Σημαντικές πληροφορίες για τους δεσμούς και τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπινου είδους με τον πολυδιάστατο κόσμο των φυτών φέρνουν στο φως –μεταξύ άλλων– τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα του Σπηλαίου της Θεόπετρας, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αρχαιολόγος Nίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, με την αφορμή της συμπλήρωσης πέντε χρόνων από τότε που ο χώρος του σπηλαίου της Θεόπετρας έγινε επισκέψιμος.
Με τη διαδικασία του νεροκόσκινου, σύμφωνα με την ίδια, εντοπίστηκαν στα παλαιολιθικά στρώματα καμένοι καρποί, όπως άγριο αμύγδαλο, βατόμουρο, τσικουδιά, μπιζέλι κ.ά. ψυχανθή (όσπρια) και αγρωστώδη (δημητριακά), ως αποτέλεσμα καρποσυλλογής προς βρώση καθώς και άλλα είδη αγριόχορτων προορισμένων κυρίως για ζωοτροφές, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι οι Παλαιολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου χρησιμοποιούσαν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία καρπών και φυτών, που δεν επιβίωσαν ώστε να φτάσουν ως εμάς. Στα Μεσολιθικά δείγματα εξακολουθεί η παρουσία άγριων οσπρίων, φρούτων και καρπών και άλλων φυτικών ειδών που είτε εντάσσονταν στο διαιτολόγιο των χρηστών του σπηλαίου είτε χρησιμοποιούνταν σε άλλες δραστηριότητες.
Η αρχαιοβοτανική αυτή συγκέντρωση προέκυψε, όπως αναφέρει η αρχαιολόγος, από τη συστηματική συλλογή περίπου 550 δειγμάτων χώματος, στα οποία έγινε η διαδικασία του νεροκόσκινου. Τα φυτικά κατάλοιπα αποτελούν σημαντικούς φορείς πληροφορίας σχετικά με τους δεσμούς και τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπινου είδους με τον πολυδιάστατο κόσμο των φυτών, τις ανθρώπινες επιλογές στη διαχείριση του χλωριδικού περιβάλλοντος, τις στρατηγικές επιβίωσης και οικονομικής οργάνωσης μιας ομάδας. Και, όπως γίνεται αντιληπτό, το αρχαιοβοτανικό υλικό της Θεόπετρας λόγω της παλαιότητάς του, καθώς είναι το αρχαιότερο που προέρχεται από αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο, συνιστά ένα πολύτιμο αρχείο δεδομένων για τη διερεύνηση των πρώιμων σταδίων εκμετάλλευσης του φυτικού κόσμου στον ελληνικό χώρο. Και επιπλέον, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία από αυτό το υλικό είναι ότι είδη φυτών που στην Παλαιολιθική περίοδο τα βρίσκουμε σε άγρια μορφή, στη Νεολιθική τα συναντούμε καλλιεργημένα και αυτό επιβεβαιώνει τη συνέχεια του πολιτισμού στον ίδιο χώρο.
Η ταύτιση των ξυλανθράκων επίσης από δείγματα που συλλέχθηκαν στο σπήλαιο επιβεβαιώνουν, εξηγεί η κ. Κυπαρίσση, μέσω της βλάστησης που αναγνωρίστηκε κατά περιόδους, τις κλιματικές συνθήκες που περιγράφηκαν με τις γεωλογικές αναλύσεις, αλλά και με αναλύσεις γυρεόκοκκων που έχουν γίνει παλαιότερα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και της Θεσσαλίας, δηλ. στεπική βλάστηση σε περιόδους ψυχρού και ξηρού κλίματος, ενώ κλιματικά ήπια ενδιάμεσα επεισόδια χαρακτηρίζονται από πλατύφυλλα φυλλοβόλα.
Σύμφωνα με την ίδια, από τα ευρήματα με την ευκαιρία των έργων του Γ΄ ΚΠΣ, αξίζει να μνημονευτεί η αποκάλυψη, ακριβώς μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου, λιθοσωρού που φαίνεται να καλύπτει όλο το εύρος της εισόδου. Οι πέτρες, διαφόρων μεγεθών, φαίνεται να τοποθετήθηκαν εκεί εσκεμμένα προκειμένου να δημιουργήσουν ένα φράγμα ασφαλείας ώστε να εμποδίζεται η είσοδος στο σπήλαιο (προφανώς για τα ζώα). Με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας η κατασκευή χρονολογήθηκε στα 22-23.000 χρόνια πριν, δηλαδή σε εποχή παγετώνων και αυτό είναι ενισχυτικό της άποψης ότι έγινε σκοπίμως για να αποτρέπει τόσο τα ζώα όσο και τα ψυχρά στοιχεία να εισέρχονται από την είσοδο του σπηλαίου στο εσωτερικό του.
Οι ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας ήρθαν να επιβεβαιώσουν την προς τα πίσω άρρηκτη συνέχεια του Νεολιθικού πολιτισμού με την παρουσία της Μεσολιθικής περιόδου για πρώτη φορά στη Θεσσαλία, αλλά και τη σύνδεση της τελευταίας με τις προγενέστερες βαθμίδες, την Ανώτερη και τη Μέση Παλαιολιθική, και να αποδείξουν με τα σχετικά ευρήματα πως και η καθιέρωση της καλλιέργειας και η κεραμική τεχνολογία υπήρξαν το αποτέλεσμα προσπαθειών πολλών χιλιετιών που μετέτρεψαν το άγριο σε καλλιεργημένο και τον πηλό σε κεραμική, καταλήγει η αρχαιολόγος.