Αρχαιολογική τεκμηρίωση και αξιολόγηση
Ιστορικά δεδομένα
Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τη μετοίκηση στην Παλαιοχώρα: Ενδιαφέρον για την Παλαιοχώρα εντοπίζεται από τα αρχαία χρόνια, όταν στη θέση της βρισκόταν η αρχαία πόλη «Οίη». Η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια (5ος-6ος αιώνας μ.Χ.), με χρήση παλαιού και νέου οικοδομικού υλικού. Τον 9ο αιώνα (περίπου στα 896) (σημ. 1), η αρχαία πόλη της Αίγινας εγκαταλείπεται σταδιακά, λόγω των πειρατικών επιδρομών (Σαρακηνοί και Άραβες). Η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρεται στο εσωτερικό, για 1.000 χρόνια περίπου, μέχρι το 1800.
Φραγκοκρατία και Καταλανική Κυριαρχία (1204-1451): Με την Δ΄ Σταυροφορία η Αίγινα περνά στους Ενετούς και στη συνέχεια στους Καταλανούς (1317), με διοικητή τον Αλφόνσο Φαδρίγο από την Αραγώνα, στους οποίους θα παραμείνει μέχρι το 1451.
Πρώτη Ενετοκρατία (1451-1540): Το 1462 οχυρώνεται το Κάστρο της Παλαιοχώρας με χρήματα που πήραν οι Αιγινήτες από τους Ενετούς, ως αντιπαροχή της κάρας του Αγίου Γεωργίου, που φυλασσόταν στην Παναγιά τη Φορίτισσα, στο «φόρο» του οικισμού. Το 1502 οι Τούρκοι, με τον Κεμάλ Ρέις, επιτίθενται στην Παλαιοχώρα, καταστρέφουν το Κάστρο της και αιχμαλωτίζουν 2.000 κατοίκους. Το 1537 ο Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα πολιορκεί το Κάστρο της Παλαιοχώρας και καταστρέφει την πόλη, αφήνοντας άθικτες μόνο τις εκκλησίες και αιχμαλωτίζοντας 6.000 κατοίκους. Η Παλαιοχώρα περνά στα χέρια των Τούρκων.
Πρώτη Τουρκοκρατία (1540-1687): Το 1654 ο Ενετός Φραγκίσκο Μοροζίνι βομβαρδίζει την πόλη της Παλαιοχώρας, τα σπίτια και το Κάστρο και αιχμαλωτίζει 300-800 Αιγινήτες. Οι συνεχείς ενετοτουρκικές εχθροπραξίες, η έλλειψη ανδρικών χεριών και η εξαθλίωση παρακμάζουν την Αίγινα. Τέλος, το νησί περνά στα χέρια των Ενετών.
Δεύτερη Ενετοκρατία (1687-1715): Το 1687 ο Μοροζίνι επισκευάζει το αρχαίο εμπορικό λιμάνι και το Κάστρο της Παλαιοχώρας. Παράλληλα, αυξάνεται και ο πληθυσμός.
Δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821): Η ενετική κυριαρχία τερματίζεται, χωρίς αντίσταση, και η Αίγινα περνά στα χέρια των Τούρκων. Σταδιακά και χωρίς το φόβο των κουρσάρων, η αρχαία παραλιακή πόλη της Αίγινας αναπτύσσεται εκ νέου και η Παλαιοχώρα εγκαταλείπεται οριστικά.
