Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονταν τα συναισθήματα σε ελληνικές επιτύμβιες στήλες της ελληνιστικής περιόδου (323-31 π.Χ.) μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα την κοινωνική επικοινωνία και τις πολιτιστικές αξίες της εποχής. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει στη διδακτορική της διατριβή η Sandra Karlsson, υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Gothenburg.

H Sandra Karlsson μελέτησε αρχαία ταφικά ανάγλυφα από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη Σμύρνη και Κύζικο, τα οποία φέρουν διάφορα εικονιστικά θέματα αλλά και επιγραφές.

«Από το υλικό που μελετήθηκε αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τα ταφικά τελετουργικά, τη δομή της οικογένειας και τις δοξασίες για τη ζωή μετά θάνατον, καθώς και δημογραφικά στοιχεία», αναφέρει η Karlsson, η οποία επέλεξε να εστιάσει την έρευνά της στους τρόπους έκφρασης των συναισθημάτων και στις αντιλήψεις περί θανάτου.

Αν και οι επιτύμβιες στήλες προσφέρονται ως πηγή για τη μελέτη της ιστορίας των συναισθημάτων, το θέμα αυτό σπάνια αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας. Ένα από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Karlsson είναι ότι οι παραστάσεις και οι επιγραφές σε αυτές αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν το θάνατο, αλλά και ότι η επιτύμβια στήλη αποτελούσε ένα μέσο αντιμετώπισης της οδύνης για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.

«Οι επιτύμβιες στήλες λειτουργούσαν όχι μόνο ως σήμα αλλά και ως “οπτική θεραπεία” για τους πενθούντες. Για παράδειγμα, σε κάποιες περιπτώσεις ο νεκρός απεικονιζόταν να στέκεται δίπλα στο σήμα του. Η επιλογή της θέσης αποκαλύπτει την πεποίθηση ότι ο νεκρός βρίσκεται ευτυχής στον Κάτω Κόσμο, ενώ, την ίδια στιγμή, ο τάφος ήταν ένας τόπος αλληλεπίδρασης μεταξύ ζωντανών και νεκρών».

Ένα άλλο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε η Karlsson είναι ότι η έκφραση συναισθημάτων στις επιτύμβιες στήλες είναι ενδεικτική των κοινωνικών αξιών, καθώς τα άτομα που ανήκουν σε κατώτερη τάξη εκφράζουν τον πόνο τους συχνότερα από ό,τι τα μέλη μιας ανώτερης τάξης. Δεδομένου του υψηλού κόστους κατασκευής ενός ταφικού αναγλύφου, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι νεκροί πιθανότατα ανήκαν στη μεσαία τάξη της εποχής. Οι νεκροί συχνά απεικονίζονταν με τους υπηρέτες τους και τα μέλη της οικογένειάς τους. Ενώ τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σαν αγάλματα, οι υπηρέτες κάνουν διάφορες κινήσεις που δηλώνουν θρήνο και θλίψη. Για παράδειγμα, μπορεί να κάθονται στο έδαφος ή να αγγίζουν το πηγούνι τους με το ένα χέρι.

Σε παλαιότερες έρευνες έχει αναφερθεί ότι η υψηλή παιδική θνησιμότητα κατά την αρχαιότητα συνέβαλε στην εδραίωση πολιτιστικών συμβάσεων που καταπίεζαν την έκφραση οδύνης για το θάνατο ενός παιδιού.

«Δεν διέκρινα κάτι τέτοιο στην έρευνά μου. Αντιθέτως, βρήκα πολύ ισχυρές εκδηλώσεις πόνου για νεκρά παιδιά και εφήβους», τονίζει η Karlsson.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον, σύμφωνα με την Karlsson, είναι ότι η έκφραση συναισθημάτων στις επιτύμβιες στήλες που μελέτησε γίνεται ιδιαίτερα προφανής όταν προστίθενται μη συμβατικά στοιχεία, όπως μια συγκινητική περιγραφή ενός νεκρού, ή ένα παιδί που απεικονίζεται με τα αγαπημένα του παιχνίδια. Συχνά, μπορεί κανείς να παρατηρήσει την επιθυμία για μια πιο προσωπική έκφραση.

«Όπως στα σύγχρονα μνήματα, όπου ο σταυρός συχνά αντικαθίσταται από πιο προσωπικά σύμβολα, όπως μια καρδιά ή μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ή με το να τοποθετείται μια φωτογραφία του νεκρού στην επιτύμβια στήλη», καταλήγει η Karlsson.