Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από πολλές αλλαγές και καινοτομίες σε όλο τον κόσμο. Ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής και προσπαθώντας να συμβαδίσουν με τις αλλαγές αυτές, οι Οθωμανοί Σουλτάνοι επεδίωξαν τον εξευρωπαϊσμό της Αυτοκρατορίας τους δρομολογώντας αρχικά τον μετασχηματισμό της Κωνσταντινούπολης σε μία δυτικού τύπου πρωτεύουσα.
Η μεταρρυθμιστική προοπτική που έφερε στην αυτοκρατορία ο Σουλτάνος Mαχμούτ Β΄ (1785-1839) διευκόλυνε την υιοθέτηση πολλών καινοτόμων σκέψεων από την Ευρώπη. Επίσης, το Διάταγμα του Γκιουλ Χανέ (Gülhane, 1839) επηρέασε θετικά τις χριστιανικές κοινότητες και κυρίως τον ελληνικό πληθυσμό που ζούσε στο οθωμανικό κράτος.
Εισηγμένη στην Κωνσταντινούπολη από τους Εβραίους που προέρχονταν από την Ισπανία, η τυπογραφία ακμάζει, με τις ελληνικές και αρμενικές κοινότητες να ιδρύουν με τη σειρά τους δικά τους τυπογραφεία. Στις αρχές του 18ου αι. ιδρύθηκαν από τον İbrahim Müteferrika τυπογραφεία που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Φυσικά δεν έλειψαν οι αντιδράσεις από μέρους της μουσουλμανικής κοινότητας, που τηρούσε επιφυλακτική στάση απέναντι σε κάθε καινοτομία.
Στις 19 Αυγούστου του 1839 ανακοινώθηκε σε όλο τον κόσμο, από τον François Arago, η εφεύρεση της φωτογραφίας. Στις 28 Οκτωβρίου του 1839, η εφημερίδα Takvim-i Vekayi, που κυκλοφορούσε στην Κωνσταντινούπολη στα ελληνικά, τα αρμενικά, τα αραβικά, τα γαλλικά και τα οθωμανικά (παλαιά τουρκικά), ανακοίνωσε την ύπαρξη της πρώτης φωτογραφίας στην Ακαδημία Επιστημών στο Παρίσι ως εξής: «Ο ταλαντούχος Γάλλος Daguerre έχει αναπαραγάγει ένα αντικείμενο μέσα από την αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου πάνω σε μια γυαλιστερή επιφάνεια. Μπορεί κανείς να καταλάβει τη σημασία αυτής της εφεύρεσης, αν συνειδητοποιήσει ότι με αυτόν τον τρόπο ορισμένα πράγματα που πρέπει να διασωθούν μπορούν πλέον να καταγραφούν».
Με την έλευση της φωτογραφίας τον 19ο αιώνα, ξεκίνησε μια επανάσταση στον τρόπο εικονογράφησης της ανθρωπότητας. Αυτή η οπτική επανάσταση είχε επιπτώσεις παρόμοιες με αυτές της ψηφιακής επανάστασης στις μέρες μας.
Στο πλαίσιο υιοθέτησης των «ρεφορμιστικών» αντιλήψεων, η επίδραση των οποίων είναι ιδιαίτερα εμφανής στις τέχνες και τη λογοτεχνία, αυξήθηκε στο Οθωμανικό παλάτι το ενδιαφέρον για την τέχνη της ζωγραφικής και ορισμένα μέλη της δυναστείας ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν. Αυτή η ρεφορμιστική σκέψη συνέβαλε επίσης στην ταχεία εκλαΐκευση της τέχνης της φωτογραφίας και την αποδοχή της από το Παλάτι. Επιπλέον, οι προσπάθειες για την πρόληψη μιας εκ νέου αντίδρασης εκ μέρους της μουσουλμανικής κοινότητας, όπως συνέβη στην περίπτωση της διάδοσης της τυπογραφίας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εκλαΐκευση της φωτογραφίας. Ωστόσο η μουσουλμανική οθωμανική κοινωνία δεν έδειξε πάλι ιδιαίτερα πρόθυμη να υιοθετήσει και αυτή την καινοτομία. Ως εκ τούτου, οι πρώτοι μουσουλμάνοι φωτογράφοι εμφανίστηκαν αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Rahmizade Bahaeddin είναι γνωστός ως ο πρώτος μουσουλμάνος που είχε στούντιο φωτογραφίας το 1910. Ασφαλώς υπήρχαν μουσουλμάνοι που έβγαζαν φωτογραφίες πριν από αυτή τη χρονολογία, αλλά δεν ασκούσαν τη φωτογραφία ως επάγγελμα. Αντίθετα η φωτογραφία ήταν ευρέως διαδεδομένη, για εμπορικούς κυρίως λόγους, στις ελληνικές και τις άλλες χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αρκετούς Έλληνες και Αρμένιους φωτογράφους να έχουν ιδρύσει τα δικά τους στούντιο.
