Με ξένο πλοίο και όχι Κωνσταντινοπολίτικο της αυτοκρατορίας έφθασε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στη βασιλεύουσα, μετά τη στέψη του στον Μυστρά. Γιατί; Λόγω… χρεοκοπίας! Ο τελευταίος των Ελλήνων Βυζαντινών, που ανέλαβε τον θρόνο σε εποχή οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής παρακμής, είχε ζητήσει από τον Βενετσιάνο δούκα του Χάνδακα της Κρήτης να του στείλει ένα δικό του καράβι, αλλά δεν έφθασε ποτέ. Κι έτσι, επιβιβάστηκε σε μια τριήρη της Καταλονίας αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Μεθώνης για να φθάσει στην έδρα της εναπομείνασας χριστιανικής πολιτείας. Το βυζαντινό κράτος βρισκόταν σε πτώχευση και δεν διέθετε δικό του στόλο. Επιπλέον, η ένδεια του Παλαιολόγου ήταν τέτοια ώστε αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα για να δώσει φιλοδωρήματα στους στρατιώτες που τον υποδέχθηκαν στην Προποντίδα, όπου σάπιζαν τα απομεινάρια του άλλοτε κραταιού στόλου της βασιλεύουσας. Μάλιστα, με βάση τις υπάρχουσες συμφωνίες από παλιές ήττες, όφειλε να πληρώνει τον Σουλτάνο, αφού ήταν φόρου υποτελής!
Αυτά και άλλα πολλά στοιχεία περιλαμβάνει το βιβλίο «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», του Φίλιππα Φιλίππου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Παρ’ ότι πρόκειται για ένα ακόμη πόνημα με επίκεντρο αυτήν την μεγάλη τραγική προσωπικότητα, η έκδοση αποτελεί συμβολή στην ιστοριογραφία του θέματος καθώς δίνει έμφαση όχι μόνο στα προσωπικά χαρακτηριστικά του βιογραφούμενου –και μάλιστα στον ερωτικό του βίο– αλλά φωτίζει το γενικότερο κλίμα αποσύνθεσης στην «Πολιτεία των Ρωμαίων», αποδεικνύοντας ότι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατέκτησε μια πόλη ήδη παραδομένη στη διχόνοια Ενωτικών και Ανθενωτικών.
Ο μυθιστοριογράφος αφηγείται τη μικρή και μεγάλη ιστορία χωρίς εθνικιστικά στερεότυπα, προσδίδοντας παράλληλα στις 372 σελίδες ζωντάνια κινηματογραφικής ταινίας. Το βιβλίο ελκύει τον αναγνώστη παραθέτοντας κριτικά πολλαπλές πηγές και μαρτυρίες.
Ο συγγραφέας ξεκινάει με ένα φλας μπακ:
Ο Κωνσταντίνος, γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1404. Ο πατέρας του είχε κάνει με την Ελένη Καντακουζηνού δύο κόρες και οχτώ γιους. Βέβαια ο… ακριβής αριθμός των εκτός γάμου αδελφών του παραμένει άγνωστος, όπως συνέβαινε με τους άρχοντες της εποχής εκείνης. Ο Κωνσταντίνος επονομάστηκε Δραγάτσης ή Δραγάσης από τη μητέρα του Ελένη, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών Κονσταντίν Ντράγκατς.
Μετά από μάχες για την επανάκτηση φραγκοκρατούμενων εδαφών και ύστερα από συμβιβασμό με τον υπερφιλόδοξο αδελφό του Δημήτριο και τον φιλότουρκο Θεόδωρο, κατόπιν πρωτοβουλίας της μητέρας του, οι οπαδοί του έστειλαν στον σουλτάνο αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Φραντζή για να αποσπάσουν τη συναίνεση του Μουράτ στην ανάληψη της εξουσίας , διότι ο Παλαιολόγος ήταν φιλοδυτικός δεσπότης του Μυστρά. Ο σουλτάνος, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, έδωσε τη συγκατάθεσή του επηρεασμένος από την ωραία Σέρβα σύζυγό του Μάρα Μπράνκοβιτς, ανιψιά του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη.