Αρχαιολογικά δεδομένα
Το μνημειακό σύνολο της Παλαιοχώρας
Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται το Κάστρο ενώ ο υπόλοιπος οικισμός διαρθρώθηκε αμφιθεατρικά, ακολουθώντας τις ισοϋψείς καμπύλες του επικλινούς εδάφους του λόφου (εικ. 1). Η κατοίκηση ήταν πυκνή για το λόγο ότι προτιμήθηκαν η νότια, η ανατολική και η δυτική πλευρά του οικισμού. Η μη επιλογή της βόρειας πλευράς είναι προφανής γιατί προσφέρει ανεμπόδιστη θέαση προς το λιμάνι της Σουβάλας, γεγονός που θα καθιστούσε την Παλαιοχώρα στόχο πειρατικών επιδρομών. Το βραχώδες του λόφου ήθελαν να διατηρηθεί φαινομενικά και με την επιλογή των υλικών για το κτίσιμο των οικιών τους, για να προσφέρει στον οικισμό ακόμη μεγαλύτερη κάλυψη.
Ο υφιστάμενος πολεοδομικός ιστός του μεσαιωνικού οικισμού: Ο πολεοδομικός ιστός της Παλαιοχώρας αποτελείται από δύο μεγάλες ομόκεντρες κεντρικές αρτηρίες, με μορφή μεγάλων μονοπατιών, σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους, που διακόπτονται κατά τόπους από κάθετα σε αυτές μονοπάτια μικρότερης διατομής. Στο σημείο συνάντησης των οριζόντιων και των κάθετων αξόνων διαμορφώνονταν πύλες (σημ. 2). Τη θέση των εγκάρσιων μονοπατιών καθόριζαν οι εκατέρωθεν τοίχοι των διαφόρων κατοικιών, οι οποίες ακολουθούσαν την ίδια διάταξη προς τις υψομετρικές καμπύλες, σταματούσαν στο ύψος του λόφου, σημείο έναρξης της φυσικής οχύρωσης του Κάστρου. Μορφολογικά τα μονοπάτια έμοιαζαν με καλντερίμια, με επίστρωση λίθινων πλακών (εικ. 2).
Οχυρώσεις και κοσμική αρχιτεκτονική: Τις δύο κεντρικές παράλληλες οδικές αρτηρίες της Παλαιοχώρας ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον περιτειχίσματα, στα οποία ενσωματώνονταν οι τοίχοι των εκκλησιών και των ιδιωτικών σπιτιών, αντικαθιστώντας την οχύρωση. Οι τοιχοποιίες των ιδιωτικών οικιών είχαν αμυντικό ρόλο γιατί διαμόρφωναν τα εγκάρσια μονοπάτια, ενώ αποτελούσαν και τα εγκάρσια τείχη αν διαρρηγνύονταν τα κατώτατα περιφερικά τειχίσματα. Γεγονός που αποδεικνύεται από τα ερείπια στο κάτω μέρος του ναού των Αγίων Αναργύρων. Βορειοδυτικά της πόλης, δεν παρατηρούνται ερείπια που να πιστοποιούν την ύπαρξη οχύρωσης στο συγκεκριμένο σημείο. Ενδεχομένως λόγω του επικλινούς εδάφους που είναι ιδιαιτέρως απότομο, άρα εμπόδιζε τη δημιουργία οχύρωσης. Οι οικίες είχαν κάτοψη ορθογώνια, ήταν μικρών διαστάσεων και κατασκευασμένες από αργολιθοδομή με χρήση τοπικού λίθου και συνδετικού κονιάματος, ενώ εξωτερικά ήταν επιχρισμένες.
Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: Η Αίγινα κατά τη Βυζαντινή περίοδο αποτέλεσε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στη μεγάλη εκκλησιαστική οικοδομική δραστηριότητα της Παλαιοχώρας (σημ. 3). Σήμερα οι εκκλησίες είναι 35, αν και η παράδοση αναφέρει 365, όσες και οι μέρες του χρόνου. Εκτείνονται περιμετρικά του Κάστρου, στα ανατολικά, δυτικά και νότια του λόφου του οικισμού και είναι ορατές από τον κεντρικό οδικό άξονα, που ξεκινά από το λιμάνι της Αίγινας. Οι σωζόμενες εκκλησίες διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση (εικ. 3). Ωστόσο δεν ανήκουν στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο (σημ. 4), αλλά σε τέσσερις διαφορετικούς, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι: μονόχωροι δρομικοί (σημ. 5, 6), (23 ναοί), μονόχωροι δρομικοί με εγκάρσια διάταξη του ιερού (3 ναοί), δίδυμοι (5 ναοί), ελεύθερος σταυρός (2 ναοί). Εξαίρεση αποτελεί ο ναός της Επισκοπής, που δεν συγκαταλέγεται σε κάποιον τύπο (εικ. 4).