Ο λόγος για τον οποίο οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι κράτησαν απόσταση από την τέχνη της φωτογραφίας είναι η λανθασμένη ερμηνεία κανόνων και απαγορεύσεων και των δύο θρησκειών, που οδήγησε τα μέλη αυτών των κοινοτήτων να αποφεύγουν τις τέχνες, όπως τη ζωγραφική, τη γλυπτική κ.ά. Χρειάστηκαν αιώνες για να απαλλαγεί η μουσουλμανική κοινωνία από αυτόν τον περιορισμό της σκέψης, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη προωθηθεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, στη μουσουλμανική κοινωνία δεν απαγορευόταν μόνο η χρήση της φωτογραφίας, αλλά ακόμα και η εμφάνιση μουσουλμάνων σε αυτές. Οι μουσουλμάνοι που εμφανίζονται σε ορισμένες από τις φωτογραφίες της περιόδου ήταν στην πραγματικότητα μέλη ελληνικών ή άλλων χριστιανικών κοινοτήτων, ντυμένοι με μουσουλμανικό ένδυμα, ή άνδρες που φορούσαν γυναικεία εθνικά ρούχα.
Τον 19ο αιώνα, περιηγητές φωτογράφοι απαθανάτισαν διάφορες περιοχές του κόσμου. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, άλλωστε, η φωτογραφία εμφανίστηκε για πρώτη φορά μέσω των Ευρωπαίων περιηγητών φωτογράφων. Η «Μυστηριώδης Ανατολή» προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ευρώπης και συχνά αποτέλεσε θέμα φωτογραφιών.
Η στερεοσκοπική φωτογραφία ειδικότερα ήταν ένα σημαντικό ψυχαγωγικό εργαλείο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Πολλές αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έστελναν φωτογράφους σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι δημιούργησαν ενδιαφέρουσες φωτογραφικές σειρές από τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο, την Ανατολία και την Ελλάδα. Η Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα, το Κάιρο καθώς και τα Ιεροσόλυμα ήταν από τις πόλεις που προσέλκυαν περισσότερο το ενδιαφέρον των φωτογράφων.
Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (1842-1918), ο οποίος με τη βασιλεία του άφησε το σημάδι του στον 19ο αιώνα, υπήρξε ένας από τους σουλτάνους που ενδιαφέρθηκαν για τις τέχνες. Η φωτογραφία αναπτύχθηκε ταχύτατα στη διάρκεια της βασιλείας του και χρησιμοποιήθηκε επισήμως. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για να τιμήσει την 25η επέτειό του στο θρόνο, ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ είχε ζητήσει να φωτογραφηθούν όλοι οι φυλακισμένοι. Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες, επέλεξε κάποιους από αυτούς στους οποίους και απένειμε χάρη.
Πολλοί φωτογράφοι, από τους οποίους κάποιοι ήταν πιο γνωστοί και άφησαν σπουδαίο φωτογραφικό έργο, καταγράφηκαν τον 19ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσά τους οι: Αδελφοί Αμπντουλάχ (Abdullah Frères), Sebah & Joaillier, Guillaume Berggren, Βασίλης Καργόπουλος και Νικόλαος Ανδρειωμένος. Όλοι διέθεταν το δικό τους φωτογραφικό στούντιο και άφησαν το στίγμα τους στη συγκεκριμένη περίοδο. Γνωστοί για τις στενές σχέσεις τους με το παλάτι και το καθεστώς, οι φωτογράφοι έκαναν ακόμα και ιδιαίτερα μαθήματα φωτογραφίας στα μέλη της Οθωμανικής δυναστείας.
