Για πολλά χρόνια οι αρχαιολόγοι αναζητούν ίχνη και κατάλοιπα των δύο φημισμένων ελληνιστικών γυμνασίων της Αθήνας που λειτουργούσαν εντός των τειχών της πόλης. Μια επιγραφή με ονόματα εφήβων που εντοπίστηκε στην περιοχή της Πλάκας προκαλεί επιστημονικό ενδιαφέρον, καθώς φαίνεται να συνδέεται με κάποιον από τους παραπάνω χώρους άθλησης.
Η επιγραφή ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης του Αρχοντικού των Μπενιζέλων, της μοναδικής σωζόμενης σήμερα στην Αθήνα προεπαναστατικής οικίας που βρίσκεται στην Πλάκα, επί της οδού Αδριανού.
Το ενεπίγραφο μνημείο, από λευκό ψιλόκοκκο μάρμαρο, πιθανώς πεντελικό, σώζεται αποσπασματικά. Η επιγραφή έχει χαραχτεί επάνω σε ανάγλυφη ασπίδα αργείου τύπου, η οποία εγγράφεται εντός τετράγωνης συμφυούς πλάκας.
Η επιγραφή, η οποία παρουσιάστηκε από τον αρχαιολόγο της Α΄ ΕΠΚΑ Δημήτρη Σούρλα σε ομιλία του στο Επιγραφικό Μουσείο, σώζεται αποσπασματικά. Έχει χαραχτεί πάνω στο κυρτό σώμα της ασπίδας και πιθανότατα καταλάμβανε αρχικά ολόκληρο το σώμα της. Συνολικά πάνω στην ασπίδα σώζονται ακέραια και αποσπασματικά ονόματα 21 ανδρών. Σύμφωνα με γνωστά παράλληλα η επιγραφή χρονολογείται μεταξύ των ετών 175/6 μ.Χ. ή λίγο αργότερα.
Όπως εξηγεί ο μελετητής, η ταύτιση τουλάχιστον των τριών αυτών προσώπων με εφήβους σε συνδυασμό με τη μορφή του ενεπίγραφου μνημείου επιτρέπουν την ερμηνεία του με κατάλογο εφήβων. Συγκεκριμένα, σώζονται δύο όμοια ενεπίγραφα μνημεία, ανάγλυφες ασπίδες με καταλόγους ονομάτων εφήβων, μια που βρέθηκε στον Άγιο Δημήτριο τον Κατηφόρη και σήμερα εκτίθεται στο Επιγραφικό Μουσείο, και μια η οποία βρέθηκε στον Παρθενώνα, αλλά πιθανώς είχε μεταφερθεί εκεί και σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, που χρονολογούνται στα μέσα και στα τέλη του 2ου αι. – αρχές 3ου αι. μ.Χ.
Στην κεφαλή της επιγραφής διακρίνεται η λέξη «Θησείδαι». Οι έφηβοι «Θησείδαι» της επιγραφής θα πρέπει να ερμηνευτούν ως ομάδα εφήβων που συμμετείχαν σε κάποια γιορτή και κατά συνέπεια σε αγωνίσματα, ενδεχομένως προς τιμήν του κατεξοχήν Αθηναίου ήρωα του Θησέα, ήρωα ιδιαίτερα αγαπητού στην πόλη, που ενσάρκωνε το πρότυπο του ιδανικού εφήβου.
Το σημείο ανεύρεσης της επιγραφής, όπως επισημαίνει ο κ. Σούρλας, αφήνει λίγες αμφιβολίες για το πού είχε αρχικά τοποθετηθεί, καθώς, όπως γνωρίζουμε από φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή δύο γυμνάσια, το Πτολεμαίον και το Διογένειον, η θέση των οποίων όμως δεν έχει τεκμηριωθεί με βεβαιότητα.
Το μέγεθος και η μορφή της επιγραφής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν τοποθετημένη σε κάποιο ύψος, ενδεχομένως σε κάποιον από τους περιμετρικούς τοίχους ενός από τα δύο Γυμνάσια. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί, εξάλλου, και το γεγονός ότι η πίσω πλευρά της επιγραφής δεν είναι επεξεργασμένη καταδεικνύοντας ότι ήταν ένθετη. Βέβαια δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο να αποτελούσε τμήμα βάσης ή βάθρου.
Το Διογένειο Γυμνάσιο ιδρύθηκε προς τιμήν του Διογένους, διοικητή της Μακεδονικής φρουράς, την οποία απέσυρε το 229/8 π.Χ. απελευθερώνοντας έτσι την Αθήνα. Η χρονολογία ίδρυσης του γυμνασίου δεν είναι γνωστή, αλλά εικάζεται ότι πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.
Η ακριβής θέση του Διογενείου δεν έχει μέχρι σήμερα επιβεβαιωθεί. Έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ο μεγάλος αριθμός των εφηβικών καταλόγων και των άλλων σχετικών επιγραφικών μνημείων και στηλών κοσμητών, που είχαν βρεθεί κατά την κατεδάφιση του ναού του Αγ. Δημητρίου του Κατηφόρη, σε μικρή απόσταση από το χώρο του λεγόμενου Διογενείου, μεταξύ των σύγχρονων οδών Κυρρήστου, Ερεχθέως και Αδριανού στην Πλάκα, οδηγεί στην υπόθεση ότι το γυμνάσιο βρισκόταν εκεί, αν και από τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν δεν έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κτιρίου αυτού του τύπου. Ακριβώς στα όρια του χώρου βρίσκεται και το αρχοντικό των Μπενιζέλων, όπου βρέθηκε η πρόσφατη επιγραφή, κάτι που ενισχύει επίσης την υπόθεση της σύνδεσης της επιγραφής με το Διογένειο.
Σε πολύ κοντινή απόσταση από το γυμνάσιο του Διογένη βρισκόταν και αυτό του Πτολεμαίου. Ο αρχαιολόγος Δημήτρης Σούρλας συνδέει τα ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς και σε μικρή απόσταση από το Ωρολόγιον του Κυρρήστου με τμήμα του προπύλου ελληνιστικών χρόνων ίσως του γυμνασίου του Πτολεμαίου. Την ταύτιση των καταλοίπων αυτών ως προπύλου είχε επισημάνει πρώτος ο καθηγητής του ΕΜΠ, Μανόλης Κορρές, χωρίς όμως να το αποδώσει σε κάποιο συγκεκριμένο κτίριο.