Ανάλυση των μνημειακών αξιών του οικισμού της Παλαιοχώρας
Αξιολογώντας τη σημασία του μεσαιωνικού οικισμού της Παλαιοχώρας επισημάναμε τις ακόλουθες μνημειακές αξίες, τις οποίες και παραθέτουμε. α) Επιστημονική αξία: Προάγει τη γνώση σε ποικίλους τομείς (Αρχιτεκτονική, Επιγραφική, Συντήρηση-Αναστήλωση), β) Ιστορική και Αρχαιολογική Αξία: Επί 1.000 χρόνια η μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού, γ) Αξία σπανιότητας: «νεκρόπολη του Σαρωνικού» και ο μοναδικός μεσαιωνικός οικισμός του, δ) Αρχιτεκτονική αξία: Συνδυάζει τέσσερις αρχιτεκτονικούς τύπους, ε) Καλλιτεχνική-αισθητική αξία: Σπάνιες τοιχογραφίες της μεταβυζαντινής περιόδου, στ) Εκπαιδευτική αξία: Ιδανική για περιήγηση και ξενάγηση, και ζ) Κοινωνική αξία: Για τους κατοίκους που αντιλαμβάνονται την ιστορική συνέχεια του τόπου.
Αναγνώριση και αξιολόγηση κινδύνων κατά τη διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου
Οι κίνδυνοι κατατάχθηκαν σε τρεις κατηγορίες και για κάθε έναν διατυπώθηκε η αντίστοιχη τεχνική αντιμετώπισης. Συνοπτικά αναφέρουμε τις κατηγορίες με τους επιμέρους κινδύνους.
Κίνδυνοι μεγάλου μεγέθους: Κίνδυνος πυρκαγιάς κατά τους θερινούς μήνες, δυσκολία αντιμετώπισης βλάστησης και ριζών, πιθανές δυσμενείς καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πιθανή αποκάλυψη ευπαθών δαπέδων, πιθανή αποκάλυψη ετοιμόρροπων τμημάτων τοιχοποιίας, πιθανή αποκάλυψη νέων τοιχογραφιών.
Κίνδυνοι μετρίου μεγέθους: Πιθανή αποκάλυψη κοιμητηρίου, δυσκολία μετακίνησης σε ανώτερα διαζώματα, σεισμικότητα.
Κίνδυνοι μικρού μεγέθους: Πιθανή καθυστέρηση στην αρχική χρηματοδότηση του έργου, πιθανή κατολίσθηση λόγω σαθρού εδάφους, δυσκολία μεταφοράς του υλικού διάστρωσης στο χώρο, δυσκολία απομάκρυνσης των μπαζών, δυσκολία στην εξασφάλιση έμπειρων τεχνικών για την επίβλεψη επί τόπου του έργου, δυσκολία στην εξασφάλιση έμπειρου οικονομικού υπαλλήλου.
Σχέδιο διαχείρισης και ανάδειξης του μνημειακού χώρου
Ανάλυση SWOT
Η χρήση της ανάλυσης SWOT (Strengths, Weaknesses, Opportunities, Threats) ως μεθοδολογικού εργαλείου, ήταν σημαντική γιατί μπορέσαμε να καταρτίσουμε ένα Master plan που διαρθρώνεται σε τρεις τομείς: της προστασίας, της τεκμηρίωσης-έρευνας και της ανάδειξης. Αυτοί είναι και οι τρεις στρατηγικοί μας στόχοι για τον μεσαιωνικό οικισμό της Παλαιοχώρας. Η επίτευξη αυτών των στόχων αναδεικνύει τις μνημειακές αξίες που διέπουν τον οικισμό και τον καθιστούν έναν σύγχρονο επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, λειτουργικά άρτιο, που είναι προσιτός για τον επισκέπτη και τον κάτοικο της Αίγινας (εικ. 5).
