Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας, το τρίτο σε σπουδαιότητα, ισχυρό κέντρο της μυκηναϊκής Αργολίδας μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, θα βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώνει η Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013, στις 19.00, στο χώρο της ακρόπολης.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης, θα παρουσιαστεί το πολυετές ανασκαφικό έργο, καθώς και το πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάδειξης του μείζονος αυτού αρχαιολογικού χώρου.
Η παρουσίαση θα γίνει από την Επίτιμη Έφορο των Αρχαιοτήτων και Διευθύντρια Ανασκαφών Μιδέας, Δρα Αικατερίνη Δημακοπούλου, τη στενή συνεργάτιδά της κ. Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, Διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, και τον κ. Θεμιστοκλή Μπιλή, Αρχιτέκτονα.
Η σημασία της Μιδέας ως μεγάλου μυκηναϊκού κέντρου μαρτυρείται από την κυκλώπεια οχύρωσή της, τα ευρήματα των ανασκαφών, τη θέση της στη μυθολογία και τη σύνδεσή της με το πλούσιο μυκηναϊκό νεκροταφείο στα γειτονικά Δενδρά. Η Μιδέα αναφέρεται στην αρχαία γραμματεία και από περιηγητές και ερευνητές του 19ου και του 20ού αιώνα, που περιέγραψαν τα ορατά ανά τους αιώνες ερείπια της οχύρωσης.
Οι πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφές στη Μιδέα πραγματοποιήθηκαν το 1939 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Axel Persson, τον ανασκαφέα των Δενδρών και της Ασίνης, ενώ περιορισμένη έρευνα έγινε και το 1963. Οι συστηματικές ανασκαφές στην ακρόπολη της Μιδέας, ως κοινό Ελληνοσουηδικό πρόγραμμα, άρχισαν το 1983.
Η Ακρόπολη ιδρύθηκε σε λόφο με υψόμετρο 268 μ., που δεσπόζει στο βορειοανατολικό μυχό της Αργολικής πεδιάδας. Η θέση της τής παρείχε τη δυνατότητα ελέγχου ολόκληρης της πεδιάδας και του Αργολικού κόλπου, γεγονός που συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη και την ακμή της Μιδέας κατά τη Μυκηναϊκή εποχή.
Ο χώρος της Ακρόπολης, που περικλείεται από την κυκλώπεια οχύρωση, αποτελείται από δύο επίπεδα, την Άνω και την Κάτω Ακρόπολη. Η Κάτω Ακρόπολη, διαμορφωμένη σε αλλεπάλληλα επικλινή άνδηρα, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής πλαγιάς του λόφου, ενώ η Άνω Ακρόπολη περιορίζεται στη βραχώδη κορυφή του λόφου. Οι δύο μνημειώδες Πύλες της Ακρόπολης, η Ανατολική και η Δυτική, βρίσκονται διαμετρικά διαμορφωμένες σε νευραλγικά σημεία της οχύρωσης.
Κατοίκηση
Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, η Μιδέα κατοικείται ήδη κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής εποχής (5η και 4η χιλιετία π.Χ.) και εξελίσσεται σε ακμαίο οικισμό κατά την Πρώιμη και τη Μέση Εποχή του Χαλκού (3200-1600 π.Χ.). Κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (1600-1100 π.Χ.) αποτελεί σημαντικό κέντρο, η ακμή του οποίου τοποθετείται στον 13ο αι. π.Χ. Στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. η Μιδέα, όπως οι Μυκήνες και η Τίρυνθα, επλήγη από ισχυρό σεισμό και πυρκαγιά που προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές στην Ακρόπολη. Η επόμενη φάση της ιστορίας της ανάγεται στην Αρχαϊκή εποχή, πιθανότατα με την ίδρυση ενός ιερού. Η Μιδέα κατοικήθηκε σποραδικά και κατά την Υστερορωμαϊκή και τη Βυζαντινή εποχή.
Ευρήματα
Οι προμυκηναϊκοί οικισμοί της Μιδέας αναπτύχθηκαν στην κορυφή του λόφου, όπως φαίνεται από τα σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα και τους τάφους της Πρωτοελλαδικής και της Μεσοελλαδικής εποχής (3200-1600 π.Χ.) που αποκαλύφθηκαν σε άνδηρο της Άνω Ακρόπολης. Στο κέντρο της Άνω Ακρόπολης, όπου ο βράχος είχε ισοπεδωθεί, βρέθηκαν σπαράγματα τοίχων που αποδόθηκαν από τον πρώτο ανασκαφέα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Μιδέας.
Στα κατώτερα βορειοανατολικά άνδηρα της Ακρόπολης αποκαλύφθηκε ένα σύνολο κτισμάτων, από τα οποία το κυριότερο είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο κτήριο με μορφή μεγάρου. Καταστράφηκε από σεισμό στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. αλλά επισκευάστηκε με νέα μορφή, ένα μακρόστενο χώρο με κεντρική κιονοστοιχία που θυμίζει το νεότερο μέγαρο της Τίρυνθας του 12ου αι. π.Χ.
Σε εκτεταμένο άνδηρο της νοτιοδυτικής πλαγιάς της Κάτω Ακρόπολης οι ανασκαφές έφεραν στο φως κατάλοιπα τριών κτηρίων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως κατοικίες και εργαστήρια και χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. Η ανασκαφή τους απέδωσε άφθονη κεραμική, πήλινα ειδώλια, λίθινα και μετάλλινα σκεύη, εργαλεία, κοσμήματα, σφραγιδόλιθους και θραύσματα ημιπολύτιμων λίθων. Το σπουδαιότερο εύρημα είναι ένα πήλινο σφράγισμα με επιγραφή σε Γραμμική Β.
Κοντά στη Δυτική Πύλη, σε επαφή με την εσωτερική όψη του τείχους, αποκαλύφθηκε μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα με 14 δωμάτια, τα οποία ήταν αποθήκες και εργαστήρια. Ο σεισμός στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. κατέστρεψε το συγκρότημα, μέσα στα ερείπια του οποίου βρέθηκαν σωροί πήλινων, λίθινων και μεταλλικών αγγείων, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, θραύσματα ημιπολύτιμων λίθων, εργαλεία και τοιχογραφίες. Ξεχωρίζουν μεγάλο τροχήλατο ειδώλιο θεάς, λίθινη μήτρα για την κατασκευή κοσμημάτων, ψευδόστομος αποθηκευτικός αμφορέας με επιγραφή σε Γραμμική Β και πήλινο σφράγισμα με ιδεόγραμμα της ίδιας γραφής. Εσωτερικά της Ανατολικής Πύλης βρέθηκε συγκρότημα δωματίων τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί επίσης ως εργαστήρια και αποθήκες πριν από την καταστροφή τους στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.