Η περιοχή Πέραν (περιοχή πέρα-απέναντι από τον Γαλατά) ή Μπέγιογλου (Beyoğlu) της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε προάστιο του Γαλατά. Μέχρι και τον 18ο αιώνα ήταν σχετικά αραιοκατοικημένη, κυρίως από ελληνικές οικογένειες. Ο 19ος αιώνας αποτελεί την κατεξοχήν περίοδο ακμής του Πέραν. Την περίοδο αυτή ο πληθυσμός της περιοχής αυξάνεται σημαντικά, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα το Πέραν μετατρέπεται σε εμπορικό κέντρο διεθνούς φήμης. Η διεθνής και πολύ περισσότερο η ελληνική ιστοριογραφία έχουν ταυτίσει το Πέραν με την παρουσία των μη μουσουλμάνων, και κυρίως των Ελλήνων, καθώς και άλλων ορθόδοξων χριστιανών. Η παρουσία εύπορων ελληνικών χριστιανικών ορθόδοξων οικογενειών στην περιοχή μαρτυρείται ήδη από τον 17ο αιώνα, όμως κατά τον 19ο ενισχύεται πληθυσμιακά η κοινότητα, οπότε και συγκροτείται η ελληνική χριστιανική ορθόδοξη Κοινότητα του Σταυροδρομίου.
Κατά μήκος της Μεγάλης Οδού του Πέραν (στα γαλλικά Grande Rue de Pera και στα τουρκικά Cadde-i Kebir ή Istiklal) χτυπούσε πλέον η εμπορική και πολιτιστική καρδιά της πόλης. Στα περίφημα passages παρισινού τύπου που εκτείνονται κατά μήκος της, έβρισκε κανείς πολυτελέστατα καταστήματα, θέατρα και αργότερα κινηματογράφους, ξενοδοχεία, διαμερίσματα και κτίρια πρεσβειών ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Κατά τη δεκαετία του 1850, πολλά στούντιο φωτογραφίας που μέχρι τότε λειτουργούσαν στη συνοικία Μπεγιαζίτ (Beyazıt) της Κωνσταντινούπολης μεταφέρθηκαν στο Πέραν, καθιστώντας την περιοχή το κέντρο της φωτογραφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Βασιλάκης Καργόπουλος (γενν. 1826), Έλληνας Κωνσταντινουπολίτης, άνοιξε το στούντιο του το 1850, στη Μεγάλη Οδό, κοντά στη ρωσική πρεσβεία, στον αριθμό 311. Αργότερα μεταφέρθηκε στον αριθμό 417. Να σημειώσουμε ότι επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε συστηματική αρίθμηση στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, πολλές τοποθεσίες περιγράφονταν ανάλογα με την απόστασή τους από πρεσβείες και άλλα σημαντικά κτίρια. Γι’ αυτόν το λόγο ο Καργόπουλος πρόσθεσε στη διεύθυνσή του τη διευκρίνιση «Rus Elçiliğinin Yani» (Δίπλα από τη Ρωσική Πρεσβεία), την οποία έπαψε να χρησιμοποιεί όταν, με την έναρξη του Οθωμανο-Ρωσικού πόλεμου το 1877, η ρωσική πρεσβεία εγκατέλειψε την πόλη. Το 1878 μεταφέρθηκε στη διεύθυνση «Tünel Meydanı 4» (Πλατεία Τούνελ 4), όπου πέρασε τα λαμπρότερα χρόνια της καριέρας του.
Ο Βασιλάκης Καργόπουλος χρησιμοποιούσε την τεχνική της δαγεροτυπίας στη φωτογράφιση πορτρέτων, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους πρώτους φωτογράφους που χρησιμοποίησαν αυτή την τεχνική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1860 επισκέφθηκε την Αθήνα και έβγαλε στερεοσκοπικές φωτογραφίες της πόλης.