Στον τομέα της προστασίας ως πρώτιστη ανάγκη νοείται η κατάρτιση ενός νομοθετικού πλαισίου που θα οριοθετεί σαφώς τον οικισμό, ενώ θα αναφέρει και τις Ζώνες Προστασίας, που απαρεγκλίτως πρέπει να τον συνοδεύουν. Επίσης οι επεμβάσεις στερέωσης και αποκατάστασης της κοσμικής, οχυρωματικής και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, που οφείλουν να γίνουν άμεσα λόγω κακής κατάστασης διατήρησής τους (εικ. 6).
Όσον αφορά τον τομέα της έρευνας-τεκμηρίωσης καθίσταται αναγκαία η διενέργεια σωστικών ανασκαφών, αλλά και ανασκαφικών τομών για τη βελτίωση της εικόνας που έχουμε για την Παλαιοχώρα όσον αφορά τα υλικά κατάλοιπα. Συνάμα η συμπλήρωση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας που διαθέτουμε για τον οικισμό, με νέες έρευνες και στοιχεία. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητη η δημιουργία ψηφιοποιημένου αρχείου.
Στον τομέα της ανάδειξης οι δυνατότητες είναι μεγάλες αρκεί να διασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι για την υλοποίηση όλων των στόχων, που συνοπτικά παρουσιάζονται εδώ. Αρχικά πρέπει να διαμορφωθεί και να αναδειχθεί ο πολεοδομικός ιστός της Παλαιοχώρας, καθώς και να καθοριστούν διαδρομές (κύριες, δευτερεύουσες) περιήγησης. Πρέπει επίσης να εγκατασταθούν υποδομές στο χώρο όπως: εντευκτήριο, χώροι υγιεινής, μουσείο. Στοιχείο ανάδειξης αποτελεί η επαρκής φωταγώγηση των μνημείων αλλά και του συνόλου του αρχαιολογικού χώρου. Τέλος, καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη της ανάδειξης είναι η σωστή πληροφόρηση των επισκεπτών αλλά και της τοπικής κοινωνίας καθώς και η διασφάλιση της σύνδεσης της Παλαιοχώρας με το κέντρο του νησιού (εικ. 7).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανάδειξης πρέπει να ακολουθεί τις αρχές που καθορίζονται από τις Διεθνείς Χάρτες προστασίας για τα μνημεία (σημ. 7), αλλά και το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται ο υπό ανάδειξη αρχαιολογικός χώρος. Στην περίπτωση της Παλαιοχώρας όλες οι εργασίες αποκατάστασης θα έχουν ως γνώμονα την αρχή της αναστρεψιμότητας, τη διαφύλαξη δηλαδή της δυνατότητας επιστροφής στην αρχική κατάσταση, με σαφή διάκριση παλιού και νέου υλικού. Με αυτό τον τρόπο σεβόμαστε τις ιστορικές φάσεις των μνημείων, χωρίς να τα καταπονούμε, ενώ συνάμα αποτρέπεται η παραπληροφόρηση των επισκεπτών και των μεταγενέστερων μελετητών.
