορεί να ταυτιστεί με την αρχαία πόλη Μελίβοια, την πλέον φημισμένη πόλη της Μαγνησίας στην ακτή του Κισσάβου και κεντρικό σημείο στο αμυντικό σύστημα της παραλιακής διαδρομής της Θεσσαλίας, η οποία καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ.
Με την ίδια πόλη συνδέθηκε, επίσης, στο παρελθόν και η ακρόπολη στη θέση Σκιαθά Αγιοκάμπου, σε απόσταση 10 χλμ. προς τα νότια, όπου το τείχος τοποθετείται στον 3ο αι. π.Χ. Το γεγονός ότι οι δύο ακροπόλεις ελέγχουν την ίδια εύφορη παραλιακή ζώνη οδηγεί στη διαπίστωση ότι υπήρξαν στενά συνδεδεμένες και ίσως υπήρξαν διαδοχικές μετακινήσεις του πληθυσμού από τη μία στην άλλη. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο μόνον η ακρόπολη της Βελίκας ήταν κατοικημένη, ενώ αντίστοιχες εγκαταστάσεις έχουν εντοπιστεί στο Καστρί Λουτρό, το Κόκκινο Νερό και τη Σκήτη, που τοποθετούνται σε απόσταση περίπου 10 χμ. η μία από την άλλη.
Η σειρά αυτή των φρουρίων, σημειώνεται στον Οδηγό, δείχνει τη μέριμνα των βυζαντινών αυτοκρατόρων για την ασφάλιση της παραλιακής διαδρομής της Θεσσαλίας, που οδηγούσε από το κάστρο του Πλαταμώνα μέχρι τον θεσσαλικό κάμπο, μέσω της λεκάνης της Αγιάς.
Αρχιτεκτονικά
Μέχρι σήμερα, το κάστρο της Βελίκας είναι το μόνο που έχει μερικώς ανασκαφεί και μπορεί να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία και τη ζωή των κατοίκων της περιοχής στην πρωτοβυζαντινή περίοδο. Είναι φανερή η στρατηγική του θέση, αφού περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και φαράγγια, ενώ προσφέρει εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα. Η αρχαία οχύρωση μπορεί να χρονολογηθεί στον 4ο αι. π.Χ., από τα κεραμικά και νομισματικά ευρήματα που προέκυψαν.
Λείψανα αρχαιοτήτων υπάρχουν, επίσης, στις ανατολικές παρυφές του λόφου, προς τη θάλασσα και πιστοποιούν ότι ο οικισμός εκτεινόταν εκτός οχύρωσης. Εκεί ανασκάφηκε ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα, που περιέχει εκκλησία, εγκατάσταση επεξεργασίας λαδιού, καθώς και αποθήκες, που ανήκουν στην ίδια κατασκευαστική φάση με το φρούριο του 6ου αιώνα.
Ευρήματα
Ανάμεσα στα ευρήματα, αναφέρει ο Οδηγός, υπάρχει μεγάλη ποσότητα κεραμικής, που δείχνει τις μορφές καθημερινής ζωής και οικονομίας του οικισμού. Μεγάλος αριθμός αγγείων ανήκει σε διάφορα είδη αμφορέων, στην πλειοψηφία τους του τύπου που καλείται υστερορωμαικός 2, και χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ελαιολάδου. Υπάρχουν, επίσης, οι περισσότεροι από τους γνωστούς διεθνείς τύπους αμφορέων, στοιχείο που δείχνει ότι η Μελίβοια συμμετείχε στο εμπορικό δίκτυο του Αιγαίου. Οι ίδιοι αμφορείς απαντούν σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα στον 6ο αιώνα.
Αυτή η εμπορική δραστηριότητα συνεχίζει την παράδοση της αρχαίας Μελίβοιας, που ήταν γνωστή για την εξαγωγή κρασιού, όπως δείχνουν τα ευρήματα τόσο στο Κάστρο Βελίκας όσο και στην άλλη αρχαία οχύρωση της περιοχής, στο λόφο Σκιαθά, δίπλα στο λιμάνι του Αγιοκάμπου.
Εκτός από τους αμφορείς, μπορούν να αναφερθούν τα λυχνάρια μικρασιατικού τύπου και τμήματα εισαγόμενων λυχναριών από την Αφρική. Επίσης βρέθηκαν διάφοροι τύποι πινακίων, μερικοί εισαγόμενοι από την Αφρική ή τη Μικρά Ασία αλλά ο συχνότερος τύπος πινακίου ανήκει στη Γραπτή Κεραμική της Κεντρικής Ελλάδος, ένα χαρακτηριστικό τύπο ζωγραφιστής κεραμικής, που χρονολογείται κατά κύριο λόγο στον 6ο αιώνα.
