Πολλά «περίεργα» συνέβησαν στο Κάτω Κουφονήσι πριν από χιλιάδες χρόνια. Οι άνθρωποι που κατοίκησαν το μικρό, αλλά διόλου ασήμαντο νησάκι του Αιγαίου, φαίνεται ότι είχαν αναπτύξει μια αρκετά οργανωμένη κοινωνία, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μόλις τώρα αρχίζουν να βλέπουν το φως.
Οι έρευνες στο νησί πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1968-1970 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, την εποχή που κυνηγούσε αρχαιοκάπηλους στην περιοχή, κυρίως στη γειτονική Κέρο, το επίκεντρο της παράνομης δράσης τους. Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων να γίνεται πραγματικότητα μόνο όταν η επιχορήγηση ήρθε από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από το αμερικανικό ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας, που αναγνώρισε τη σπουδαιότητα των ευρημάτων.
«Σε αυτόν τον τόπο οι χρηματοδοτήσεις είναι ανύπαρκτες, μη βλέπετε που οι ξένοι έχουν χρήματα. Το σημαντικό είναι ότι τώρα έχουμε προχωρήσει πολύ –αν και μας λείπουν ακόμα οι πόροι για τη δημοσίευση του τόμου– και βγαίνουν πάρα πολλά σημαντικά και άγνωστα στοιχεία», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων Φωτεινή Ζαφειροπούλου, αναφερόμενη στα καινούργια αρχαιολογικά δεδομένα του νησιού, αλλά και στα «περίεργα» των ημερών μας. Αφορμή στάθηκε η ομιλία της με τίτλο «Ερευνώντας τα Πρωτοκυκλαδικά Κουφονήσια», που έδωσε πρόσφατα στην Αρχαιολογική Εταιρεία.
«Στο Κάτω Κουφονήσι, την εποχή του πρωτοκυκλαδικού κόσμου, δηλαδή τέλος 4ης με 3η χιλιετία π.Χ., έχουν βρεθεί περίεργα πράγματα. Το πρώτο είναι ότι στο μοναδικό μη συλημένο νεκροταφείο από τα τρία που εντοπίσαμε, οι 22 από τους 72 τάφους ήταν τελείως κενοί. Ούτε νεκροί ούτε κτερίσματα, τίποτα. Το δεύτερο περίεργο είναι ότι οι τάφοι στο νησί είναι μοναδικοί στον κυκλαδικό χώρο. Σε όλα τα κυκλαδονήσια, οι τάφοι αυτής της εποχής είναι τραπεζοειδείς, με τον νεκρό να βρίσκεται μέσα σε συνεσταλμένη στάση. Εδώ όμως συμβαίνει κάτι πρωτοφανές: Οι τάφοι είναι τραπεζιόσχημοι ή ελλειψοειδείς, με χτιστές πλάκες στα πλάγια και μια όρθια πλάκα στη μία πλευρά, χωρίς μέσα να υπάρχει νεκρός, παρά μόνο προσφορές», δηλώνει η κ. Ζαφειροπούλου.
Η ιστορία όμως έχει και συνέχεια. «Την εποχή λοιπόν που σκάβαμε στο Κάτω Κουφονήσι, δηλαδή τέλη της δεκαετίας του ’60 με αρχές του ’70, ένας από εμάς είχε τη φαεινή ιδέα να αφαιρέσουμε τις πλάγιες και όρθιες πλάκες. Και τελικά ο τάφος βρισκόταν εκεί. Δηλαδή, ο πρώτος λάκκος ήταν ένα είδος προθαλάμου και μέσα στον υπόσκαφο τάφο ήταν ο νεκρός. Τώρα γιατί γινόταν αυτό δεν γνωρίζουμε. Ήταν το έδαφος, ήταν κάποια δοξασία. Άγνωστο. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι παρόμοιοι τάφοι έχουν βρεθεί μόνο στην Αγία Φωτιά της Σητείας και στο νοτιοανατολικό άκρο της βόρειας ακτής της Κρήτης», επισημαίνει.
Υπάρχουν όμως κι άλλα ξεχωριστά ευρήματα στο Κουφονήσι. Όπως το βαρύτατο πήλινο αγγείο, σε σχήμα «φρουτιέρας», που στηρίζεται σε κυλινδρικό πόδι το οποίο φέρει μια στρογγυλή προεξοχή γύρω του. «Χρονολογείται την ίδια περίοδο, δηλαδή τέλος 4ης με αρχές 3ης χιλιετίας. Τέτοια ”φρουτιέρα” δεν υπάρχει πουθενά αλλού στη γύρω περιοχή. Βρέθηκε μόνο στο Κάτω Κουφονήσι, στην Αγία Φωτιά και στην Πολιόχνη της Λήμνου, από όπου πρέπει και να προέρχεται, καθώς έχουν εντοπιστεί πολλά παρόμοια αγγεία», εξηγεί η κα Ζαφειροπούλου.