Ανασκαφές
Το 1537, τις παραμονές της επιδρομής του Μπαρμπαρόσα, ο πληθυσμός της Παλαιοχώρας ανερχόταν στους 9.000 κατοίκους, σήμερα όμως δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πού βρίσκεται το κοιμητήριο, η ύπαρξη του οποίου άλλωστε δεν τεκμηριώνεται βιβλιογραφικά. Είναι λοιπόν παράδοξο ένας οικισμός με τόσο μακραίωνη ιστορία να μην έχει κοιμητήριο, ή ορθότερα να μην έχει μέχρι σήμερα βρεθεί η θέση του. Γι’ αυτό λοιπόν συνίσταται αρχικά εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα και εν συνεχεία ανασκαφική έρευνα σε όλο το μήκος της έκτασης περιμετρικά του τείχους της περιοχής, που εκτείνεται κάτω από τον Άγιο Στέφανο, τον Άγιο Ι. Πρόδρομο, τον Άγιο Ευθύμιο, το ναό της Μεταμορφώσεως, το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, τους Αγίους Αναργύρους, τον Άγιο Ι. Θεολόγο μέχρι το μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Αικατερίνης που γειτνιάζει με την Παλαιοχώρα. Πρόκειται για μια μεγάλη έκταση με ομαλή κλίση που καταλήγει σε πεδιάδα. Η ανασκαφική έρευνα στην περιοχή αυτή, πέρα από την πιθανή αποκάλυψη ενός κοιμητηρίου, θα μας βοηθήσει να βρούμε τα σαφή όρια του οικισμού ή οχυρωματικά έργα καθώς και κατάλοιπα κοσμικής αρχιτεκτονικής (εικ. 6). Εξαίρεση αποτελεί ο ναός της Αγίας Κυριακής όπου το 2003, στο πλαίσιο της αναστήλωσης, προηγήθηκε ανασκαφική έρευνα. Όσον αφορά τον πολεοδομικό ιστό στο σημείο αυτό, θα προτείνουμε την ανακατασκευή των κατεστραμμένων μονοπατιών ώστε να αποκατασταθεί η επικοινωνία των εκκλησιών με τις δύο κεντρικές αρτηρίες και τα εγκάρσια μονοπάτια.
Η περιοχή που εκτείνεται στα ανατολικά του Κάστρου είναι βραχώδης και ιδιαίτερα απόκρημνη, ενώ είναι και άμεσα ορατή από το λιμάνι της Σουβάλας, επομένως, για λόγους προστασίας του οικισμού από τους επιδρομείς, δεν ενδεικνυόταν η οικοδόμηση σε αυτή την πλευρά. Ωστόσο στην περιοχή του κάστρου διαρθρωνόταν η αρχαία Οίη. Μία ανασκαφική έρευνα στο σημείο αυτό θα βοηθούσε στην τεκμηρίωση αυτής της άποψης. Είναι γεγονός ότι αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση είτε ως υπέρθυρα, είτε ως σπόλια σε ναούς της Παλαιοχώρας, αρκετά επίσης φυλάσσονται στις αποθήκες της 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Όλα όμως αυτά αποτελούν ενδείξεις και χρήζουν συστηματικής έρευνας και ανασκαφής.
Τέλος, σε τρεις ναούς της Παλαιοχώρας, σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές πηγές, συναντάμε στοιχεία που είτε υποδηλώνουν την ύπαρξη παλαιότερου ναού, είτε μας βοηθούν στη χρονολόγηση, γεγονός που πρέπει να τεκμηριωθεί ανασκαφικά. Συγκεκριμένα πρόκειται για τους ναούς του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, της Αγίας Αικατερίνης και των Αγίων Θεοδώρων.
