Σε σχέση με τις ελληνικές πόλεις-κράτη, τα ελληνιστικά βασίλεια εμφανίζουν μια πολύ μεγάλη αλλαγή κλίμακας. Η Αθήνα ήταν πάντα μία από τις σημαντικότερες πόλεις, σε μια έκταση της Αττικής περίπου 2.500 τετρ. χλμ., με πληθυσμό 200-300 χιλιάδες κατοίκους. Το βασίλειο των Σελευκιδών, στην ακμή του, κάλυπτε σχεδόν 4 εκατ. τετρ. χλμ. από το Αιγαίο μέχρι το Αφγανιστάν, με πληθυσμό14-18 εκατομμύρια κατοίκους. Χρειαζόταν 8-9 μήνες για να το διασχίσεις με τα πόδια και ήταν αναγκαίος διαφορετικός τρόπος πολιτικο-στρατιωτικής διοίκησης, γιατί πολλές αποφάσεις έπρεπε να λαμβάνονται επί τόπου. Εξ ου και η διαίρεση σε μεγάλες διοικητικές περιοχές, τις σατραπείες, και σε μικρότερες, τις υπαρχίες και τις υποτελείς πόλεις.

Παράλληλα άλλαξε στην Ελληνιστική εποχή και ο τρόπος της οικονομικής διαχείρισης. Το πρώτο μέλημα των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου που δημιούργησαν επικράτειες ήταν πώς να τις διατηρήσουν και, αν γινόταν, να τις επεκτείνουν σε βάρος των αντιπάλων τους. Μεγάλωσαν έτσι πολύ οι στρατοί της εποχής και έγιναν ως επί το πλείστον μισθοφορικοί, με πληρωμές κυρίως σε νόμισμα. Το νόμισμα προερχόταν βασικά από το χρυσό και άργυρο στους θησαυρούς των Περσών που κατέλαβε ο Αλέξανδρος και είχαν αξία τουλάχιστον 180.000 ταλάντων, πάνω από 50 δισεκατομμύρια ευρώ σε σημερινές τιμές. Οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες στους έξι συριακούς πολέμους τους αντιπαρέταξαν στρατούς που έφθαναν τις 70 και 80 χιλιάδες άνδρες η κάθε πλευρά. Πέραν αυτού διατηρούσαν και σημαντικές ναυτικές δυνάμεις και φρουρές.

Ας δούμε από πιο κοντά το βασίλειο των Σελευκιδών. Η μεγαλύτερη δαπάνη του ήταν κατά πολύ η στρατιωτική – όχι λιγότερο από το ήμισυ του συνόλου σε καιρό ειρήνης και έως και τρία τέταρτα σε καιρό πολέμου.

Και φυσικά, σε σχέση με την πόλη-κράτος, έπρεπε να αλλάξει ριζικά ο τρόπος είσπραξης εσόδων, και να αυξηθούν σημαντικά αυτά ώστε να μπορέσουν να καλύψουν τις πολύ υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες. Τα έσοδα προέρχονταν πλέον κυρίως από την άμεση φορολόγηση της γης, δηλαδή από έναν σταθερό φόρο υποτελείας που υπολογιζόταν με βάση το εκτιμώμενο αγροτικό και κτηνοτροφικό δυναμικό μιας περιοχής, και επιπλέον από ένα ποσοστό της εκάστοτε πραγματικής ετήσιας παραγωγής, ή μάλλον διαφορετικά ποσοστά, ανάλογα με το προϊόν. Οι φόροι στο εμπόριο και στις κάθε λογής μεταφορές και συναλλαγές έγιναν πιο διαδεδομένοι και επαχθείς, ενώ επιβλήθηκαν και κεφαλικοί φόροι επί ανθρώπων και επαγγελμάτων. Πέραν αυτού ο βασιλιάς είχε σημαντικά έσοδα από τη γη που του ανήκε, καθώς και από στρατηγικούς φυσικούς πόρους (π.χ. μεταλλεία, δάση, αλυκές και αρδευτικά δίκτυα). Για το σελευκιδικό κράτος στην ακμή του, τα ετήσια έσοδά του υπολογίζονται σε 15.000-20.000 τάλαντα, και σχεδόν τόσα για το πτολεμαϊκό. Συγκριτικά, η Αθήνα εισέπραττε συνήθως μόνο λίγες εκατοντάδες τάλαντα ετησίως.

Η έμφαση στην οικονομική διαχείρηση είχε επίσης ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό της από τα καθήκοντα του σατράπη. Ο σελευκίδης βασιλιάς απευθυνόταν συνήθως άμεσα στο διοικητή, τον υπεύθυνο επί των οικονομικών της σατραπείας. Σ’ αυτόν υπάγονταν οι οικονόμοι. Για θέματα κοινού ενδιαφέροντος ο σατράπης και ο διοικητής έπρεπε να αποφασίζουν μαζί, ενώ σε επίπεδο μικρότερης διοικητικής περιοχής συνεργάζονταν ο ύπαρχος και ο αντίστοιχος οικονόμος.

