Η Περιφερειακή Ενότητα (Π.Ε.) Τρικάλων καταλαμβάνει το ΒΔ τμήμα της Θεσσαλίας και πρωτεύουσά της είναι η πόλη των Τρικάλων (εικ. 1).

Κατά την αρχαιότητα η Θεσσαλία χωρίστηκε σε τέσσερα φυλετικά κράτη, τις τετραρχίες ή τετράδες, πιθανότατα από τον Αλεύα Πυρρό (7ος αι. π.Χ.). Ένα από τα τέσσερα κράτη της τετραρχίας ήταν η Εστιαιώτις ή Ιστιαιώτις, που καταλάμβανε περίπου τα σημερινά όρια του νομού Τρικάλων. Τα άλλα κράτη της θεσσαλικής τετραρχίας ήταν η Θεσσαλιώτις, η Πελασγιώτις και η Φθιώτις.

Από τις αρχαιολογικές έρευνες προέκυψε ότι η ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Θεσσαλία, κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια. Παλαιολιθικά δείγματα κατοίκησης έχουν διαπιστωθεί στο σπήλαιο της Θεόπετρας, όπου έχει βεβαιωθεί η αδιάκοπη ανθρώπινη παρουσία από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (33000-8000 π.Χ.) ως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής με αρχές Χαλκοκρατίας (2800 π.Χ.), όταν και εγκαταλείφθηκε. Επίσης, νεολιθικές θέσεις έχουν εντοπιστεί κοντά στην κοινότητα Μεγάλου Κεφαλόβρυσου, που βρίσκεται 9 χλμ. ΒΔ της πόλης των Τρικάλων και σε περιοχή κοντά στο χωριό Ζάρκο (οικισμός πλατιάς Μαγούλας).

Η αρχαία Τρίκκη, που ήταν πρωτεύουσα της Εστιαιώτιδας, ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη των Τρικάλων και είναι κτισμένη στις υπώρειες μιας χαμηλής προβολής των Χασίων με θέα προς τη θεσσαλική πεδιάδα. Η θέση της είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, διότι ασκούσε έλεγχο στις διαβάσεις από την Ήπειρο προς την ανατολική Θεσσαλία. Από τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι ο αρχαίος οικισμός αναπτυσσόταν μεταξύ του Ληθαίου ποταμού και το λόφο, στην κορυφή του οποίου υψώνεται το βυζαντινό κάστρο. Σύμφωνα με ανασκαφικές τομές που έχουν κατά καιρούς διενεργηθεί στην περιοχή, τα αρχαιότερα στρώματα κατοίκησης χρονολογούνται στην πρώιμη Χαλκοκρατία.

Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά στην αρχαία Τρίκκη προέρχεται από τον ομηρικό κατάλογο νηών, όπου αναφέρεται ότι η πόλη συμμετείχε στην εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία με 30 πλοία και αρχηγούς τους γιους του Ασκληπιού, Μαχάονα και Ποδαλείριο (σημ. 1). Γενικότερα μιλώντας, οι αρχαίοι συγγραφείς όταν αναφέρονται στην αρχαία Τρίκκη, τη σχετίζουν κατά κύριο λόγο με τη λατρεία του Ασκληπιού και διάφορα γεγονότα της εποχής τους.

Για την ιστορία της πόλης στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά. Tο έτος 1956, κατά τη διάρκεια διάνοιξης περιφερειακής οδού, αποκαλύφθηκε μισοκατεστραμμένο ψηφιδωτό δάπεδο, χωρίς να μπορεί να ορισθεί το αρχικό μήκος και πλάτος του. Βόρεια και δυτικά του δαπέδου εντοπίσθηκε τοιχοποιία επενδεδυμένη με ορθομαρμάρωση (σημ. 2). Η ανάλυση της διακόσμησης και ο παραλληλισμός των θεμάτων με άλλα αντίστοιχα οδηγούν στη χρονολόγηση του ψηφιδωτού στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. Τα εν λόγω κατάλοιπα σήμερα δεν διατηρούνται. Γενικότερα πάντως, φαίνεται πως η Τρίκκη βρισκόταν σε παρακμή εκείνη την περίοδο και για το λόγο αυτό ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, εκτιμώντας τη στρατηγική της θέση, έκτισε «εκ θεμελίων» το κάστρο της (6ος αι. μ.Χ.) (σημ. 3).

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η πόλη λεηλατήθηκε από τις επιδρομές Γότθων, Ούννων, Σλάβων, Σαρακηνών, Νορμανδών και Φράγκων, ενώ στο β΄ μισό του 14ου αιώνα κατέλαβε την περιοχή ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Δουσάν (1331-1355). Στη συνέχεια, το έτος 1395, τα Τρίκαλα πέρασαν στην κυριαρχία των Τούρκων, όπου ύστερα από μία περίοδο παρακμής διάρκειας περίπου δύο αιώνων, η πόλη εξελίχθηκε σε σημαντικό οικονομικό κέντρο για το υπόλοιπο διάστημα της Τουρκοκρατίας, γεγονός που πιστοποιείται και από τα υφιστάμενα μνημεία. Τα Τρίκαλα απελευθερώθηκαν το 1881, αλλά μετά τον πόλεμο του 1897 επανήλθαν στους Τούρκους ως το 1898, όταν και ελευθερώθηκαν οριστικά.

Παρουσίαση των μνημειακών χώρων της πόλης των Τρικάλων

Αρχαιολογικός χώρος αρχαίας Τρίκκης

Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Τρίκκης βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης των Τρικάλων και συγκεκριμένα στην περιοχή νότια του Κάστρου, σε άμεση γειτνίαση με τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου (εικ. 2).

Στα τέλη του 19ου αι., λίγο μετά την αποκάλυψη του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, άρχισαν οι πρώτες έρευνες για τον εντοπισμό του γνωστού από τις πηγές Ασκληπιείου της Τρίκκης. Συγκεκριμένα, το 1892 μέλη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα ήρθαν στα Τρίκαλα και στην αριστερή όχθη του Ληθαίου, περίπου 200 μ. ΝΔ του βυζαντινού Κάστρου, στη θέση «Γούρνα», όπου την εποχή εκείνη ανέβλυζε η ομώνυμη πηγή, εντόπισαν αρχαίους δόμους και συνέλεξαν κινητά πήλινα ειδώλια, μεταξύ των οποίων ενός Τελεσφόρου, ενός κόκορα και ενός σπαργανωμένου μωρού, τα οποία και συσχέτισαν με τη λατρεία του Ασκληπιού (σημ. 4).