Διαδρομές επισκεπτών
Η Παλαιοχώρα καταλαμβάνει μεγάλη έκταση και διακρίνουμε δύο κεντρικές οδικές αρτηρίες. Για τη διευκόλυνση των επισκεπτών, έτσι ώστε να κατανοήσουν πλήρως τη λειτουργία του χώρου και τη σύνδεση μεταξύ των μνημείων, ενδείκνυται ο καθορισμός προτεινόμενης πορείας των επισκεπτών. Ο σχεδιασμός λοιπόν προβλέπει μία κύρια διαδρομή, δύο συμπληρωματικές και μια φυσιολατρική-περιπατητική (εικ. 5). Αναλυτικότερα η κύρια προτεινόμενη διαδρομή θα ξεκινά από την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, δίπλα από την κεντρική είσοδο, και θα ακολουθεί τη χαμηλότερη κεντρική αρτηρία. Ο επισκέπτης κατά μήκος αυτής της διαδρομής θα συναντά τις εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Γεωργίου στα αριστερά του. Εν συνεχεία θα συναντά στη δεξιά πλευρά το ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, τον Άγιο Ευθύμιο, το ναό της Μεταμορφώσεως και το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου απέναντι από το ναό του Αγίου Δημητρίου.
Κατόπιν ακολουθούν κατά μήκος αυτής της διαδρομής οι ναοί των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Η διαδρομή καταλήγει στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της πορείας ο επισκέπτης θα αντλεί πληροφορίες από εποπτικό υλικό που θα προμηθεύεται κατά την είσοδό του στον αρχαιολογικό χώρο αλλά και από πλήθος ενημερωτικών πινακίδων, στις οποίες θα γίνει εκτενής αναφορά παρακάτω. Μέλημα της ανάδειξης είναι ο αρχαιολογικός χώρος να είναι προσβάσιμος σε ΑΜΕΑ, κάτι που καθίσταται εφικτό λόγω της χαμηλής κλίσης της κύριας διαδρομής, που δεν ξεπερνά τις 5 με 10 μοίρες. Η διαμόρφωση του μονοπατιού θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του αρχιτέκτονα μηχανικού, που θα λάβει υπόψη του όλες τις παραμέτρους και θα διασφαλίσει την ασφαλή μετακίνηση των επισκεπτών.
Όσον αφορά τις δύο άλλες προτεινόμενες διαδρομές, μετά το μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Κυριακής και την Αγία Μακρίνα το μονοπάτι διακλαδίζεται προσφέροντας δύο επιλογές στον επισκέπτη: η πρώτη είναι να συνεχίσει την πορεία του προς το κάστρο, όπου βρίσκεται ο δίδυμος ναός των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου και έχοντας συναντήσει μέχρι εκεί τους ναούς του Αγίου Μηνά και του Αγίου Ελευθερίου. Η δεύτερη επιλογή είναι να ακολουθήσει την υψηλότερη κεντρική αρτηρία που είναι σχεδόν παράλληλη με τη χαμηλότερη και, αφού περάσει από τους ναούς των Αγίων Θεοδώρων, του Ταξιάρχη και της Αγίας Άννης, να καταλήξει στο συγκρότημα της Επισκοπής. Εκεί συναντάμε το ναό του Αγίου Νικολάου και το ασκητήριο του Αγίου Διονυσίου. Η διαδρομή μας όμως δεν σταματάει, αλλά συνεχίζει και οδηγεί στο φόρο με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Καθολικού, της Αγίας Βαρβάρας, περνά από την Παναγιά του Γιάννουλη και ενώνεται με την κύρια διαδρομή λίγο πριν την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Η επιλογή της δημιουργίας μιας φυσιολατρικής-περιπατητικής διαδρομής έγινε γιατί το φυσικό περιβάλλον της περιοχής διατηρείται σχεδόν αλώβητο μέχρι σήμερα, επομένως, αν αναδειχθεί, θα προσελκύσει περιπατητικό τουρισμό. Επίσης, οι διεθνείς συνθήκες (σημ. 8) επιτάσσουν τη σύνδεση των μνημειακών συνόλων με το φυσικό περιβάλλον που τα περιβάλλει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μελέτη του ΥΠΕΧΩΔΕ του 2008 έγινε αναφορά για αξιόλογα οικοσυστήματα και φυσικά τοπία στην ευρύτερη περιοχή ανάδειξης της Παλαιοχώρας, που περιλαμβάνει τις βυζαντινές εκκλησιές και τους ανεμόμυλους, που έχουν απομείνει στη διαδρομή Αίγινας-Αφαίας, την πηγή του Κουρέντη (η οποία εκβάλλει στην Παλαιοχώρα) και τον γεωλογικό σχηματισμό «Σπασμένο Βουνάκι», που παρουσιάζει σημαντικό επιστημονικό ενδιαφέρον. Η μελέτη αυτή κατέληγε στην πρόταση για προστασία της συγκεκριμένης περιοχής, που αναβαθμίζει αισθητά την εικόνα της Παλαιοχώρας.