Ο κυριότερος πολέμιος του νέου αυτοκράτορα –υπογραμμίζει ο συγγραφέας– ήταν ο πρώην φίλος τουν Γεννάδιος Σχολάριος, ο περιώνυμος θεολόγος που, από υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, μεταστράφηκε και αρνιόταν να μιλήσει ελληνικά διακηρύσσοντας ότι ο Χριστιανισμός είναι αντίθετος του Ελληνισμού. Φανατίζοντας τον αμαθή και θρησκόληπτο όχλο υποκίνησε σύνοδο ιεραρχών πετυχαίνοντας την καθαίρεση του ενωτικού Πατριάρχη Γρηγορίου, απειλώντας με αφορισμό τον αυτοκράτορα. Σε αυτή τη δραματική κατάσταση, με τους Τούρκους προ των πυλών, ο Πατριαρχικός θρόνος έμεινε κενός και μετά την Άλωση τον κατέλαβε ο Γεννάδιος με τις ευλογίες του Πορθητή.
Τότε, με δεδομένη τη χαλαρότητα του θρησκευτικού συναισθήματος στις κοινωνίες όπου επικρατούσαν οι αγρίως φορολογώντας Βυζαντινοί, οι γάμοι μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν συνηθισμένοι, γι΄αυτό και οι θεληματικές αλλαξοπιστίες που είχαν ως αποτέλεσμα πρώην χριστιανοί να πάρουν μέρος στην πολιορκία ως αξιωματούχοι του τουρκικού στρατού.
Ο μελετητής τονίζει ότι οι Παλαιολόγοι υπήρξαν, εν τέλει, όμηροι στα χέρια του εκκλησιαστικού κατεστημένου που, βαθμηδόν, εξελίχθηκε σε θεοκρατία επί του κρατικού μηχανισμού με τους αριβίστες να επιδιώκουν την προβολή τους μέσα από την τρομοκρατία της θρησκείας ενώ ουδείς επέλεγε τα στρατιωτικά έργα ώστε να μην βρίσκονται στρατηγοί περιωπής να αναλάβουν την άμυνα του κλυδωνιζόμενου κράτους.
«Εντός των τειχών της πόλης δεν υπήρχε μόνο φιλοτουρκισμός, μα και εκτουρκισμός», επισημαίνει ο συγγραφέας. «Με την προοπτική της Οθωμανικής κατάκτησης, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι ντύνονταν όπως οι Τούρκοι, φέρονταν όπως εκείνοι, μιλούσαν την τουρκική γλώσσα. Ηγέτης των ενωτικών ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος έκρινε πως μόνο σε συμμαχία με τους δυτικούς μπορούσε το κράτος του να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό κίνδυνο, αφού έψαχνε για συμμάχους στα Βαλκάνια αλλά δεν έβρισκε».
Ως έναν «καταραμένο», έναν άτυχο σε όλα, έναν τραγικό της Ιστορίας αντιμετωπίζει ο Φίλιππος Φιλίππου τον Παλαιολόγο, επισημαίνοντας πως έχασε από αρρώστιες τις δύο του γυναίκες –την Αικατερίνη και τη Θεοδώρα– ενώ η τελευταία του μνηστή, η Άννα Νοταρά, τον εγκατέλειψε λίγο πριν την πτώση και διέφυγε στη Δύση.
Το κεφάλαιο για το τέλος του είναι συναρπαστικό. Ο 49χρονος Κωνσταντίνος, αγωνιζόταν με σπαθί στο χέρι εκείνη την Τρίτη της 29ης Μαΐου του 1453 έχοντας αφαιρέσει τα βασιλικά διαδήματα. «Βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαίαν εσπασμένην έχων εν τη δεξιά του πολλούς των πολεμίων απέσφαξεν και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και των χειρών του έρρε», όπως γράφει ο χρονικογράφος Φραντζής. Οι ανώνυμες μαρτυρίες λένε ότι πέθανε όταν ένας Τούρκος τον χτύπησε από πίσω ρίχνοντάς τον ανάμεσα στους συμμαχητές του. Μέσα σε ποτάμι αίματος οι νικητές τον αναγνώρισαν από τις αυτοκρατορικές περικνημίδες. Ουδείς όμως γνωρίζει αν και πού τάφηκε. Κι έτσι οι θρύλοι κρατούν και θα κρατούν…
Ο συγγραφέας στηλιτεύει το γεγονός ότι η επίσημη πολιτεία δεν έχει τιμήσει τον Παλαιολόγο όπως του αξίζει – προφανώς διότι υπήρξε ενωτικός. Μόνο ένα μικρό δρομάκι φέρει το όνομά του κοντά στον Σταθμό Λαρίσης…