Με τις φωτογραφίες του, ο Καργόπουλος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταγραφή της Κωνσταντινούπολης και των κατοίκων της. Διέθετε μια μεγάλη ποικιλία κοστουμιών στο στούντιό του και έκανε τα φωτογραφικά πορτρέτα πολλών αξιόλογων προσωπικοτήτων της εποχής. Παράλληλα, φωτογράφισε και απλούς ανθρώπους. Ψαράδες, κρεοπώλες, πλανόδιοι πωλητές, πωλητές σιροπιού και διάφοροι έμποροι αποτέλεσαν θέματα των φωτογραφικών έργων του. Τυπωμένες φωτογραφίες του σε μέγεθος carte-de-visite (6×9 εκ.) πωλούνταν στους ξένους επισκέπτες της Κωνσταντινούπολης. Αυτές οι φωτογραφίες έχουν συμβάλει σημαντικά στην τεκμηρίωση της κουλτούρας της περιόδου. Το άλμπουμ που παρουσίασε το 1884 με τίτλο «İstanbul Hatıraları» («Μνήμες Κωνσταντινούπολης») αποτελεί σπουδαία μαρτυρία εκείνης της περιόδου. Αυτό το περιορισμένης έκδοσης άλμπουμ περιέχει γύρω στις 100 πρωτότυπες φωτογραφίες από το εικοσαετές αρχείο του.
Ο Καργόπουλος ήταν επίσης ένας από τους φωτογράφους που έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα φωτογραφίας στα μέλη της Οθωμανικής δυναστείας. Εργάστηκε ως επίσημος φωτογράφος του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ και προσωπικός φωτογράφος του σουλτάνου Mουράτ Ε΄, στον οποίο έκανε μαθήματα φωτογραφίας όταν ήταν εστεμμένος πρίγκιπας, τα οποία και συνέχισε κατά τη διάρκεια της μόλις τριών μηνών βασιλείας του (1876).
Στα επόμενα χρόνια, ο Καργόπουλος άνοιξε στούντιο και στην Αδριανούπολη (Edirne) εκτός από εκείνο που είχε στην Κωνσταντινούπολη. Ως πρώην πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η Αδριανούπολη ήταν επίσης μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Στην Αδριανούπολη ο Καργόπουλος συνεργάστηκε με τον Εμμανουήλ Φώσκολο, αδελφό της γυναίκας του Clothilde (από οικογένεια με ενετικές ρίζες, που από την Τήνο πήγε στην Κωνσταντινούπολη) προσελκύοντας πολύ γρήγορα την προσοχή του ελληνικού πληθυσμού της πόλης. Φωτογράφισε το παλιό ανάκτορο και την πόλη και πωλούσε τις φωτογραφίες ως καρτ-ποστάλ, αναγράφοντας στο οπισθόφυλλό τους και το κατάστημά του της Κωνσταντινούπολης. Μετά το 1881 η συνεργασία τους φαίνεται να διακόπηκε, καθώς μόνο το όνομα του Φώσκολου εμφανίζεται στις φωτογραφίες του στούντιο της Αδριανούπολης.
Ο Βασιλάκης Καργόπουλος λειτούργησε το στούντιο της Κωνσταντινούπολης για 36 χρόνια χωρίς διακοπή, μέχρι το θάνατό του από έμφραγμα σε ηλικία 59 ετών, στις 28 Μαρτίου 1886. Μετά το θάνατό του, το στούντιό του ανέλαβε ο γιος του Κωνσταντίνος Καργόπουλος. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης πείρας στη φωτογραφία, δεν κατάφερε να το διατηρήσει, με αποτέλεσμα να το κλείσει το 1888. Συνέχισε όμως να φωτογραφίζει στο Αΐδίνιο (Aydin). Για μερικά χρόνια τα νεότερα αδέλφια του Κλεομένης και Λευτέρης φωτογράφιζαν μαζί του, όμως το όνομα Καργόπουλος εξαφανίζεται μετά το 1921.
Άλλος διάσημος Έλληνας φωτογράφος της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Νικόλαος Ανδρειωμένος. Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία σε ηλικία 11 ετών, ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο που είχαν τρία αδέλφια από την Αρμενία, οι Αδελφοί Αμπντουλάχ, στη συνοικία Μπεγιαζίτ. Οι Αδελφοί Αμπντουλάχ είχαν αναλάβει το εργαστήριο από τον Γερμανό φωτογράφο Rabach το 1858. Μετά από τη μαθητεία του ο Ανδρειωμένος συνέχισε την καριέρα του ως καλλιτέχνης ρετούς. Το 1867, οι Αδελφοί Αμπντουλάχ μεταβίβασαν το στούντιο στον Ανδρειωμένο, και οι ίδιοι μεταφέρθηκαν στο Πέραν. Έτσι, σε νεαρή ηλικία (γύρω στα 17) διέθετε ήδη το δικό του επαγγελματικό στούντιο.