Ως τόπος προέλευσης αυτών των σκευών θεωρείται η μεγάλη πρωτοβυζαντινή πόλη της Νέας Αγχιάλου, όπου βρέθηκε μεγάλος αριθμός γραπτών πινακίων. Συχνό εύρημα είναι, επίσης, τα αποθηκευτικά πιθάρια. Τρία από αυτά βρέθηκαν άθικτα στις αποθήκες της ανατολικής ζώνης του κάστρου, με περιεκτικότητα πιθανότατα το λάδι, αλλά θραύσματα βρέθηκαν σχεδόν σε όλους τους χώρους της ανασκαφής.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα είναι τα καπάκια πιθαριών, ιδίως ένας μεγάλος αριθμός πωμάτων για μικρούς πίθους ή αποθηκευτικά αγγεία, που φέρουν λαβή και έκτυπη διακόσμηση με σταυρούς και γράμματα. Τμήματα από χρηστική κεραμική και χύτρες βρέθηκαν επίσης, καθώς και γυάλινα αγγεία, χάλκινες πόρπες και μεγάλος αριθμός χάλκινων νομισμάτων, που δείχνουν τη σημασία του οικισμού στην παραπάνω περίοδο. Πάνω απ’ όλα, η μεγάλη ποσότητα εμπορικών αμφορέων, που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκέντρωση και τη διανομή του ελαιόλαδου και του κρασιού, συνεχίζοντας την παράδοση της αρχαίας Μελίβοιας, συνδέει το κάστρο με άλλα μικρά εμπορικά κέντρα του Αιγαίου, που ειδικεύονταν στη συγκέντρωση και διανομή γεωργικών προϊόντων, ειδικά του ελαιόλαδου, απαραίτητου για τα στρατεύματα των βόρειων συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια της μεσοβυζαντινής περιόδου, οι πληθυσμοί της περιοχής ζούσαν σε μικρούς οικισμούς στους γύρω λόφους, προστατευμένοι από τη δασική βλάστηση, μαζί με μεγάλο αριθμό μοναστηριών, τα οποία έδωσαν στον Κίσσαβο την ονομασία Όρος των Κελλίων. Έχουν εντοπιστεί περισσότερες από σαράντα μοναστηριακές κατασκευές αλλά έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά μόνο τρεις από αυτές.
Κατά τα έτη 2011-2013 εκτελέστηκε το έργο της συντήρησης και ανάδειξης του κάστρου, ενταγμένο στο ΕΣΠΑ-Περιφερειακό Πρόγραμμα Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδος-Ηπείρου με 500.000 ευρώ.
Το κάστρο, τονίζει σε δηλώσεις της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η αρχαιολόγος Ρούλα Σδρόλια, είναι σημαντικό διότι πλουτίζει τις γνώσεις μας για την οχυρωματική της περιόδου του Ιουστινιανού, καθώς διατηρήθηκε ανέπαφο από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Την εποχή αυτή κτίζεται πλήθος οχυρωματικών έργων στον ελληνικό χώρο για την προφύλαξη του πληθυσμού από τις επιδρομές βορείων λαών, αλλά λίγα χρονολογούνται με ακρίβεια. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει το σιδερένιο περίβλημα που προστάτευε την ξύλινη πόρτα του κάστρου, καθώς και πλήθος γλυπτών και κεραμικών ευρημάτων που αποτυπώνουν τη ζωή της εποχής. Από την ποικιλία των εμπορικών αμφορέων που αντιπροσωπεύονται συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο οικισμός έπαιζε σημαντικό ρόλο στη συγκέντρωση και διακίνηση αγροτικών προιόντων και γενικά στην εμπορική κίνηση του Αιγαίου, παράλληλα με τα μεγάλα λιμάνια του Παγασητικού κόλπου.
Στην εκκλησία που βρέθηκε στη βόρεια πλευρά σώζονται αξιόλογα στοιχεία, όπως ο άμβωνας και το σύνθρονο της αψίδας, που δείχνουν ότι ανήκε σε σημαντικό επαρχιακό κέντρο. Εδώ βρίσκεται σε εξέλιξη ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μαζί με την Εφορεία Αρχαιοτήτων, όπου συμμετέχουν κάθε χρόνο δεκάδες φοιτητές, καταλήγει η κυρία Σδρόλια.