Δικαστήριο της Νέας Υόρκης διέταξε τους απογόνους ενός πρώην κρατούμενου του Άουσβιτς να επιστρέψουν στις γερμανικές αρχές ένα μικρό ασσυριακό αρχαιολογικό εύρημα το οποίο είχε κλαπεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από Ρώσο στρατιώτη.
Σύμφωνα με τους διαχειριστές του κληροδοτήματος του Ρίβεν Φλάμενμπαουμ, ο επιζών του Ολοκαυτώματος απέκτησε τη χρυσή ασσυριακή πλάκα, μεγέθους περίπου 5 εκατοστών, ανταλλάσσοντάς την με τσιγάρα με έναν Ρώσο στρατιώτη, στο τέλος του πολέμου.
Το Εφετείο της Νέας Υόρκης απέρριψε ωστόσο το επιχείρημα ότι το αντικείμενο αυτό αποτελούσε «λάφυρο πολέμου» και διέταξε να επιστραφεί στο Μουσείο Εγγύς Ανατολής του Βερολίνου. «Δεν επιθυμούμε να υιοθετήσουμε ένα δόγμα που θα βάσιζε την ιδιοκτησία στη λεηλασία των πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια του πολέμου από μια στρατιωτική δύναμη», σημειώνει το δικαστήριο στο σκεπτικό της απόφασής του.
Για το λόγο αυτό απέρριψε το επιχείρημα περί «πολεμικών λαφύρων» που πρόβαλαν οι κληρονόμοι, δηλαδή ότι η ρωσική κυβέρνηση, εισβάλλοντας στη Γερμανία, δικαιούνταν να διεκδικήσει τους θησαυρούς του μουσείου ως «λάφυρα πολέμου», ένα δικαίωμα που με την ανταλλαγή πέρασε στον Φλάμενμπαουμ και κατόπιν στους απογόνους του.
Η πλάκα χρονολογείται από την εποχή της βασιλείας του Τικουλτί Νινουρτά Α΄ (1245-1208 π.Χ.) και βρέθηκε λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από Γερμανούς αρχαιολόγους στο Ιράκ. Στάλθηκε στο Βερολίνο το 1926 και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε αποθηκευτεί για ασφάλεια, μαζί με άλλα αντικείμενα, αλλά χάθηκε μυστηριωδώς. Ξαναβρέθηκε το 2003 στις ΗΠΑ, μετά το θάνατο του Ρίβεν Φλάμενμπαουμ. Η διένεξη των κληρονόμων του για την αξία της πλάκας τράβηξε την προσοχή του βερολινέζικου μουσείου που παρενέβη στη διαμάχη, ζητώντας να του επιστραφεί ο θησαυρός.