Τα επόμενα χρόνια οι έρευνες συνεχίστηκαν από τον Π. Καστριώτη και κατόπιν από τον Α. Αρβανιτόπουλο. Στη συνέχεια, τα έτη 1958, 1964 και 1965 ο Δ. Θεοχάρης διενήργησε ανασκαφικές τομές σε κοινόχρηστους και ιδιωτικούς χώρους με στόχο την επισήμανση του Ιερού του Ασκληπιού. Αποκαλύφθηκαν τμήματα ελληνιστικών και ρωμαϊκών κτηρίων, τα οποία με επιφύλαξη αποδόθηκαν στο Ασκληπιείο.

Τέλος, από το 1976 και μετά η έρευνα συνεχίστηκε με τη μορφή σωστικών ανασκαφών από την πρώην αρμόδια ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη των κτηρίων που είχαν εντοπιστεί από τον Θεοχάρη.

Στον υφιστάμενο αρχαιολογικό χώρο εντοπίζονται τμήματα τεσσάρων οικοδομημάτων: ένα κτήριο με ψηφιδωτά, μια στοά, ένα λουτρό και τα κατάλοιπα χριστιανικού ναού (εικ. 3). Πιο συγκεκριμένα:

Ελληνιστικό κτήριο: Στη Β πλευρά του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται το δρομικό ελληνιστικό κτήριο, τα δάπεδα του οποίου έφεραν ψηφιδωτή διακόσμηση. Είναι θεμελιωμένο σε παράλληλη διάταξη με τη στοά, με την οποία είναι σύγχρονο. Συγκεκριμένα τα δύο κτήρια έχουν τη μορφή παράλληλων νησίδων του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος των ελληνιστικών χρόνων.

Οι μέχρι τώρα διαστάσεις του είναι 45,40×12,70, ενώ η προς τα ΒΑ συνέχειά του βρίσκεται κάτω από οικόπεδα και οικοδομές. Οι τοίχοι του αποτελούνταν από ψαμμιτολιθικούς κυβόλιθους και ανωδομή από ωμές πλίνθους που συνδέονταν με λάσπη. Είχε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις με κάποιες ενδιάμεσες επισκευές.

Στην πρώτη φάση το εσωτερικό του διαιρούνταν με κάθετους τοίχους σε ορθογώνιες αίθουσες, ενώ στη δεύτερη οι ενδιάμεσοι τοίχοι του κτηρίου καταργήθηκαν με αποτέλεσμα να ενοποιηθούν οι εσωτερικές ορθογώνιες αίθουσες. Το δάπεδο επίσης ανυψώθηκε κατά 0,40 μ. και διακοσμήθηκε από ψηφιδωτά που φέρουν παραστάσεις από τον Διονυσιακό κύκλο και μεγάλη ποικιλία διακοσμητικών θεμάτων. Η κατασκευή τους τοποθετείται στο β΄ τέταρτο του 3ου αι. μ.Χ.

Ελληνιστική στοά: Η στοά απλώνεται σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου. Η μία πτέρυγά της αρχίζει από το ΝΑ άκρο με ΒΔ κατεύθυνση, ενώ στη συνέχεια κάμπτεται και κατευθύνεται προς τα ΒΑ. Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί η αρχή και το τέλος της. Πιθανότατα τη στοά διαμόρφωνε πεσσοστοιχία, διότι οι βάσεις, που αποτελούνται από ψαμμιτολιθικούς κυβόλιθους, δεν φέρουν ίχνη τόρμων για τη στερέωση κιόνων.

Οι πτέρυγες της στοάς περιέβαλλαν υπαίθρια αυλή, η οποία είχε χαλικόστρωτο δάπεδο. Ίδιο δάπεδο είχε και ο χώρος μεταξύ του τοίχου και της πεσσοστοιχίας. Βάσει των καταλοίπων κεραμικής, η κατασκευή της τοποθετείται στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Πιστεύεται ότι η στοά αυτή ανήκε στο γυμνάσιο της αρχαίας Τρίκκης.

Οι ερευνητές υποθέτουν ότι στο ΝΑ μέρος της υπαίθριας αυλής, το οποίο δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη, θα πρέπει να βρισκόταν το πρόπυλο και οι έδρες, οι αμφιθεατρικές δηλαδή εξέδρες για τους θεατές. Στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ. η στοά θα πρέπει να καταργήθηκε, καθώς στο νότιο τμήμα της κατασκευάσθηκε το συγκρότημα του λουτρού.

Ρωμαϊκό λουτρό: Καταλαμβάνει το Ν τμήμα του αρχαιολογικού χώρου. Οι διαστάσεις του είναι 40,50×30,50 μ., το ύψος των τοίχων του κυμαίνεται από 1,50 έως 3,05μ. και το πάχος τους 1,20 με 1,50μ. περίπου. Οι τοιχοποιίες του αποτελούνται από αργούς λίθους στο κατώτερο τμήμα και οπτόπλινθους στο ανώτερο. Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιήθηκε ασβεστοκονίαμα ρόδινου χρώματος.

Σώζονται ο θερμός χώρος ή caldarium, ο υπόγειος χώρος των υποκαύστων, ο χλιαρός χώρος ή tepidarium και η ορθογώνια αίθουσα που αποτελούσε το αναπαυτήριο, ενώ δεν έχει εντοπιστεί ο ψυχρός χώρος ή frigidarium. Επιπλέον, αρκετά τμήματα του λουτρικού συγκροτήματος, όπως για παράδειγμα τα αποδυτήρια, οι βεσπασιανές και η μνημειώδης είσοδος δεν έχουν αποκαλυφθεί και πιθανολογείται ότι βρίσκονται κάτω από σύγχρονες οικοδομές και τις παρακείμενες οδούς. Η κατασκευή του λουτρού τοποθετείται στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ., ενώ οι προσθήκες και οι επισκευές του χρονολογούνται έναν αιώνα αργότερα.

Συνοψίζοντας, βάσει των μέχρι σήμερα ανασκαφικών δεδομένων η ακριβής χρήση του ελληνιστικού κτηρίου και της στοάς δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Επιπλέον, στην παρούσα φάση δεν είναι δυνατό τα παραπάνω κτίσματα να συσχετισθούν με απόλυτη ασφάλεια με το Ιερό του Ασκληπιού, καθώς δεν έχει εντοπιστεί η θέση του. Ωστόσο, σύμφωνα με τον τελευταίο ανασκαφέα του χώρου, τα συγκεκριμένα κτήρια είχαν στο σύνολό τους δημόσιο προορισμό και μπορούν να αποδοθούν στο οργανωμένο σύνολο κτηρίων του Ασκληπιείου της Τρίκκης που γνωρίζουμε από τις πηγές (σημ. 5).