Ο Ανδρειωμένος ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους φωτογράφους που κατάφεραν να εισέλθουν στο παλάτι. Έκανε μαθήματα φωτογραφίας στον σουλτάνο Βαχντεντίν, πριν αυτός ανέλθει στον θρόνο. Τέσσερις φωτογραφίες του παρουσιάστηκαν στην έκθεση στο Παρίσι το 1903, και τιμήθηκε από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄. Φωτογράφιζε μέχρι το θάνατό του το 1929, οπότε ο γιος του Αθανάσιος (Tanas) Ανδρειωμένος συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του. Άλλαξε την επωνυμία του στούντιο σε «Foto Saray» και τελικά, μετά τους διωγμούς, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1955 όπου και πέθανε το 1988.
Ένας άλλος φωτογράφος ο οποίος είχε εκπαιδευτεί ως μαθητευόμενος στους Aδελφούς Αμπντουλάχ ήταν ο Αχιλλέας Samacı. Το στούντιό του μέχρι το 1925 ονομαζόταν «Atelier Apollon». Όπως ο Καργόπουλος και ο Ανδρειωμένος, έτσι και ο Samacı ήταν επίσης κοντά στην Οθωμανική δυναστεία και έκανε μαθήματα φωτογραφίας στα μέλη της. Αρκετά μέλη της δυναστείας, καθώς και διάσημοι ηθοποιοί και συγγραφείς, όπως ο Halit Ziya Uşaklıgil, ήταν πελάτες του «Atelier Apollon» και είχαν κάνει εκεί τα πορτρέτα τους. Ο Samacı μετακόμισε στην Ελλάδα, όπου και πέθανε στις 27 Οκτωβρίου του 1942.
Ο Δημήτρης Μιχαηλίδης έγινε γνωστός στον χώρο με τις φωτογραφίες του από την Αδριανούπολη. Ήταν μαθητευόμενος του Βασίλη Καργόπουλου και αργότερα άνοιξε ένα στούντιο φωτογραφίας στο Πέραν, κοντά στην ψαραγορά. Έχει εκδώσει ένα λεύκωμα με τίτλο «Teselya Hatıraları» (Ενθύμιο Θεσσαλίας) που αποτελείται από 30 φωτογραφίες από τον Βόλο, το Βελεστίνο, την Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα. Ο Μιχαηλίδης δώρισε τη μεγάλη συλλογή από τις φωτογραφίες του στην Ελληνική Ένωση Αδριανούπολης η οποία κατείχε και τα αρνητικά του στούντιο της Αδριανούπολης του Καργόπουλου, τα οποία όμως χάθηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά της Αδριανούπολης το 1905.
Ο φωτογράφος Αλκιβιάδης Νικολαΐδης είχε τιμηθεί από την Οθωμανική δυναστεία με το «Μετάλλιο Καλών Τεχνών». Έγινε γνωστός χάρη στην εταιρεία του με την επωνυμία «Photographie Stamboul» και, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις διαφημίσεις που δημοσίευε, ήταν ένας φωτογράφος που μπορούσε να προσληφθεί για διάφορους σκοπούς. Παρείχε κατ’ οίκον φωτογράφιση πορτρέτων και υπηρεσίες λήψης φωτογραφίας για ταξίδια. Το αρχείο και η βιβλιοθήκη του Νικολαϊδη ήταν ανοιχτά σε όλους τους ερευνητές. Έδινε επίσης φωτογραφικές μηχανές και την τεχνική υποστήριξη εξοπλισμού καθώς και δωρεάν μαθήματα φωτογραφίας στο ατελιέ του.
Ο Νεοκλής Μερακλής το 1891 άνοιξε ένα από τα σημαντικά στούντιο της περιόδου, με εξειδίκευση στη φωτογράφιση πορτρέτων, στο Μπεγιαζίτ. Το στούντιο διατήρησε για δύο χρόνια μετά τον θάνατό του ο γιος του Κλεάνθης Μερακλής.
Το στούντιο φωτογραφίας του Ιωάννη (Jean) Ξανθόπουλου είχε την επωνυμία «El-Beder» («Πανσέληνος»). Παρά το γεγονός ότι το «Studio El-Beder» ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή για φωτογράφιση πορτρέτων, δεν κατάφερε να παραμείνει ανοικτό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1870, ο Ξανθόπουλος εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και άνοιξε ένα νέο στούντιο με τίτλο «El-Beder και Συνεργάτες».