Η προτεινόμενη περιπατητική-φυσιολατρική διαδρομή, μπορεί να καλύπτει μήκος της προαναφερθείσας περιοχής και να ξεκινά ή να καταλήγει στην Παλαιοχώρα, προσελκύοντας το ενδιαφέρον φυσιολατρών, βοτανολόγων αλλά και γεωλόγων.
Αναστηλώσεις
Σε όλο τον οικισμό υπάρχουν διάσπαρτοι λιθοσωροί, ως εναπομείναντα λείψανα της κοσμικής και της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η ταύτισή τους και η αποκατάστασή τους, με βάση τον όγκο των ευρημάτων. Γεγονός που θα βοηθήσει στη μορφολογική αποκατάσταση μέρους των οικιών, κάποιες εκ των οποίων εδράζονται πάνω στα τείχη, αλλά και της οχύρωσης, επί παραδείγματι στην περιοχή του κάστρου. Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο κινστέρνες και πύργοι, σε κακή κατάσταση διατήρησης, στα οποία πρέπει να γίνουν άμεσα στερεωτικές επεμβάσεις, με χρήση του υπάρχοντος υλικού και προσθήκη νέου, όπου κριθεί απαραίτητο (εικ. 6).
Λαμβάνοντας υπόψη τη μορφολογική αποκατάσταση των οδικών αρτηριών του οικισμού, αλλά και το υλικό επίστρωσης προτείνεται η ανακατασκευή των κατεστραμμένων μονοπατιών. Τα μονοπάτια που χρήζουν άμεσης αποκατάστασης είναι τα ακόλουθα: το μονοπάτι που από τη χαμηλότερη κεντρική οδική αρτηρία οδηγεί προς τον Άγιο Ευθύμιο, και προς τους ναούς της Κοίμησης της Αγίας Άννης και του γειτονικού της ναού της Αγίας Αικατερίνης, το μονοπάτι που οδηγεί από τον Άγιο Σπυρίδωνα προς την Αγία Κρυφτή και τον Άγιο Ζαχαρία, που είναι εντελώς κατεστραμμένο και καθιστά επικίνδυνη την προσέγγιση και των δύο ναών. Εν συνεχεία τη διαμόρφωση του μονοπατιού που συνδέει τους τρεις ναούς, Αγίου Ελευθερίου, Αγίου Μηνά και Αγίας Μακρίνας (η ύπαρξη φαλτσογωνίας υποδηλώνει ότι το συγκεκριμένο σημείο ήταν πολυσύχναστο, στο παρελθόν), καθώς και το μονοπάτι που οδηγεί προς τον Άγιο Στυλιανό (κοντά στην Παναγιά του Γιάννουλη), που είναι κατεστραμμένο και κατά συνέπεια ο ναός δεν προσεγγίζεται. Τέλος, το μονοπάτι που οδηγεί προς τον Άγιο Κήρυκο, πρέπει να αποκατασταθεί και να συνδεθεί άμεσα με το κάστρο αλλά και με τον Άγιο Στυλιανό, γιατί πλέον ο ναός δεν είναι προσβάσιμος. Αξίζει να σημειωθεί ότι άμεσης αποκατάστασης χρήζει και το μονοπάτι του οποίου οι βασικές χαράξεις υπάρχουν και ενώνουν τον Άγιο Κήρυκο με την Επισκοπή.