Βασιλική στο χώρο της αρχαίας Τρίκκης: Δυτικά της ελληνιστικής στοάς εντοπίστηκε τρίκλιτη βασιλική των μεσοβυζαντινών χρόνων. Ο χώρος του ιερού στα ανατολικά απολήγει σε τρεις ημικυκλικές αψίδες. Εσωτερικά εντοπίστηκαν τμήματα των δύο τοίχων που χώριζαν τα κλίτη, επί των οποίων φερόταν πιθανότατα κιονοστοιχία. Τόσο οι αψίδες όσο και οι τοίχοι είναι χτισμένοι με αργούς λίθους, κεραμίδια και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό, ενώ εντοπίζονται και αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση.

Κατάσταση διατήρησης

Σήμερα τα μνημεία που απαρτίζουν τον αρχαιολογικό χώρο δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Ιδιαίτερα το ελληνιστικό κτήριο και η στοά σώζονται στο επίπεδο της θεμελίωσης, η οποία σε κάποια σημεία διατηρείται σε τόσο άσχημη κατάσταση, που είναι δύσκολη η αποκατάσταση της κάτοψης. Σε καλύτερη κατάσταση και σε μεγαλύτερο ύψος διατηρούνται τα κατάλοιπα του ρωμαϊκού λουτρού, τα οποία όμως δεν μπορούν να παρατηρηθούν με ιδιαίτερη ευκολία, λόγω του τρόπου τοποθέτησης του στεγάστρου προστασίας τους.

Με την αριθμ. 12524/9-12-1964 (ΦΕΚ 38/Β/19-1-1965) Υπουργική Απόφαση τα λείψανα της αρχαίας Τρίκκης χαρακτηρίστηκαν ως αρχαιολογικός χώρος. Φορέας προστασίας είναι η ΛΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Κάστρο

Το κάστρο των Τρικάλων βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της πόλης και είναι κτισμένο στην κορυφή χαμηλού λόφου, δυτικά του οποίου ρέει ο Ληθαίος ποταμός (εικ. 4). Σύμφωνα με όσους μελέτησαν την ιστορία της πόλης των Τρικάλων, το κάστρο αντικατέστησε την ακρόπολη της αρχαίας Τρίκκης, κατάλοιπα της οποίας είναι εμφανή στη Δ πλευρά της οχύρωσης. Επιπλέον, η χρήση ογκολίθων στην τοιχοποιία επιβεβαιώνει την παραπάνω άποψη.

Το κάστρο καταλαμβάνει έκταση δέκα περίπου στρεμμάτων και έχει τυπική μορφή βυζαντινής οχύρωσης. Είναι επίμηκες πολυγωνικού σχήματος, με άξονα από τα ΝΔ προς τα Β (εικ. 5). Κατά διαστήματα ενισχύεται με τετράπλευρους πύργους που δένουν οργανικά με το τείχος του. Εσωτερικά, διαιρείται κλιμακωτά με εγκάρσια τείχη, σε τρία τμήματα: α) στο πρώτο (κάτω) επίπεδο που βρίσκεται στο χαμηλότερο τμήμα της νότιας κλιτύος του λόφου, β) στο δεύτερο (μεσαίο) που είναι και το μεγαλύτερο σε έκταση και γ) στο μικρό εσωτερικό φρούριο (ic kale) ή τρίτο επίπεδο, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου (ΒΑ γωνία).

Η τοιχοποιία του κάστρου αποτελείται από απλή αργολιθοδομή ημιλαξευτών λίθων ασβεστολιθικής προέλευσης, κατασκευασμένη κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα, με την παρεμβολή μικρότερων πλίνθων. Η πύλη εισόδου του βρίσκεται στη Δ πλευρά του πρώτου επιπέδου και είναι τοξωτή με λίθινο περιθύρωμα. Προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση από την πλευρά της σύγχρονης πόλης, στη δεκαετία του 1960, ανοίχθηκε νέα είσοδος στην ανατολική πλευρά του κάστρου.

Πιο αναλυτικά, το πρώτο επίπεδο καταλαμβάνει το ΝΔ τμήμα του κάστρου, καθώς και μέρος του Α τμήματος. Στη δεκαετία του 1970 στο χώρο κατασκευάστηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα τουριστικό περίπτερο.

Το δεύτερο επίπεδο καταλαμβάνει το μεσαίο τμήμα της έκτασης. Στο εσωτερικό του, κοντά στην ανατολική πλευρά, κτίστηκε στα μέσα του 17ου αι. μεγάλο πυργοειδές ρολόι που γκρεμίστηκε, και στην ίδια θέση κατασκευάσθηκε το έτος 1936 το υφιστάμενο. Με την αριθμ. 1653/43009/12-9-1978 (ΦΕΚ 804/Β/21-9-1978) Υπουργική Απόφαση έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, διότι παρουσιάζει μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο για την πόλη των Τρικάλων. Στον ίδιο χώρο κατασκευάσθηκε, σύμφωνα με την αριθμ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ32/23256/568/13-12-88 Υ.Α., υπαίθριο θέατρο από μεταλλικό σκελετό, όπου κατά τη θερινή περίοδο διεξάγονται παραστάσεις και συναυλίες.

Το τρίτο επίπεδο είναι το σημαντικότερο, αφού έχει περίοπτη θέση και οπτική επαφή με όλη τη γύρω περιοχή. Καταλαμβάνει το ΒΑ ανώτατο άκρο της οχύρωσης και έχει σχήμα ακανόνιστου τεταρτοκυκλίου με περίμετρο 174,00 μ. και συνολικό ύψος μέχρι τις επάλξεις έως 15 μ. Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά, ενώ το τείχος του ενισχύεται από τέσσερις πύργους (εικ. 6).

Στο εσωτερικό, φυσικό ανάχωμα οδηγούσε στον περίδρομο της ανατολικής και βόρειας πλευράς, το οποίο μεταγενέστερα πλακοστρώθηκε και διαμορφώθηκαν κλιμακωτά πλατύσκαλα. Τέλος, στον περίδρομο της νότιας πλευράς οδηγεί στενή κλίμακα. Στη δυτική πλευρά του εσωτερικού βρίσκεται η Πυριτιδαποθήκη. Πρόκειται για μονόχωρη καμαροσκέπαστη αίθουσα (εικ. 7), διαστάσεων 7,95×11,15 μ. Η είσοδος βρίσκεται στη Ν πλευρά και φέρει λίθινο περιθύρωμα. Πάνω από την είσοδο υπάρχει λίθινη διακόσμηση, στο κέντρο της οποίας υπάρχει άνοιγμα αερισμού.

