Αποτελεί τόπο συνάντησης των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και ένα από τα τοπόσημα της πόλης. Το χαρακτηριστικό σιντριβάνι, στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Εθνικής Αμύνης, με την πολυκύμαντη ιστορία, χαρακτηρίστηκε μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Το σιντριβάνι, αξιόλογο στοιχείο ιστορικού αστικού εξοπλισμού της πόλης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την περίοδο δράσης του Οθωμανού διοικητή Σαμπρί Πασά, κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, και της μεγάλης κλίμακας πολεοδομικής παρέμβασης που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού της πόλης στη διάρκεια της περιόδου αυτής.
Η κατασκευή του από λευκό μάρμαρο στο τέλος του 19ου αιώνα έγινε με το συνδυασμό οθωμανικών και δυτικότροπων στοιχείων και ήταν επηρεασμένη από τις πολυάριθμες κρήνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας που κοσμούσαν την πόλη. Το ανώτερο τμήμα του χαρακτηρίζεται από κλασική δυτικοευρωπαϊκού τύπου μορφή, ενώ ο οβελίσκος παραπέμπει σε αιγυπτιακά πρότυπα. Το σιντριβάνι εγγράφεται σε κυκλική βάση και αποτελείται από τρία ημικύκλια (γούρνες). Τα διαχωριστικά ελικωτά φουρούσια φέρουν διάκοσμο με ανθέμια και ανάγλυφο στέφανο με κορδέλα (χαρακτηριστικός δυτικοευρωπαϊκός διάκοσμος της εποχής). Στο πίσω μέρος κάθε γούρνας υπάρχει διάκοσμος με σταγόνες, που παραπέμπει στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική των ναών και το νεοκλασικισμό. Το νερό κυλά μέσα από λεοντοκεφαλές, στοιχείο που συναντάται στη λαϊκή αρχιτεκτονική του τόπου.
Από τη μεγαλόπρεπη πλατεία Ταξίμ στα αζήτητα του δημοτικού εργοταξίου
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο κέντρο μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεδομένης της καίριας θέσης της ως εμπορικού λιμανιού της ανατολικής Μεσογείου.
Σε μια προσπάθεια εξωραϊσμού του πολεοδομικού ιστού της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο Σαμπρί Πασάς αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στην πόλη. Επιφορτισμένος με την εφαρμογή των βασικών αρχών του μεταρρυθμιστικού προγράμματος και τις γενικές γραμμές που είχαν υποδειχθεί με αυτοκρατορικό διάταγμα του 1863 προχωρεί σε εντολή κατεδάφισης των τειχών και κατασκευή προκυμαίας με την κατεδάφιση το 1869 των παραθαλάσσιων βυζαντινών τειχών της Θεσσαλονίκης.
Η οικοδόμηση της περιοχής προωθήθηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις Αρχές, οι οποίες θέλησαν να παρακινήσουν τους Θεσσαλονικείς να υιοθετήσουν νέες ιδέες για το χώρο κατοικίας τους. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ εξέφρασε την ευαρέσκειά του δωρίζοντας στη συνοικία το σιντριβάνι. Αυτό αποφασίστηκε να τοποθετηθεί σε κεντρική θέση, εκεί όπου η νέα λεωφόρος Χαμηδιέ θα συναντούσε τον κύριο άξονα της πόλης, την Kelemerye Caddesi (σημερινή Εγνατία).
Με τον τρόπο αυτό η διασταύρωση των δύο δρόμων αναδείχθηκε σε πρωτεύον σημείο αναφοράς του αστικού χώρου.
Μια άλλη άποψη αναφέρει ότι η δημιουργία λεσχών και προξενείων στην περιοχή έκανε άσχημη εντύπωση στον πληθυσμό της πόλης. Για να απαλειφθεί η εντύπωση αυτή, η τουρκική διοίκηση αποφάσισε να εξωραΐσει το χώρο κατασκευάζοντας το σιντριβάνι.
Τα εγκαίνια του σιντριβανιού έγιναν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε σε επίσημη τελετή τον Μάρτιο του 1889. Η νέα πλατεία που διαμορφώθηκε γύρω από την κρήνη θα γίνει κέντρο κοινωνικής ζωής της πόλης και θα ονομαστεί –όχι τυχαία– πλατεία Ταξίμ σε αναλογία με εκείνη της συνοικίας Πέρα στην Κωνσταντινούπολη.
Εκτός από διακοσμητικό ρόλο, η κρήνη είχε και πρακτικό χαρακτήρα αφού προοριζόταν για να προσφέρει νερό σε διαβάτες και για το πότισμα των ζώων. Το σιντριβάνι αναφέρεται κατά καιρούς με διάφορες ονομασίες, όπως «Πηγή Χαμηδιέ», «Λευκή Πηγή», «Πηγή της Καλαμαριάς», «Κρήνη της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου» και «Σιντριβάνι της Εθνικής Άμυνας».
Το 1936 ο δήμος Θεσσαλονίκης έβγαλε το σιντριβάνι για διευκόλυνση της κυκλοφορίας, το πέταξε άχρηστο στο παλιό γήπεδο της ΧΑΝΘ και αργότερα το μετέφερε στο εργοτάξιο του δήμου. Ήταν η εποχή που διανοίχτηκε η Εγνατία οδός. Το σιντριβάνι παρέμεινε για πολλά χρόνια στο εργοτάξιο του δήμου στην Τούμπα, ενώ κάποια μαρμάρινα τμήματά του καταστράφηκαν, καθώς πέρασαν με απερισκεψία σε δεύτερη χρήση.
Το 1976 εντοπίστηκαν στο εργοτάξιο τμήματα από το σιντριβάνι: οι τρεις μαρμάρινες ημικυκλικές γούρνες, ένα από τα τρία φουρούσια και η βάση του οβελίσκου. Έπειτα από έρευνα σε φωτογραφίες αρχείου και τουρκικά σχέδια έγινε εφικτή η αποκατάστασή του. Το 1977 αναστηλώθηκε, ωστόσο ολόκληρο σχεδόν το πάνω τμήμα είναι πιστό αντίγραφο του αυθεντικού. Η επανατοποθέτησή του στις 20 Ιουλίου του 1977 δεν έγινε στην ακριβή θέση (αλλά σε πολύ κοντινό σημείο) λόγω των πολεοδομικών ανασχηματισμών.
Σήμερα το σιντριβάνι αποτελεί τοπόσημο για την πόλη, ενώ παρά την πολύπαθη ιστορία του δεν εμφανίζει ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά περιορισμένες φθορές (τοπικές θραύσεις, ρηγματώσεις, βιολογική κρούστα λόγω περιβαλλοντικής ρύπανσης και γκράφιτι).
Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία (μειοψηφούντος του εκπροσώπου του Τεχνικού Επιμελητηρίου στο Συμβούλιο, αρχιτέκτονα Νίκου Νικολαΐδη) υπέρ του χαρακτηρισμού του σιντριβανιού ως μνημείου, διότι πρόκειται για αξιόλογο δείγμα αστικού εξοπλισμού της Θεσσαλονίκης του τέλους του 19ου αιώνα, με πολεοδομική και ιστορική σημασία, αποτελεί τεκμήριο της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης κατά τα όψιμα χρόνια της οθωμανικής περιόδου και θεωρείται τοπόσημο για τους κατοίκους.