Το ψηφιδωτό δάπεδο μιας μέχρι σήμερα άγνωστης Βυζαντινής εκκλησίας ήρθε στο φως από αρχαιοκαπήλους στο Κανισάτ Κιρμέρλ της Ιορδανίας, κοντά στην ελληνορωμαϊκή πόλη Γέρασα.

Το πολύχρωμο δάπεδο, διαστάσεων περ. 5 Χ 7 μ. απεικονίζει άνδρες να σκαρφαλώνουν σε δέντρα για να κρυφτούν από αρκούδες και λιοντάρια. Σύμφωνα με την επιγραφή του, που αναφέρει τον δωρητή και τον ψηφοθέτη, χρονολογείται περίπου στο 589 με 590 μ.Χ.

«Μετά την αποκάλυψή του σε βάθος ενός μέτρου, το δάπεδο του Κανισάτ Κιρμέρλ ήταν σχεδόν τέλεια διατηρημένο», υποστηρίζει ο Ζακ Σεν, διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Αποστολής στα Γέρασα.

Σύμφωνα με τον Σεν, η αποκάλυψη έχει εκπληκτική σημασία για την αρχαιολογία καθώς μας βοηθά να καταλάβουμε το πόσο η Εικονομαχία επηρέασε την εικονοποιία και τη διατήρηση παλαιότερων εικόνων στις μακρινές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. «Η αποκάλυψη της εκκλησίας είναι πολύ σημαντική γιατί ίσως στηρίζει την άποψη ότι δεν υπήρξε συστηματική καταστροφή των εικόνων κατά την εικονομαχική περίοδο», λέει ο αρχαιολόγος. «Η εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρέθηκε το ψηφιδωτό δείχνει επίσης ότι η η εκκλησία χρησιμοποιούνταν και διατηρήθηκα και την περίοδο των Ομμεϋάδων», συμπληρώνει.

Για την εύρεση του χώρου σήμερα μίλησε ο διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων για τα Γέρασα, Ράφε Χαραχσάχ στην τοπική εφημερίδα Jordan Times: «Οι αρχαιοκάπηλοι έσκαψαν το βράδυ και ανακάλυψαν το ψηφιδωτό κατά τύχη. Το επόμενο πρωί, ένας από αυτούς ήρθε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων στα Γέρασα και μας είπε γι αυτό, κάτι που είναι σπάνιο…και σήμαινε ότι μπορούσαμε να επέμβουμε γρήγορα.»

Η γρήγορη αυτή επέμβαση από το Τμήμα Αρχαιοτήτων ίσως εμπόδισε πιθανή καταστροφή στο μνημείο.

Μέχρι στιγμής, το Τμήμα Αρχαιοτήτων τελείωσε μια 45-ήμερη σειρά εργασιών διάσωσης, με τη βοήθεια του Σεν και της ομάδας του. Τέτοιες εργασίες συντελούν στη διάσωση χώρων, περιλαμβάνοντας δοκιμαστική ανασκαφή και συλλογή στοιχείων που παρουσιάζονται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, λέει ο Άλι Αλ Οουέισι, συνάδελφος του Χαραχσάχ. Τώρα που οι εργασίες διάσωσης έχουν τελειώσει, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για την προστασία και την διατήρηση της θέσης. Όμως, το πρόβλημα βρίσκεται στην έλλειψη προσόδων τόσο για την προστασία των χώρων γενικά από τους αρχαιοκαπήλους, όσο και τη διατήρηση που είναι αναγκαία μετά.

«Βασιζόμαστε κυρίως σε πληροφοριοδότες για πληροφορίες αναφορικά με τις λεηλασίες», λέει ο Χαραχσάχ, συμπληρώνοντας:«Μια αντιπροσωπεία του Τμήματος Αρχαιοτήτων είναι να αποφασίσει τώρα πώς θα προχωρήσουμε. Αν θα πρέπει να αγοράσουμε τη γη όπου βρέθηκε η εκκλησία (σσ. βρέθηκε σε ιδιόκτητο τμήμα γης) ή και να μεταφέρουμε το ψηφιδωτό στο μουσείο, ανάλογα και με τα χρήματα που υπάρχουν».

Για το γενικό πρόβλημα της λεηλασίας ο Σεν αναφέρει: «Το Βασίλειο της Ιορδανίας έχει χιλιάδες άγνωστες θέσεις που είναι εύκολα προσβάσιμες, οπότε η αρχαιοκαπηλία ήταν πάντα πρόβλημα. Αλλά με την έκρηξη του πληθυσμού της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, η κατάσταση έχει γίνει ακόμη χειρότερη. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων πρέπει να ενδυναμωθεί για να ανταποκριθεί στις εξελίξεις αυτές.»