Μπροστά από την είσοδο διαμορφώνεται υπερυψωμένο πλάτωμα, ενώ κλίμακα οδηγεί στον υπόγειο χώρο. Στο κάτω τμήμα της τοιχοποιίας της Πυριτιδαποθήκης έχει γίνει χρήση αρχαίου υλικού, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα κατασκευάσθηκαν από αργολιθοδομή με περιορισμένη χρήση πλίνθων.

Λόγω των επάλληλων επεμβάσεων που δέχτηκε η οχύρωση, κατά την Οθωμανική περίοδο, διακρίνονται με δυσκολία οι προηγούμενες οικοδομικές φάσεις. Ωστόσο, η πρώτη φάση, κατάλοιπα της οποίας έχουν επισημανθεί στη Δ πλευρά της ακρόπολης, ανάγεται στην εποχή του Ιουστινιανού (540 μ.Χ.), όταν χρησιμοποιήθηκε και υλικό από την αρχαία ακρόπολη. Η δεύτερη οικοδομική φάση τοποθετείται στα υστεροβυζαντινά χρόνια, όπου χαρακτηριστικό της τοιχοποιίας είναι η πυκνή χρήση πλίνθων στους οριζόντιους και κάθετους αρμούς και η τρίτη στην Οθωμανική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες επισκευές στο Κάστρο.

Κατάσταση διατήρησης

Σε γενικές γραμμές το μνημείο σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση, ιδίως στις περιοχές του πρώτου και δεύτερου επιπέδου, όπου κατά το παρελθόν εκτελέστηκαν εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των τειχών από τον Δήμο Τρικκαίων και την πρώην αρμόδια 7η ΕΒΑ. Επιπλέον, στο χώρο του δεύτερου επιπέδου έχουν γίνει εσωτερικές διαμορφώσεις με διαδρομές επισκεπτών, στάσεις ανάπαυσης κ.λπ., λόγω και της ύπαρξης του πύργου του ρολογιού και του θεάτρου που προσελκύουν αρκετούς επισκέπτες.

Στο τρίτο επίπεδο εκτελέστηκαν ορισμένες σωστικές επεμβάσεις το έτος 1981, γενικά όμως τα τείχη του εξωτερικού και εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου διατηρούνται σε άσχημη κατάσταση. Εμφανή είναι τα σημάδια φθοράς και διάβρωσης των λίθων, η κατάρρευση τμημάτων των Πύργων και η φθορά του συνδετικού κονιάματος, εκτός των σημείων που όπως προαναφέρθηκε συντηρήθηκαν. Επιπλέον, παρατηρούνται κατά διαστήματα διαμπερή κενά στην τοιχοποιία και ρηγματώσεις σε διάφορα σημεία.

Τέλος, στο δάπεδο αυτού του επιπέδου έγιναν σύγχρονες επεμβάσεις, όπως: α) πλακοστρώθηκε ο χώρος μπροστά από το κτήριο της πυριτιδαποθήκης και το ΝΑ τμήμα της, β) διαμορφώθηκε τετράγωνο «χωνευτό» πλάτωμα αμέσως μετά την είσοδο, και γ) στη Ν πλευρά και σε επαφή με τη λίθινη κλίμακα διαμορφώθηκε πλάτωμα που στεγάζεται με κεραμοσκεπές στέγαστρο.

Βαρούσι

Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του Κάστρου εκτείνεται η παραδοσιακή συνοικία Βαρούσι, που κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτελούσε τη χριστιανική συνοικία της πόλης. Τα αρχοντικά του Βαρουσίου και οι πολυάριθμες μεταβυζαντινές εκκλησίες, αντικατοπτρίζουν την οικονομική άνθηση του 18ου και 19ου αι. που ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας (εικ. 8).

Ο πολεοδομικός ιστός της συνοικίας θα πρέπει αρχικά να ήταν πυκνότερος, αφού λόγοι ασφάλειας επέβαλαν την ανάπτυξή του κοντά στο Κάστρο. Από τον τρόπο χωροθέτησης των κτισμάτων προκύπτει ότι δεν υπήρξε σαφής σχεδιασμός. Οι δρόμοι διακλαδίζονται ανάμεσα στα σπίτια και σχηματίζουν στενά σοκάκια, γνωστά ως «στενά του Σακαφλιά». Το ακανόνιστο σχήμα τους δε ενίοτε «παραγωνιάζει» τα ισόγεια των κτηρίων, με αποτέλεσμα ο όροφος να προεξέχει λοξά .

Οι κατοικίες είναι συνήθως τοποθετημένες προς την πλευρά του δρόμου, ενώ πιο σπάνια συναντώνται περιπτώσεις όπου η αυλή βρίσκεται στο μέτωπο του δρόμου και το σπίτι στο βάθος, όπως γίνεται στις μέρες μας. Η εξωτερική πλευρά των ισογείων των σπιτιών δεν έχει ανοίγματα για λόγους ασφαλείας, ενώ οι αυλές περικλείονται από υψηλούς μαντρότοιχους, που δημιουργούν την αίσθηση του συνεχούς οικοδομικού συστήματος, παρόλο που τα σπίτια δεν βρίσκονται πάντοτε σε επαφή μεταξύ τους.

Τα υλικά κατασκευής των σπιτιών είναι κατά κύριο λόγο η πέτρα και το ξύλο και λιγότερο οι πλίθρες και τα τούβλα. Οι τοίχοι των ισογείων είναι κτισμένοι από πέτρα και το πάχος τους κυμαίνεται μεταξύ 60-90 εκ., ενώ ανά διαστήματα ενισχύονται με οριζόντιες ξυλοδεσιές. Η λιθοδομή ήταν συνήθως επιχρισμένη με λάσπη και άχυρο που καλυπτόταν από ασβεστοκονίαμα διαφόρων χρωμάτων, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις παρέμενε εμφανής. Γενικά πάντως, στα κτίσματα δεν παρατηρείται η επιμελημένη λαξευτή τοιχοποιία που συναντάται στα αρχοντικά άλλων πόλεων.

Οι τοίχοι του ορόφου, αλλά και οι εσωτερικοί διαχωριστικοί του ισογείου, είναι κατασκευασμένοι από ελαφρά ξύλινη κατασκευή, τον τσατμά ή μπαγδατί. Τα δάπεδα στα ισόγεια είναι στρωμένα με λίθινες πλάκες ή πατημένο χώμα, ενώ στους ορόφους είναι ξύλινα. Οι στέγες είναι ξύλινες καλυμμένες με κεραμίδια «βυζαντινού» τύπου, έχουν κλίση 30% και το γείσο τους προεξέχει από 20 ως 90 εκ. για την απορροή των όμβριων και του χιονιού.

