Ξεχασμένες ιστορίες «ανασύρθηκαν» πρόσφατα από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στην προσπάθεια συντήρησης του Αρχοντικού του Αλέξιου Χατζηιωάννου, το οποίο είχε την τύχη να διασωθεί μέχρι σήμερα στο κέντρο της Αγιάς, στη Λάρισα.
Δίπλα σ’ αυτό, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αρχαιολόγος της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σταυρούλα Σδρόλια, υπήρχε ο κιρχανές της οικογένειας (βαφείο) και άλλα αντίστοιχα κτίρια κατά μήκος του Μυλαύλακου, που διασχίζει την Αγιά. Η οικογένεια αυτή έλαβε αργότερα το όνομα Αλεξούλη και έτσι είναι γνωστή σήμερα από την τελευταία απόγονό της Καλυψώ (πέθανε το 1995), που δώρισε το σπίτι στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Είναι γνωστή, σύμφωνα με την κ. Σδρόλια, η διακίνηση των βαμμένων νημάτων της Θεσσαλίας προς τις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης τον 18ο αιώνα, γνωστή κυρίως από τα αρχεία των Αμπελακίων. Ανάλογη κίνηση υπήρχε και με τα βαμμένα νήματα της Αγιάς, στοιχεία τα οποία διασώθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και δημοσίευσε παλιότερα η Μαρία Σταματογιαννοπούλου.
Τα αρχεία αυτά περιλαμβάνουν στοιχεία για την εμπορική κίνηση της Αγιάς από τα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά με ιδιαίτερη πυκνότητα την περίοδο 1781-1809, στην οποία πρωτοστατούσε η οικογένεια Χατζηιωάννου. Η Αγιά, την εποχή αυτή, είχε 18 εμπορικές συντροφιές και μια Κοινή από το 1801.
Το μεγαλύτερο μέρος των νημάτων της Αγιάς κατευθυνόταν στο Sternberg της Μοραβίας, γνωστό κέντρο υφαντουργίας βαμβακερών υφασμάτων. Εκεί ήταν εγκατεστημένος ο ανιψιός των Χατζηιωάννου Ιωάννης Χατζημανώλης, ενώ και ο ίδιος ο Αλέξης έμεινε πάνω από 13 χρόνια στη Μοραβία για την προώθηση των εμπορικών τους επαφών. Εμπορικοί αντιπρόσωποι των Αγιωτών υπήρχαν επίσης στη Βιέννη, τη Λειψία, το Βελιγράδι, το Ζέμεν και πολλά άλλα κέντρα της εποχής.
Από τη σωζόμενη αλληλογραφία είναι γνωστές, όπως αναφέρει η κα Σδρόλια, οι ποσότητες των εξαγόμενων νημάτων, τα ονόματα των συνεργατών, οι συνθήκες παραγωγής και οι τιμές των ημερομισθίων και των πρώτων υλών της βαφής. Το κύριο μέρος του εμπορίου γινόταν με καραβάνι από καμήλες, οι οποίες ακολουθούσαν το δρομολόγιο Αγιά-Λάρισα-Τύρναβος-Θεσσαλονίκη-Σκόπια-Νις-Βελιγράδι-Σέμλιν-Βιέννη.
Το ταξίδι συναντούσε, όπως είναι φυσικό, αρκετές δυσκολίες και διαρκούσε συνήθως δύο μήνες. Η πληρωμή των βαμμένων νημάτων της Αγιάς γινόταν κυρίως με πίστωση και συχνά έφτανε στις συντροφιές με καθυστέρηση 3-6 μηνών και απαιτούσε σύνθετες τραπεζικές εργασίες μέσω πρακτόρων στη Λάρισα και την Κωνσταντινούπολη, ενώ η εισαγωγή των πρώτων υλών γινόταν κατά μεγάλο μέρος από τη Σμύρνη.
Η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε στην εξωστρέφεια της κοινωνίας της Αγιάς που ήλθε σε επαφή με το διαφωτισμό και αγάπησε τη μόρφωση. Παρά την κατάρρευση της διακίνησης των βαμμένων νημάτων από το 1810, τις πιέσεις του Αλή Πασά και τις εθνικές περιπέτειες που ακολούθησαν, το εμπόριο αργότερα ανέκαμψε. Η οικογένεια Αλεξούλη πρωτοστατούσε στη διακίνηση και άλλων προϊόντων που έβγαζε η πλούσια γη της Αγιάς, όπως το βαμβάκι, η ξυλεία και το κρασί, ενώ αργότερα δίνει μεγάλη έμφαση στο μετάξι. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα διακινεί την παραγωγή των κουκουλιών πολλών χωριών της επαρχίας και τότε ανοίγει το πρακτορείο της Μασσαλίας.
Αυτά και πολλά άλλα, που προκύπτουν από την εμπορική αλληλογραφία και τα άλλα ιστορικά τεκμήρια της εποχής, θα εκτεθούν στο αρχοντικό Αλεξούλη, όπου υπάρχει ακόμη η βιβλιοθήκη, φωτογραφίες, παλιά έπιπλα και ενδυμασίες της οικογένειας.
Στο εντυπωσιακό αυτό Αρχοντικό, που βρίσκεται στο κέντρο του ιστορικού πυρήνα της Αγιάς, πρόκειται, σύμφωνα με την ίδια, να προβληθεί η ιστορία της μεγάλης οικογένειας των Χατζηιωάννου-Αλεξούλη, που πρωτοστατούσαν στις βιοτεχνίες βαφής αλλά και στην κοινωνική και πολιτική ζωή της περιοχής, σύμφωνα με τη μελέτη που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Ακόμη, θα εκτεθεί η πλούσια Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς, η οποία περιέχει αρχαία και βυζαντινά αντικείμενα από τους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής και το Όρος των Κελλίων.