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους φωτογράφους πορτρέτων, ο Θεόδωρος Σερβάνης λειτούργησε το στούντιό του στην περιοχή Καντικόι (Kadıköy) και φωτογράφισε διάφορους διανοούμενους της εποχής.
Το «Studio Vaphiadis» των Θεόδωρου και Κωστάκη Βαφειάδη λειτούργησε σε δύο διαφορετικά σημεία στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι το 1909, όχι μόνο ως στούντιο φωτογραφίας, αλλά και ως επιχείρηση διανομής, εισάγοντας φωτογραφικά είδη και υλικά τέχνης στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος Βαφειάδης περιέγραφε τον εαυτό του ως «Φωτογράφο των Σιδηροδρόμων της Ανατολής». Ήταν εξειδικευμένος στην κατασκευή πλακών τσίγκου και δημοφιλής πωλητής εμπορικών φωτογραφικών υλικών. Από το 1905 έως το 1922 ο Κωστάκης Βαφειάδης, συγγενής του Θεοδώρου, είχε ένα στούντιο στην περιοχή Bahcekapi.
Ο Στέλιος Κωνσταντινίδης, γνωστός ως φωτογράφος πορτρέτων, γνωρίζουμε ότι είχε στούντιο απέναντι από το ξενοδοχείο Buyuk Aynali στον Γαλατά από το 1880 έως το 1921. Παρόλο που φωτογράφιζε για σαράντα ολόκληρα χρόνια, ελάχιστες φωτογραφίες του διασώθηκαν. To 1870 ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά, η οποία ξεκίνησε από ένα σπίτι στην οδό Valide Çeşme και επεκτάθηκε στο μισό Πέραν, καταστρέφοντας και πολλά στούντιο φωτογραφίας, μεταξύ των οποίων του Ιωάννη Ξανθόπουλου, του Δημήτρη Μιχαηλίδη, του Κωνσταντίνου Σοφιανού, του Αλκιβιάδη Νικολαΐδη, του Νεοκλή Μερακλή, του Θεοδώρου Βαφειάδη και του Στέλιου Κωνσταντινίδη. Από τις αναφορές αυτές μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πριν από το στούντιο στον Γαλατά ο Κωνσταντινίδης είχε φωτογραφείο στο Πέραν.
Όσο για τον Κωνσταντίνο Σοφιανό, γνωρίζουμε ότι το πρώτο του στούντιο βρισκόταν στην περιοχή του Φαναρίου το 1891. Το 1894 μετακόμισε στο Πέραν στον αριθμό 38, απέναντι από τη Βρετανική Πρεσβεία.
Χάρη στη φωτογραφία, έχουν καταγραφεί τόσο η αρχιτεκτονική δομή όσο και η πολιτιστική σύνθεση πολλών πόλεων, σε όλο τον κόσμο. Για την Κωνσταντινούπολη τον ρόλο αυτό της καταγραφής ανέλαβαν Αρμένιοι και κυρίως Έλληνες φωτογράφοι.
Παρά την ατυχή καταστροφή πολλών φωτογραφιών από εκείνη την περίοδο, πολλές από αυτές βρίσκονται σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές και σε αρχεία μουσείων. Ορισμένες διευθύνσεις στο Grand Rue de Pera που φιλοξένησαν αρκετούς φωτογράφους κράτησαν ζωντανό το πνεύμα του παρελθόντος και εξακολουθούν να υπάρχουν.
Σήμερα η Κωνσταντινούπολη στερείται πλέον της πολιτιστικής ποικιλίας και του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα που είχε τον 19ο αιώνα. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους, και η αναμόρφωση αυτού του πολιτιστικού σχήματος δεν φαίνεται να είναι δυνατή ούτε σήμερα ούτε στο εγγύς μέλλον.
Δρ Αριστείδης Χαραλ. Κοντογεώργης
Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών, Σχολής Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, ΤΕΙ Αθήνας
Δρ Seckin Tercan
Αναπλ. Καθηγητής, Τμήματος Φωτογραφίας Σχολής Καλών Τεχνών, Πανεπιστημίου Mimar Sinan, Κωνσταντινούπολης