Καθοριστικό μορφολογικό στοιχείο, ωστόσο, αποτελούν οι προεξοχές των ορόφων, γνωστές ως «σαχνισιά», που για λόγους εξοικονόμησης χώρου μπορεί να είναι ορθογώνιου, τριγωνικού ή τραπεζοειδούς σχήματος. Επιπλέον, στα τέλη του 19ου αι., λόγω των νεοκλασικών επιδράσεων σε πολλά σπίτια προστίθενται μικρά σιδερένια μπαλκόνια.

Επειδή όπως προαναφέρθηκε επρόκειτο για τη χριστιανική συνοικία των τουρκοκρατούμενων Τρικάλων, οι σωζόμενοι σήμερα ναοί στην περιοχή του Βαρουσίου είναι: του Αγίου Δημητρίου που χρονολογείται πριν από το 1588, του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος και του Αγίου Παντελεήμονος που χρονολογείται στα τέλη του 16ου – αρχές 17ου αι., του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1674), της Αγίας Μαρίνας (1766), της Αγίας Παρασκευής (1843), της Παναγίας Φανερωμένης ή του Γενεσίου της Θεοτόκου (1849-1853), της Αγίας Επισκέψεως (1863-1877) και του Αγίου Στεφάνου που είναι κτισμένος επάνω σε παλαιότερο ναό που είχε ανεγερθεί από τον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο κατά τον 14ο αι., και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στο μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε έδρα του Μητροπολίτη Λαρίσης. Ο σημερινός ναός ανεγέρθη το 1882. Τέλος, ο ναός των Αγίων Αναργύρων είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, κτισμένη σε υπερυψωμένο ευρύχωρο πλάτωμα. Εσωτερικά τα κλίτη της διαιρούνται με κομμάτια τοίχων. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή «ανακαινίσθη εκ βάθρων» (;) και τοιχογραφήθηκε το 1575. Το αρχικό κτίσμα ήταν μονόχωρο με τρίπλευρη κόγχη στα ανατολικά. Σε επόμενη φάση προστέθηκαν τα πλάγια κλίτη και ολόκληρο το κτίσμα υπερυψώθηκε. Εσωτερικά ο ναός κοσμείται με τοιχογραφίες από τις οποίες αυτές του κυρίως ναού χρονολογούνται το 1575 και του νάρθηκα στα 1627.

Παρά το γεγονός ότι έχει διατηρηθεί το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων που απαρτίζουν τη συνοικία, παρατηρούνται αλλοιώσεις στη γενικότερη φυσιογνωμία της, κυρίως λόγω των διαφορετικής αισθητικής κτηρίων που ανεγέρθηκαν στις δεκαετίες του 1970-80 και παρεμβάλλονται ανάμεσα στα παραδοσιακά. Επιπλέον, αρκετά κτίσματα καταρρέουν από τη φθορά, καθώς οι ιδιοκτήτες τους δεν ενδιαφέρονται ή αδυνατούν να επωμιστούν το κόστος συντήρησής τους. Οι ναοί που εντοπίζονται στην εν λόγω συνοικία διατηρούνται σε καλή κατάσταση, καθώς είναι σε χρήση και εκ των πραγμάτων συντηρούνται από την αρμόδια Μητρόπολη σε συνεργασία με τη 19η Ε.Β.Α.

Το Βαρούσι έχει χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακός οικισμός, σύμφωνα με τα Π.Δ. που έχουν δημοσιευθεί στα ΦΕΚ 201/Δ/5-4-1979 και ΦΕΚ 886/Δ/25-8-2005.

Τέμενος Οσμάν Σαχ

Το Τέμενος του Οσμάν Σαχ, γνωστότερο ως Κουρσούμ Τζαμί (μολυβένιο τζαμί), βρίσκεται στην αρχή της πόλης, για όποιον εισέρχεται από την Ε.Ο. Τρικάλων-Καρδίτσας (εικ. 9). Κατασκευάστηκε από τον Τούρκο κυβερνήτη της περιοχής, πρίγκιπα Οσμάν Σαχ, ο οποίος ήταν ανιψιός του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, με σχέδια του ονομαστού Τούρκου αρχιτέκτονα Σινάν (Koca mimar Sinan).

Σύμφωνα με το Οδοιπορικό του Οθωμανού περιηγητή Evliya Çelebi Seyahatnâme (Βιβλίο των ταξιδιών), το κληροδότημα του Οσμάν Σάχ εκτός από το τέμενος περιελάμβανε ιεροδιδασκαλείο, πτωχοκομείο, χάνι, λουτρό και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, η θέση των οποίων δεν είναι δυνατό να εντοπιστεί, καθώς στην περιοχή έχει διαφοροποιηθεί η ρυμοτομία, με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα παραπάνω κτίσματα να έχουν σήμερα κατεδαφιστεί και στη θέση τους να έχουν ανεγερθεί σύγχρονα. Επιπλέον, στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του μνημείου ουδέποτε πραγματοποιήθηκε ανασκαφική διερεύνηση.

Το Τέμενος είναι ένα μεγαλοπρεπές κυβόσχημο θολοσκεπές κτήριο συνολικού ύψους 22,5 μ. περίπου, το οποίο φέρει κιονοστήρικτο προστώο (revak) και μιναρέ στη δυτική του πλευρά.

Η κεντρική αίθουσα καλύπτεται από ημισφαιρικό τρούλο, που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους χωρίς ξυλοτύπους, ενώ στο επάνω μέρος των τοίχων διαμορφώνονται τόξα, στα οποία στηρίζονται τα σφαιρικά τρίγωνα. Επίσης, στο εσωτερικό του ανατολικού τοίχου διαμορφώνεται η επταγωνική κόγχη του μιχράμπ, που περιβάλλεται από ορθογώνιο πλαίσιο, στο οποίο εντοπίζονται υπολείμματα γύψινου φυτικού διακόσμου.

Εξωτερικά, τον τρούλο μέχρι ένα ορισμένο ύψος καλύπτει οκταγωνικό ψευδοτύμπανο, ενώ στις τέσσερις πλευρές που αντιστοιχούν στα σφαιρικά τρίγωνα έχουν κατασκευασθεί τοξοειδείς αντηρίδες, προκειμένου να συγκρατούν τις ωθήσεις του. Επιπλέον, μέρος των ωθήσεων του τρούλου μεταφέρεται μέσω της στεφάνης της βάσης του και των σφαιρικών τριγώνων στα τέσσερα γωνιακά σημεία της έδρασης, ενώ ένα άλλο μέρος των ωθήσεων μεταφέρεται στους περιμετρικούς τοίχους μέσω τοξωτών αντηρίδων. Η κορυφή του τρούλου καλύπτεται από μολυβδόφυλλα.