Οι ακόλουθοι ναοί λόγω της ερειπιώδους κατάστασης διατήρησής τους, κατόπιν πρόσφατης αυτοψίας (σημ. 9) στο χώρο, χρήζουν επείγουσας αναστήλωσης. Ο ναός του Αγίου Αθανασίου, στον οποίο κατέρρευσε ολοσχερώς η στέγη και οι τοιχοποιίες έχουν έντονες ρηγματώσεις. Η Αγία Βαρβάρα, στην οποία προτείνεται όχι μόνο η αποκατάστασή της αλλά και εν μέρει η ανακατασκευή της θολοδομίας και μέρους της τοιχοποιίας της, γιατί ο ναός έχει χάσει σε μεγάλο μέρος την αρχική του μορφή. Επίσης, η Παναγιά του Γιάννουλη παρουσιάζει αρκετά στερεωτικά προβλήματα σε όλη την έκτασή της, ενώ στο νότιο κλίτος έχει ελάχιστα κατάλοιπα και δεν δηλώνεται πλέον ο τύπος του δίδυμου ναού στον οποίο ανήκε άλλοτε η εκκλησία. Τέλος, τα κελιά των μοναχών απέναντι από το μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Κυριακής, χρήζουν άμεσης επέμβασης καθώς η στέγη τους έχει καταρρεύσει ολοσχερώς και οι τοιχοποιίες έχουν αρκετά φθαρμένα λίθινα στοιχεία.
Από το 2009 που έγινε η πρώτη επίσκεψη στην Παλαιοχώρα μέχρι και σήμερα, η προσέγγιση των ναών της Αγίας Κρυφτής και του Αγίου Ζαχαρία ήταν ανέφικτη λόγω της αυξημένης επικινδυνότητας. Κατά συνέπεια, δεν έχει πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της κατάστασής τους. Είναι λοιπόν πιθανό μετά την αποκατάσταση των μονοπατιών που οδηγούν εκεί, οι δύο προαναφερθέντες ναοί να ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που χρήζουν άμεσης αναστήλωσης, δεδομένης της γενικότερης εικόνας διατήρησης των μη αναστηλωμένων μνημείων του μεσαιωνικού οικισμού της Παλαιοχώρας.
Οι εξειδικευμένες εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του κάθε μνημείου θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης ομάδας αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών στο πλαίσιο του εκτεταμένου αναστηλωτικού προγράμματος που προτείνεται για τον μεσαιωνικό οικισμό. Εδώ θα παρουσιαστεί μια γενική αποτίμηση των φθορών.
Μία από τις κυριότερες φθορές είναι η ανερχόμενη υγρασία, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν εργασίες αποστράγγισης των υδάτων από τις θεμελιώσεις των ναών. Όσον αφορά τις τοιχοποιίες προτείνεται αντικατάσταση των αρχικών κονιαμάτων που έχουν φθαρεί, απομάκρυνση των τσιμεντιτικών κονιαμάτων και καθαρισμός της βιολογικής κρούστας καθώς και στερεωτικές επεμβάσεις με συρραφή των ρωγμών και εφαρμογή ενεμάτων. Στις θολοδομίες τα προβλήματα είναι κυρίως στερεωτικά και στεγανωτικά, τα οποία και θα αντιμετωπιστούν με τις αντίστοιχες εργασίες.
Οι θύρες και τα παράθυρα των ναών θα αντικατασταθούν λόγω φθοράς. Τέλος, αναφορικά με τα δάπεδα των ναών, όσα από αυτά είναι επιστρωμένα με τσιμέντο ή πλακάκι (γαλλικού τύπου), προτείνεται η αντικατάστασή τους με πλακοστρωμένο δάπεδο, που να συνάδει με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Παλαιοχώρας.
Χριστίνα Νταλταγιάννη
Αρχαιολόγος, Ιστορικός Τέχνης
Μεταπτυχιακό στη Διαχείριση Μνημείων