Σε μια περιοχή, όπου δεσπόζουν περισσότερα από 30 κηρυγμένα από το υπουργείο Πολιτισμού νεώτερα μνημεία, η μελέτη ανάπλασης του κέντρου της Αθήνας με επίκεντρο την οδό Πανεπιστημίου συζητήθηκε διεξοδικά από τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων σε πρόσφατη συνεδρίασή του.
Εθνική Βιβλιοθήκη, Ακαδημία, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Οφθαλμιατρείο, Αρσάκειο, Εμπειρίκιο Ίδρυμα, κινηματοθέατρο «Ρεξ» και άλλα νεώτερα μνημεία του ιστορικού κέντρου θα αποτελέσουν, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική μελέτη του έργου «Re-think Athens / Ξανασκέψου την Αθήνα» που χρηματοδοτεί το Ίδρυμα Ωνάση, τμήμα ενός μεγάλου περιπάτου, που θα συνδέει τις πλατείες και τις γειτονιές του κέντρου με τον περίπατο των αρχαιολογικών χώρων, τα ιστορικά κτίρια και τα μεγάλα μουσεία.
Σύμφωνα με την προκριθείσα αρχιτεκτονική μελέτη του ολλανδικού αρχιτεκτονικού γραφείου Okra, θα δίνεται έμφαση στην ανάδειξη των πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών της Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε αυτά και των χαρακτηρισμένων από το υπουργείο Πολιτισμού ή το υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μνημείων. Στην ενιαία αυτή πορεία θα συνδέονται το Μουσείο της Ακρόπολης και ο πεζόδρομος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας, τον Εθνικό Κήπο και το Ζάππειο, το Σύνταγμα με την οδό Πανεπιστημίου μέχρι την Πατησίων, το Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Συγχρόνως η μελέτη στρέφεται στην περιοχή από την Ομόνοια στο Μοναστηράκι, το Θησείο και την Ακρόπολη.
«Σε όλο το έργο η γενική προσέγγιση είναι χαμηλών τόνων αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις για την καλύτερη ανάδειξη των μνημείων», εξήγησε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ο καθηγητής του ΕΜΠ, επιστημονικός σύμβουλος στο «Re-think Athens» και μέλος του ΚΣΝΜ, Παναγιώτης Τουρνικιώτης. «Η μελέτη αφήνει τα ίδια τα κτίρια, “το βιβλίο της πόλης” να έχουν τον πρώτο λόγο», πρόσθεσε ο ίδιος.
Για παράδειγμα στην οδό Κοραή, στη γειτονιά της οποίας βρίσκεται η περίφημη Τριλογία, μένει κενός ο κεντρικός χώρος για την κυκλοφορία των πολιτών και φυτεύονται εκατέρωθεν χαμηλές συστάδες δέντρων, ώστε οι πολίτες να έχουν οπτική επαφή με τα γύρω μνημεία. Επίσης, η πλατεία Δικαιοσύνης επανασχεδιάζεται με βασικό αρχιτεκτονικό στοιχείο την όψη του χαρακτηρισμένου νεοκλασικού κτιρίου του παλιού Εθνικού Τυπογραφείου.
Η αρχιτεκτονική μελέτη αφορά στη μετατροπή της οδού Πανεπιστημίου σε ήπιας κυκλοφορίας πεζόδρομο, από όπου θα διέρχονται μόνο τραμ, ταξί, τουριστικά λεωφορεία και κάποιες ώρες οχήματα τροφοδοσίας. Το έργο περιλαμβάνει επίσης βιοκλιματικές παρεμβάσεις, όπως φυτεύσεις, συλλογή υδάτων σε ταμιευτήρες και επαναχρησιμοποίησή τους για άρδευση, και δημιουργία υδάτινων στοιχείων που θα προσφέρουν φυσική δροσιά. Στόχος είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων του υποβαθμισμένου κέντρου και η αναβάθμισή του, προκειμένου η πόλη να επανακτήσει το δημόσιο χώρο της και να βελτιωθεί η καθημερινότητα του πολίτη.
«Οι συγκοινωνιακές μελέτες με τα μοντέλα που έχουν ελεγχθεί, τα οποία χρησιμοποιεί η Αττικό Μετρό και είναι τα καλύτερα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, δείχνουν ότι σε γενικές γραμμές στο κέντρο θα υπάρχει μείωση της κυκλοφοριακής κίνησης. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι δεν φορτώνονται με κυκλοφορία οι παράπλευρες οδοί, αλλά μειώνεται η κίνηση όταν υπάρχει μείωση και στις κεντρικές αρτηρίες», τόνισε ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης.