Πώς όμως ερμηνεύονται όλα αυτά; Υπάρχει κάτι που να τα συνδέει; «Πιστεύω ότι ήταν μια αρκετά οργανωμένη κοινωνία για να έχει ένα τέτοιο νεκροταφείο, με τάφους που προορίζονταν για μια οικογένεια ή για ένα γένος και έμειναν άδειοι όταν κάποια στιγμή οι κάτοικοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί. Πρόκειται πιθανόν για μετακινούμενο πληθυσμό, ο οποίος έφτασε μέχρι και την Κρήτη, κάτι σαν εμποροπειρατές που κυκλοφορούσαν στο Αιγαίο. Εξάλλου υπάρχει μια πολύ μεγάλη διασπορά με κυκλαδικά στοιχεία, όπως στον Άγιο Κοσμά Αττικής, στο Τσέπι του Μαραθώνα, στη Μάνικα κοντά στη Χαλκίδα, στην Ήλιδα», αναφέρει η κ. Ζαφειροπούλου, που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών της στις Κυκλάδες.
Από τα νησιά αυτά έχει εξάλλου και τις καλύτερες αναμνήσεις της. «Σε ορισμένα μέρη των Κυκλάδων ήμουν η πρώτη αρχαιολόγος που πήγαινε μετά τον Λουδοβίκο Ρος, τον πρώτο έφορο αρχαιοτήτων ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα επί Όθωνα. Ήταν πολύ συγκινητικό αυτό. Επίσης, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις Κυκλάδες την εποχή που τις γνώρισα. Στη Δήλο, για παράδειγμα, όταν έπεφτε ο ήλιος και άκουγες από τη μία τους βατράχους και από την άλλη τους γρύλους κι έβλεπες τα αστέρια που έλαμπαν από πάνω σου, έλεγες πως αυτός είναι ο παράδεισος. Ήταν ένας τόπος “δαντελένιος” οι Κυκλάδες, μαγικός. Οι νησιώτες έχουν διατηρήσει ορισμένα πράγματα, αλλά δεν είναι το ίδιο. Το πράσινο μπορεί να σκεπάσει την καταστροφή, όμως στις Κυκλάδες δεν κρύβεται. Τη Μύκονο την έχουν ρημάξει, έχει χαθεί το αρμονικό περίγραμμα των βράχων που ήταν αληθινό γλυπτό. Σου καίγεται η καρδιά», λέει με έμφαση.
Η ίδια δεν κρύβει την απογοήτευσή της και για την κατάσταση που κυριαρχεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν υπάρχει σήμερα Αρχαιολογική Υπηρεσία. Διότι, αν έχουν φτάσει στο ΚΑΣ να αποφασίζουν ότι θα μεταφερθεί η βυζαντινή οδός της Θεσσαλονίκης, δεν χρειάζεται να πει κανείς τίποτα άλλο. Κανονικά δεν έπρεπε να γίνει εκεί σταθμός, ο προηγούμενος είναι πολύ κοντά, μόλις 400 μ. Είναι γνωστό ότι στις μεγάλες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα, η Πάτρα, η μία αρχαία πόλη είναι πάνω στην άλλη. Είναι δυνατόν να εγκρίνεται σχέδιο για να γίνει το μετρό χωρίς να περάσει από την Αρχαιολογική Υπηρεσία;», αναρωτιέται η κα Ζαφειροπούλου, που γνωρίζει καλά τη Θεσσαλονίκη, υπηρεσιακά και ανασκαφικά, έχοντας πραγματοποιήσει δύο πολύ σημαντικές έρευνες στην πόλη, στο ανάκτορο του Γαλερίου και στα Δικαστήρια.
Στη ζωή της όμως υπάρχει και η Ένωση Αρχαιολόγων «Ηώς», της οποίας διατελεί πρόεδρος. Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται το δεύτερο συνέδριο, που θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα τον Οκτώβριο με θέμα «Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα του σήμερα. Μνημεία και άνθρωποι σε κρίση».
«Θέλουμε να μιλήσουν όσο γίνεται περισσότεροι, και ξένοι και άλλες ειδικότητες που συνεργάζονται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Στο μεταξύ, τον Σεπτέμβριο θα συμμετάσχουμε σε ένα άλλο συνέδριο με παρόμοιο θέμα που θα γίνει στην Κωνσταντινούπολη», πληροφορεί η κ. Ζαφειροπούλου. Η Ένωση Αρχαιολόγων «Ηώς» είναι ένας επιστημονικός σύλλογος, που στεγάζει όλους όσοι ασκούν το επάγγελμα του αρχαιολόγου στην Ελλάδα, όπως καθηγητές Πανεπιστημίου, αρχαιολόγους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά και ξένων αρχαιολογικών σχολών, ερευνητικών κέντρων κ.ά. Αριθμεί περίπου 100 μέλη και τον Μάρτιο του 2012 έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με την ημερίδα «Αρχαιολογική Έρευνα και Διαχείριση του Αρχαιολογικού υλικού», όπου για πρώτη φορά συζητήθηκαν καίρια θέματα της ελληνικής Αρχαιολογίας.