Με ενδείξεις κατοίκησης που φτάνουν μέχρι και τη Μεσολιθική περίοδο (8500-6500 π.Χ.) το νησί της Κύθνου στις Κυκλάδες παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Ανάμεσα στις θέσεις του νησιού που ερευνώνται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, καθώς θεωρείται ως η σημαντικότερη των ιστορικών χρόνων, είναι εκείνη του Βρυόκαστρου, όπου σώζονται τα κατάλοιπα της αρχαίας πρωτεύουσας του νησιού. Με τον χρονολογικό της ορίζοντα να εκτείνεται μεταξύ του 10ου αι. π.Χ. και του 7ου αι. μ.Χ., η αρχαία πόλη (που έφερε το όνομα Κύθνος, όπως όλο το νησί σήμερα), περιλάμβανε τειχισμένη οικιστική περιοχή, ακρόπολη με δημόσια κτίρια, δύο νεκροπόλεις αλλά και πρόσβαση στη θάλασσα όπου σώζονται μέχρι σήμερα εγκαταστάσεις λιμανιού.

Από πλευράς ερευνών, τη συστηματική επιφανειακή έρευνα κατά τα έτη 1990-1995 ακολούθησαν από το 2002 συστηματικές ανασκαφές από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (σε συνεργασία με την ΚΑ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων), τόσο στο χερσαίο τμήμα της θέσης όσο και -από το 2005- στο λιμάνι (σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων). Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα της τελευταίας μέχρι σήμερα ανασκαφικής περιόδου στο χερσαίο τμήμα της θέσης (2013) που πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του Α. Μαζαράκη Αινιάνος και επικεντρώθηκε στην ολοκλήρωση ανασκαφής κτίσματος μνημειακού χαρακτήρα της Ελληνιστικής Περιόδου που αναφέρεται στις ανασκαφικές εκθέσεις ως Κτίριο 5, με σκοπό να κατανοηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η μορφή του, η λειτουργία του και ο ρόλος του για την πόλη.

Αναφορικά λοιπόν με το  Κτίριο 5, οι φετινές ανασκαφικές έρευνες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι  παρουσιάζει τουλάχιστον δύο κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις. Η παλαιότερη ανάγεται στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.Χ. Το κτίριο φαίνεται ότι υπέστη κάποια καταστροφή και σημαντική επισκευή στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, μάλλον εντός του 2ου αι. π.Χ. Η οριστική εγκατάλειψη του οικοδομήματος δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί αλλά δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τον 2ο – 1ο αι. π.Χ.

Επίσης, αποσαφηνίστηκε η αρχιτεκτονική μορφή του κτιρίου. Ήταν διώροφο. Μια μνημειακή κλίμακα στο μέσον του κτιρίου οδηγούσε στον όροφο, όπου βρίσκονταν τα επίσημα όπως φαίνεται διαμερίσματα: ένα δωμάτιο (Α) με την λατρευτική εστία-εσχάρα (ανασκαφή 2009),  ένα άλλο δωμάτιο (Β-Γ) με πλακόστρωτο δάπεδο και εν μέρει διαμορφωμένο φυσικό βράχο που χρησίμευε πιθανόν για γεύματα, ένα τρίτο  δωμάτιο (Ζ) στα ΒΔ του οποίου η χρήση παραμένει άγνωστη -σωζόταν σε επίπεδο χαμηλότερο του δαπέδου- και μια σειρά από δωμάτια που πρέπει να είχαν ξύλινο πάτωμα, -στο διάγραμμα πάνω από τους χώρους Δ και Η, Νότια της κλίμακας και ΣΤ-Θ, Βόρεια αυτής.

Το δωμάτιο ΣΤ φαίνεται ότι ήταν ο χώρος που φυλάσσονταν τα περισσότερα σκεύη και αντικείμενα που σχετίζονταν με τη χρήση του κτιρίου. Εδώ επίσης πρέπει να γινόταν η προπαρασκευή του φαγητού. Άλλωστε, ο Χώρος ΣΤ επικοινωνούσε με την εσωτερική κλίμακα με τον άνω όροφο, όπου πρέπει να ήταν οι επίσημοι χώροι του δημόσιου οικοδομήματος. Το υπόγειο μικρό δωμάτιο Η ήταν ασφαλώς αποθήκη (πιθεών;). Η πρόσβαση εδώ πρέπει να γινόταν με καταπακτή από το ξύλινο πάτωμα του ορόφου. Ο Χώρος Δ φαίνεται ότι θα ήταν επίσης αποθηκευτικός χώρος, και σε α’ φάση ενδέχεται να επικοινωνούσε με το Χώρο Η, με άνοιγμα στη ΒΑ γωνία του. Δεν αποκλείεται μάλιστα ο Δ να επικοινωνούσε και με τον Χώρο Ε και την κλίμακα, αν δεχτούμε ότι ο τοίχος Τ13 αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη όταν αποφασίστηκε μετά την πρώτη καταστροφή που υπέστη το οικοδόμημα το δωμάτιο να μπαζωθεί με χώμα που περιείχε σχεδόν όλο το περιεχόμενο του Δωματίου ΣΤ.

Ο προορισμός του οικοδομήματος παραμένει αβέβαιος. Η περίοπτη θέση πλησίον του ιερού του Βορείου άκρου του Μεσαίου Πλατώματος, η μνημειακότητα της κατασκευής και τα κινητά ευρήματα οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται αναμφίβολα για δημόσιο οικοδόμημα που χρησίμευε και για λατρευτικές λειτουργίες. Η υπόθεση ότι πρόκειται για το πρυτανείο της Κύθνου κατά την Ελληνιστική περίοδο παραμένει μια πιθανή εκδοχή που ελπίζουμε ότι θα επιβεβαιώσει η ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας και της μελέτης των ανασκαφικών δεδομένων σε συνάρτηση με αυτήν των κινητών ευρημάτων.