Η τοιχοποιία του Τεμένους είναι κατασκευασμένη από πρασινωπούς πελεκητούς πωρόλιθους, που εναλλάσσονται με τρεις σειρές πλίνθων αρμολογημένων με κοκκινωπό ασβεστοκονίαμα. Στη Β, Α και Ν πλευρά της τοιχοποιίας διανοίγονται τρεις σειρές παραθύρων, ενώ στη Δ, λόγω της ύπαρξης του προστώου, υπάρχει μόνο μία σειρά.

Όπως προαναφέρθηκε, στη Δ πλευρά του μνημείου εκτείνεται στοά (ρεβάκ), το μήκος της οποίας ξεπερνά αυτό του τεμένους, προκειμένου να ενσωματώνεται και η βάση του μιναρέ που βρίσκεται στη ΝΔ γωνία. Παρόμοια κατασκευαστική αντίληψη συναντάται στο Σελιμιγιέ τζαμί στα Konya (Ικόνιο), που χρονολογείται στις αρχές του 16ου αι., καθώς και σε άλλα έργα του Σινάν (σημ. 6). Ο μιναρές είναι κατασκευασμένος από πελεκητούς πωρόλιθους και έχει τετράπλευρο σχήμα στο κατώτερο τμήμα του και πολυγωνικό στο ανώτερο.

Νοτίως του τεμένους βρίσκεται ο τουρμπές, δηλαδή το μαυσωλείο της οικογένειας του Οσμάν Σαχ (εικ. 10). Πρόκειται για οκταγωνικό κτίσμα κατασκευασμένο από αργολιθοδομή, οι γωνίες του οποίου εξωτερικά καλύπτονται από λίθινους κοσμήτες. Στις έξι πλευρές του διανοίγονται παράθυρα παρόμοιας αντίληψης με αυτά του τεμένους. Η είσοδος ανοίγεται σε εσοχή κάτω από ημικυκλικό χαμηλωμένο τόξο στη δυτική πλευρά, ενώ η πλευρά του τουρμπέ με προσανατολισμό τη Μέκκα είναι η μόνη που δεν φέρει ανοίγματα.

Η ακριβής ημερομηνία ανέγερσης του Τεμένους δεν είναι γνωστή, ωστόσο στα περιουσιακά στοιχεία του Οσμάν Σαχ του έτους Εγίρας 974 (1566-7) αναφέρεται ότι ήταν ήδη σε λειτουργία. Το κτίσμα του παρακείμενου μαυσωλείου χρονολογείται, κατά προσέγγιση, μια δεκαετία πριν από το θάνατο του Οσμάν Σαχ το έτος 1567-8.

Κατάσταση διατήρησης

Το μνημείο διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς έχει αποκατασταθεί από την πρώην αρμόδια 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Σημειώνεται ότι είναι το μόνο σωζόμενο από τα οθωμανικά τεμένη που υπήρχαν στην πόλη των Τρικάλων και το μοναδικό που σώζεται επί ελληνικού εδάφους και έχει σχεδιαστεί από τον Σινάν. Σήμερα χρησιμοποιείται για πολιτιστικούς σκοπούς, κυρίως διοργανώσεις περιοδικών εκθέσεων. Με το Β.Δ. 30-5-1936 (ΦΕΚ 245/Α/8-6-1936) έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και φορέας προστασίας είναι η 19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Οθωμανικό Λουτρό

Δυτικότερα του Τεμένους, δίπλα στον νεότερο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, βρίσκεται το συγκρότημα των πρώην ποινικών Φυλακών Τρικάλων. Αποτελείται από ένα κεντρικό διώροφο κτίσμα που το περιβάλλει ψηλός μαντρότοιχος, στις τέσσερις γωνίες του οποίου διαμορφώνονται φυλάκια. Στη νότια πλευρά του περιβόλου και στο μέσο, όπου και η είσοδος των Φυλακών, βρίσκεται το διώροφο κτήριο του διοικητηρίου, ενώ στη ΒΑ πλευρά του υπάρχει ο ναός του Αγίου Ελευθερίου και βοηθητικά κτίσματα (εικ. 11).

Το κεντρικό διώροφο κτίσμα των Φυλακών άρχισε να ανακατασκευάζεται το 1901, ενώ η σημερινή του μορφή προέκυψε μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1954. Πρόσφατα, οι Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Τρικκαίων εκπόνησαν μελέτη για την επανάχρηση του κτηρίου ως Κέντρου έρευνας – Μουσείου «Βασίλη Τσιτσάνη».

Σύμφωνα με τοπογραφικό διάγραμμα του έτους 1885 στη θέση του κεντρικού κτηρίου των πρώην Φυλακών υπήρχε Λουτρό, και για το λόγο αυτό η 19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων διερεύνησε το χώρο του ισογείου για την ύπαρξη ή μη προγενέστερων φάσεων. Μετά την καθαίρεση των επιχρισμάτων διαπιστώθηκε ότι το ισόγειο των Φυλακών αποτελεί στην ουσία δίδυμο οθωμανικό λουτρό, έκτασης 850,00 τ.μ. περίπου, το οποίο πιθανότατα ταυτίζεται με το λουτρό του Οσμάν Σαχ, που αναφέρει ο Evliya Çelebi στο Οδοιπορικό του και προφανώς ενσωματώθηκε με τις κατάλληλες μετατροπές στο κεντρικό κτήριο των Φυλακών.

Το λουτρικό συγκρότημα είναι ορθογωνικής κάτοψης κτίσμα, που απαρτίζεται από δύο τμήματα, εκ των οποίων το ανδρικό αναπτύσσεται στη Ν πλευρά και το γυναικείο στη Β (εικ. 12). Κάθε τμήμα αποτελείται από τρεις χώρους, τον ψυχρό, το χλιαρό και τον θερμό. Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία προκύπτει ότι πρόκειται για κτίσμα αρκετά συγκροτημένο, που ακολουθεί τη διάταξη αντίστοιχων οθωμανικών λουτρών, που χρονολογούνται από τον 15ο μέχρι τον 17ο αι. (σημ. 7).

Σήμερα το μνημείο παρουσιάζει αισθητικά και λειτουργικά προβλήματα, λόγω των επεμβάσεων και προσθηκών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη μετατροπή του σε Φυλακή. Πιο συγκεκριμένα, καθαιρέθηκαν οι τρούλοι και μέρος των τοίχων, αλλοιώθηκαν τα αρχικά ανοίγματα, απομακρύνθηκαν διακοσμητικά στοιχεία, τα αρχικά δάπεδα, προστέθηκε όροφος κ.ά.