Στη νέα αυτή κατάσταση τι ρόλο έπαιζε το νόμισμα; Το νόμισμα χρειαζόταν για το στρατό κυρίως, όπως αναφέρθηκε, και έπρεπε να έλθει στα ταμεία του κράτους μέσω της φορολογίας. Δεν ενδιέφερε συνεπώς η είσπραξη του φόρου σε είδος, αλλά σε χρήμα. Ο φορολογούμενος, κυρίως αυτός που διέθετε αγροτική γη, έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή του και να πουλήσει το πλεόνασμα. Και πού θα το έκανε; Στις αγορές των πόλεων, τόσο των παλαιών που ήδη υπήρχαν, όπως η Βαβυλώνα και τα Εκβάτανα, όσο και των νέων που ίδρυσαν οι πρώτοι Σελευκίδες ακριβώς γι’ αυτόν το σκοπό σε περιοχές με μεγάλες δυνατότητες αύξησης της γεωργικής παραγωγής. Οι πόλεις που έκτισε ο Αλέξανδρος, με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, είναι ασήμαντες μπροστά στις 70 και πλέον πόλεις που αναφέρεται ότι ίδρυσαν οι πρώτοι Σελευκίδες.

Το νόμισμα –χρυσό, αργυρό και χάλκινο– κυκλοφορούσε κυρίως μέσω των πόλεων. Η σελευκιδική διοίκηση, ο στρατός και οι φρουρές αγόραζαν εκεί τρόφιμα, προϊόντα και υπηρεσίες, και οι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου επέστρεφαν το νόμισμα που είχαν εισπράξει στη διοίκηση υπό μορφή φόρων. Όταν έλειπε από κάποιο τοπικό θησαυροφυλάκιο νόμισμα για διοικητικές πληρωμές, έπρεπε να μεταφερθεί εκεί από το σατραπικό. Όταν έλειπε από το σατραπικό, έπρεπε να κοπεί νέο νόμισμα και γι’αυτό υπήρχε συνήθως σε κάθε σατραπεία τουλάχιστον ένα νομισματοκοπείο. Η μεγαλύτερη, όμως, ανάγκη για έκδοση νέου νομίσματος εμφανιζόταν συνήθως στην αρχή και στο τέλος κάποιας εκστρατείας του βασιλικού στρατού.

Στα Οικονομικά του ψευδο-Αριστοτέλη η λεγόμενη βασιλική οικονομία είναι υπεύθυνη για την έκδοση νομίσματος και για τις πληρωμές. Στις σατραπείες ο βασιλιάς εκπροσωπείτο στην οικονομική διαχείριση από το διοικητή και τους οικονόμους, όπως αναφέρθηκε. Αυτοί είχαν συνεπώς την ευθύνη για την έκδοση νομίσματος και τη φύλαξή του.

Οι Σελευκίδες δεν ήθελαν ποτέ το δικό τους νόμισμα να είναι αποκλειστικό στην επικράτειά τους, όπως συνέβαινε με τους Πτολεμαίους και τους Ατταλίδες. Επέτρεψαν την κυκλοφορία κάθε αττικού νομίσματος. Και το μεγαλύτερο μέρος αυτού αποτελούσαν οι αργυροί «Αλέξανδροι», τόσο εκείνοι που κόπηκαν όσο ζούσε ο Αλέξανδρος, όσο και εκείνοι που κυκλοφορούσαν για σχεδόν 150 χρόνια μετά το θάνατό του. Το ξένο νόμισμα έμπαινε στο σελευκιδικό κράτος κυρίως για να αγορασθούν τα πολύτιμα προϊόντα της Ινδίας και της Αραβίας που περνούσαν μέσω αυτού προς τις αγορές της Μεσογείου. Το θετικό ισοζύγιο πληρωμών που σχηματιζόταν έτσι έδινε και το μεγαλύτερο μέλος του πολύτιμου μετάλλου που χρειάζονταν, γιατί η εσωτερική παραγωγή δεν ήταν σημαντική. Το σελευκιδικό νόμισμα προοριζόταν βασικά να αντικαταστήσει αυτό που χανόταν από την κυκλοφορία λόγω απώλειας και φθοράς. Έτσι το μερίδιό του στο σύνολο του νομίσματος που κυκλοφορούσε στη σελευκιδική επικράτεια, όπως φαίνεται από τους θησαυρούς, αυξήθηκε με πολύ αργό ρυθμό και δεν έφθανε καν το 50% στη Μεσοποταμία και το 30% στη Συρία σχεδόν 150 χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους. Μια συνέπεια αυτής της πολιτικής διατήρησης της κυκλοφορίας νομίσματος σε σχετικώς σταθερό επίπεδο ήταν ότι και οι τιμές βασικών προϊόντων παρέμειναν γενικά σταθερές για πάνω από 150 χρόνια.

 

Δρ Μάκης Απέργης, University College London