Η μείωση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και η συνεπακόλουθη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αναμένεται να δώσει «ανάσα» και στα μνημεία, καθώς δεν θα επικάθονται πλέον τόσοι ρύποι.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι στη μελέτη έχει προβλεφθεί η χρήση τραμ τελευταίας τεχνολογίας, τα οποία είναι αντικραδασμικά και αντιθορυβικά, για την προστασία του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων και των διατηρητέων κτιρίων. Εξάλλου, το τραμ δεν θα έχει εναέρια ηλεκτροδότηση, αλλά θα λειτουργεί με υπερσυσσωρευτές, ώστε να μην αλλοιώνει αισθητικά το ιστορικό κέντρο της πόλης, πρακτική που ακολουθείται και σε άλλα ευρωπαϊκά ιστορικά κέντρα, όπως στη γαλλική Νίκαια.
«Η παρέμβαση δίνει ανάσα και ελπίδα για το κέντρο της Αθήνας, τη στιγμή που όλοι στοχεύουμε στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των ίδιων των κατοίκων του κέντρου», υπογράμμισε η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και πρόεδρος του ΚΣΝΜ, Λίνα Μενδώνη, για να προσθέσει στη συνέχεια: «Μετά την ολοκλήρωσή του, το έργο θα πρέπει να υποστηριχτεί από τον εκάστοτε δήμο. Η μελέτη προσφέρει πράγματα, αλλά η διαχείριση του έργου θα είναι δύσκολη».
Επιφυλάξεις όχι για τη μελέτη, αλλά για την αρχική σύλληψη του έργου, καθώς «η παρέμβαση τέτοιας μορφής δεν θα συντελέσει στη ζωογόνηση του κέντρου της Αθήνας, αλλά στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα», εξέφρασε κατά τη συνεδρίαση ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Νίκος Ζίας. «Φοβάμαι ότι όταν αφαιρούνται χρηστικές λειτουργίες από το δρόμο σε τόσο μεγάλη έκταση, είναι επικίνδυνο να επέλθει περαιτέρω νέκρωση της λειτουργίας του κέντρου», παρατήρησε.
Ο κ. Τουρνικιώτης απάντησε ότι «όλος ο σχεδιασμός φιλοδοξούσε σε μια παρέμβαση που θα ενίσχυε τη ζωντάνια του κέντρου με παρεμβάσεις που θα βελτίωναν την προσβασιμότητα στο κέντρο. Ωστόσο, ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν μπορεί να φέρει ένα κατάστημα ή ένα θέατρο. Παράλληλες ενέργειες της Πολιτείας ερευνούν κίνητρα και αντικίνητρα που θα συμβάλουν σε αυτή την αναβάθμιση και στην ανάπτυξη παράλληλων δραστηριοτήτων, ώστε να υπάρχουν εμπορικές, οικονομικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες σε όλη τη διάρκεια της ημέρας».
«Έχουμε τη μεγαλύτερη αναδιάταξη του κέντρου της Αθήνας έπειτα από πολλά χρόνια με ενοποιητικό χαρακτήρα και σε αυτό πρέπει να σταθούμε. Είναι μια δοκιμή για το κέντρο που πρέπει να την αφήσουμε να λειτουργήσει. Το επίπεδο της αστικής κουλτούρας που μας εισάγει έχει μεγάλο ενδιαφέρον και εντάσσει την Αθήνα σε ένα δίκτυο ευρωπαϊκών πόλεων», επισήμανε ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γιώργος Τζιρτζιλάκης.
Εστιάζοντας στην ανάδειξη των μνημείων, η γενική διευθύντρια Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων του υπουργείου, Ευγενία Γατοπούλου, σχολίασε ότι η μελέτη «σέβεται και αναδεικνύει τα μνημεία. Εκτιμώ ότι όσο και να δημιουργήσει κυκλοφοριακό πρόβλημα, σημειακά και συνολικά είναι πολύ θετική όσον αφορά στη διαχείριση της προβολής των μνημείων».
Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε τελικά ομόφωνα υπέρ της έγκρισης της οριστικής αρχιτεκτονικής μελέτης, καθώς συντελεί στην αναβάθμιση και προβολή των νεώτερων μνημείων της περιοχής.
Την ερχόμενη Τρίτη η αρχιτεκτονική μελέτη του έργου θα εξεταστεί και από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Την ίδια ημέρα η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα εξεταστεί από το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής, ενώ στη συνέχεια η ΜΠΕ θα συζητηθεί και στην Ειδική Υπηρεσία Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας των εγκρίσεων, θα γίνει η παραλαβή των μελετών από την αρμόδια επιτροπή παραλαβής, ενώ εντός του 2014 υπολογίζεται η έναρξη των εργασιών, προκειμένου το έργο να ολοκληρωθεί ως το 2016.