Συγκρότημα Μύλου Ματσόπουλου

O «Μύλος Ματσόπουλου» βρίσκεται στο δυτικό όριο της πόλης των Τρικάλων, δίπλα στον Αγιομονιώτη ποταμό και συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό και στη συνοικία Αγία Μονή. Η έκταση που καταλαμβάνει το συγκρότημα με τον περιβάλλοντα χώρο του ανέρχεται στα 90 περίπου στρέμματα.

Το κτηριακό συγκρότημα του «Μύλου Ματσόπουλου» αποτελείται από τον κεντρικό νερόμυλο και πλαισιώνεται περιμετρικά από βοηθητικά προσκτίσματα, που με τον τρόπο χωροθέτησής τους σχηματίζουν κλειστό περίβολο (εικ. 13).

Όλα τα κτήρια είναι λιθόκτιστα και στεγάζονται με ξύλινες στέγες που καλύπτονται με κεραμίδια «βυζαντινού» ή «γαλλικού» τύπου. Στις λιθοδομές των κτισμάτων γίνεται εκτεταμένη χρήση πλίνθων, σε διάφορους συνδυασμούς.

Το κεντρικό κτήριο του νερόμυλου αναπτύσσεται σε τέσσερις στάθμες και στεγάζεται με ξύλινη σκαφοειδή στέγη. Οι γωνίες του τονίζονται από εναλλασσόμενους ψαμμολιθικούς γωνιόλιθους, ενώ το υπόλοιπο τμήμα των λιθοδομών διακοσμείται με πλίνθινες ζώνες, τρεις ανά όροφο. Οι όροφοι μεταξύ τους χωρίζονται και αυτοί αισθητικά με πλίνθινες ζώνες που φέρουν επιπλέον οδοντωτή ταινία, ενώ συμπληρώνονται από τα τελειώματα των μεταλλικών ελκυστήρων σε σχήμα «S». Όλα τα ανοίγματα είναι συμμετρικά τοποθετημένα, έχουν τοξωτό ανώφλι και πλαισιώνονται και αυτά από πλίνθινες κορνίζες με λίθινα ψαμμολιθικά καμαρόκλειδα.

Με την ίδια τεχνοτροπία είναι κατασκευασμένα και τα προσκτίσματα που εφάπτονται του κεντρικού νερόμυλου, ενώ εκείνα που αποτελούν την πρόσοψη του περιβόλου είναι κατασκευασμένα από απλή επιχρισμένη αργολιθοδομή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ξύλινη φέρουσα κατασκευή του εσωτερικού του κεντρικού κτηρίου, που σώζεται σε άριστη κατάσταση και ίσως αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα ως τις μέρες μας δείγματα τέτοιων κατασκευών.

Ο Μύλος κατασκευάστηκε το 1884 και αφού άλλαξε αρκετούς ιδιοκτήτες κατέληξε στον Ι. Ματσόπουλο, από τον οποίο έλαβε τη σημερινή του ονομασία. Μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη το 1987 αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου Τρικκαίων υπό τη μορφή κληροδοτήματος.

Το συγκρότημα αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα κυλινδρόμυλων του 19ου αι. όσον αφορά την κλίμακα, τη διάταξη των λειτουργιών, το σχήμα της κάτοψης και τη διαμόρφωση των όψεων.

Την εποχή εκείνη, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία λόγω των ποταμών της, εντοπίζεται η παρουσία και η λειτουργία πολλών Μύλων, που υποδηλώνουν ταυτόχρονα το βαθμό και το είδος βιομηχανοποίησης του ελλαδικού χώρου.

Κατάσταση διατήρησης

Η μέχρι προσφάτως λειτουργία του Μύλου είχε σαν αποτέλεσμα τη διατήρηση των κτηρίων και του εξοπλισμού σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Τα περισσότερα κτήρια έχουν αποκατασταθεί από τον Δήμο Τρικκαίων με χρηματοδότηση από το Β΄ ΚΠΣ. Εκτελέστηκαν εργασίες στατικής ενίσχυσης, περιμετρικά σενάζ στέψης, πλήρωση ρωγμών, αποκάλυψη και καθαρισμός λιθοδομών και πλινθοδομών, επίστρωση δαπέδων, αντικατάσταση κουφωμάτων, ενώ ανακατασκευάστηκαν και όλες οι στέγες των κτηρίων (σημ. 8). Επιπλέον, διαμορφώθηκαν διαδρομές ΑμΕΑ, χώροι υγιεινής και ξενώνας.

Σήμερα τα περισσότερα χρησιμοποιούνται για πολιτιστικούς σκοπούς. Στο χώρο λειτουργούν κινηματογράφοι, παραδοσιακό καφενείο, το Δημοτικό Θέατρο Τρικάλων, εργαστήρι ζωγραφικής κ.ά.

Πρόσφατα εγκρίθηκε και εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ (2007-2013) για υλοποίηση το έργο: «Αποκατάσταση και μουσειολογική ανάδειξη του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού Μύλου Ματσόπουλου», κατόπιν εγκεκριμένης μελέτης που έχει εκπονηθεί από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με επιστημονικά υπεύθυνη την καθηγήτρια ΕΜΠ κ. Σ. Χαραλαμπίδου-Διβάνη.

Επισημαίνεται ότι με την αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1083/25197/11-4-1995 (ΦΕΚ 497/Β/6-6-1995) Υπουργική Απόφαση το κτηριακό συγκρότημα «Μύλος Ματσόπουλου» με τα βοηθητικά κτίσματα, το μανδρότοιχο και τον περιβάλλοντα χώρο του στα όρια της ιδιοκτησίας, έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γιατί αποτελεί αξιόλογο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε τον περασμένο αιώνα στον ελλαδικό χώρο, απαραίτητο για τη μελέτη της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής. Φορέας προστασίας είναι η Υπηρεσία Νεώτερων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Θεσσαλίας που εδρεύει στο Βόλο.

Υπάρχουσα κατάσταση – περιβάλλων χώρος των μνημείων

Αναφορικά με τη σημερινή κατάσταση, η πρώτη και βασικότερη διαπίστωση είναι πως σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους παρατηρείται παντελής έλλειψη σήμανσης και πινακίδων πληροφόρησης κοινού. Ειδικότερα, για κάθε μνημείο ξεχωριστά παρατηρούνται τα ακόλουθα:

Αρχαιολογικός χώρος αρχαίας Τρίκκης

Το επίπεδο του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται σε βάθος από 2,50 μ. έως 3,50 μ. από τη στάθμη του σημερινού επιπέδου. Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα ο εν λόγω χώρος στους μόνιμους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης δεν είναι η αρμόζουσα. Βεβαίως, το γεγονός ότι μέρος των ανεσκαμμένων κτισμάτων που τον απαρτίζουν εκτείνεται κάτω από το κατάστρωμα των υφιστάμενων οδών και οικοδομημάτων, δυσχεραίνει την όποια προσπάθεια ανάδειξής τους. Επίσης η όλη φυσιογνωμία της γύρω περιοχής, όπως διαμορφώθηκε κατά τα τελευταία 60 χρόνια, και χαρακτηρίζεται από αμφιβόλου αισθητικής κατοικίες και των μεγάλων διαστάσεων Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, δεν συμβάλλει στην ομαλή ένταξη των καταλοίπων στον πολεοδομικό ιστό. Τη χείριστη εντύπωση προκαλεί η κατάσταση στην ανατολική γωνία του οικοδομικού τετραγώνου, όπου τα υπάρχοντα κτίσματα έχουν εν μέρει καταρρεύσει.

Σε ό,τι αφορά τις ορατές αρχαιότητες, και παρά το γεγονός ότι από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων καταβάλλεται προσπάθεια διατήρησης μιας αξιοπρεπούς εικόνας, αναπτύσσεται χαμηλή βλάστηση στο μεγαλύτερο τμήμα που καταλαμβάνουν, ιδιαίτερα κατά τους βροχερούς μήνες του έτους, με αποτέλεσμα πολλά από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που σώζονται σε χαμηλό ύψος να μην είναι ορατά. Την άσχημη εικόνα εντείνει το ατυχές στέγαστρο που έχει τοποθετηθεί για την προστασία των καταλοίπων του ρωμαϊκού λουτρού. Τέλος, η περίφραξη του χώρου έχει αλλοιωθεί, ενώ δεν υπάρχει διαμορφωμένη πρόσβαση εισόδου.

Κάστρο

Στο χώρο του Κάστρου τη μεγαλύτερη αλλοίωση έχει υποστεί το πρώτο επίπεδο, λόγω της κατασκευής και λειτουργίας του τουριστικού περιπτέρου. Μπροστά από το κτήριο αυτό έχει διαμορφωθεί πλατεία με σιντριβάνια κ.λπ., όπου αναπτύσσονται τραπεζοκαθίσματα. Πιο πρόσφατα φαίνεται ότι προστέθηκε εξωτερικό μπαρ μπροστά από την αριστερή πλευρά του κτηρίου, ενώ έχουν τοποθετηθεί ψυγεία και άλλες συσκευές. Αριστερά του διαδρόμου που οδηγεί στο δεύτερο διάζωμα βρίσκεται ένας δεύτερος εγκαταλειμμένος χώρος, πιθανότατα υγειονομικού ενδιαφέροντος.

Οι παραπάνω κατασκευές έχουν αλλοιώσει πλήρως το χώρο και καθιστούν σχεδόν αδύνατη την ανάγνωσή του. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις αρχικές διαμορφώσεις τουλάχιστον, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι εντάσσονται στη γενικότερη αντίληψη της εποχής που κατασκευάστηκαν, σύμφωνα με την οποία τουριστικά περίπτερα και ξενοδοχειακές μονάδες χωροθετούνταν εντός σημαντικών μνημείων και αρχαιολογικών χώρων (Ξενία κ.ά.).

Πρόσθετη επιβάρυνση προκαλούν τα οχήματα ορισμένων θαμώνων του περιπτέρου, τα οποία σταθμεύουν εντός του διαζώματος και σε διάφορα σημεία κοντά στα τείχη, παρά την ύπαρξη διαμορφωμένου χώρου στάθμευσης κάτω από την είσοδο του Κάστρου.

Τέμενος Οσμάν Σαχ και Οθωμανικό Λουτρό

Το Τέμενος εντάσσεται σε μια περιοχή, η οποία έχει διαμορφωθεί ως χώρος πρασίνου, με αποτέλεσμα η θέαση προς το μνημείο να γίνεται ανεμπόδιστα από τη Ν, Δ και εν μέρει τη Β πλευρά του. Ωστόσο, κατά μήκος της Α πλευράς του έχει κατασκευασθεί κατά τη δεκαετία του 1970 το 2ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων, το οποίο λειτουργεί εν μέρει ανταγωνιστικά προς το μνημείο, και ΒΔ βρίσκεται ο νεότερος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Επιπλέον, στη ΝΑ γωνία του χώρου πρασίνου έχει εγκατασταθεί παιδική χαρά, από τη χρήση της οποίας έχει προκληθεί καταστροφή στη φύτευση, ενώ στα ΒΑ του μνημείου και σε πολύ μικρή απόσταση από αυτό, έχει κατασκευαστεί μικρό κτίσμα, στο οποίο λειτουργούσε αναψυκτήριο του Δήμου. Επίσης, ακριβώς μπροστά από τη Δ πλευρά του μνημείου, όπου και η είσοδος, υπάρχει σιντριβάνι, το οποίο δεν είναι πλέον σε λειτουργία. Επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί ότι ο χώρος πρασίνου δεν καθαρίζεται συστηματικά, ενώ έχουν γραφεί συνθήματα στην τοιχοποιία του Τεμένους.

Σε ό,τι αφορά το παρακείμενο λουτρό, έχει ήδη ειπωθεί ότι είναι ενσωματωμένο στο κτήριο της κεντρικής πτέρυγας των πρώην Φυλακών, με αποτέλεσμα να μην είναι ορατό από καμία πλευρά, λόγω και της ύπαρξης του μαντρότοιχου. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ΒΑ πλευρά των πρώην Φυλακών, παρά το γεγονός ότι εν μέρει είναι διαμορφωμένη με πλακοστρώσεις, φυτεύσεις κ.λπ., χρησιμοποιείται κυρίως ως χώρος στάθμευσης τροχοφόρων.

Μύλος Ματσόπουλου

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το συγκρότημα βρίσκεται εντός μεγάλης έκτασης, η οποία στην Α, Ν και ΝΔ πλευρά έχει διαμορφωθεί σε χώρο πρασίνου. Η Δ πλευρά, όπου και ο παραπόταμος Αγιομονιώτης, είναι κατά κάποιο τρόπο αδιαμόρφωτη με αποτέλεσμα η βλάστηση να αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα.

 

Γεώργιος Κολομπότσιος, Αρχαιολόγος Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού,

ΜΑ στη Διαχείριση Μνημείων: Αρχαιολογία, Πόλη και Αρχιτεκτονική

 

* Το Β΄ Μέρος του άρθρου θα αναρτηθεί τη Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου.