Ένα ζευγάρι τσαρούχια, κρεμασμένα στον τοίχο ενός τσαγκαράδικου, σε ένα όμορφο παραδοσιακό δρομάκι στην παλιά Αγορά στα Γιάννενα, στάθηκαν η αφορμή για τη γνωριμία με έναν από τους τελευταίους «τσαρουχάδες» στην Ήπειρο. Ο Κώστας Αρλέτος «αντιστέκεται» στην εξέλιξη της τεχνολογίας και συνεχίζει ένα επάγγελμα που χάνεται, αλλά για περισσότερο από έναν αιώνα στήριξε την οικογένειά του. Μπορεί οι ανάγκες της κοινωνίας να έχουν αλλάξει και τα εργατικά χέρια να αντικαταστήθηκαν από τα μηχανήματα, ο κ. Αρλέτος όμως δεν θέλει να εγκαταλείψει τη χειροποίητη εργασία, που έμαθε από τον πατέρα του, γι’ αυτό στο τσαγκαράδικο φτιάχνει και τσαρούχια.
Η συζήτηση μαζί του αποκάλυψε τα μυστικά της τέχνης των άλλοτε φημισμένων υποδημάτων, που σήμερα τα φορούν ελάχιστοι ηλικιωμένοι στο Μέτσοβο και στα Τζουμέρκα.
Ο 54χρονος Κώστα Αρλέτος έχει καταγωγή από τους Καλλαρύτες. Όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, σε ηλικία 12 χρόνων, δίπλα στον πατέρα του που ήταν τσαγκάρης και τσαρουχάς, έμαθε να φτιάχνει τα παραδοσιακά ανδρικά υποδήματα, τα τσαρούχια. Από τότε μέχρι σήμερα, δεν έχει αλλάξει επάγγελμα, όπως λέει, αν και τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω οικονομικής κρίσης. Μέχρι πριν από χρόνια, πελάτες του ήταν οι παραδοσιακοί-πολιτιστικοί σύλλογοι και τα χορευτικά συγκροτήματα, όμως λόγω κρίσης έχουν σταματήσει τις παραγγελίες.
Μέχρι και το 1970, θυμάται πως στο χωριό του, τους Καλαρρύτες, αλλά και σε άλλα γειτονικά, πολλοί ήταν εκείνοι που επέλεγαν τσαρούχι για υπόδημα. Τα τσαρούχια είναι χειροποίητα υποδήματα, από δέρμα μοσχαριού κυρίως, ώστε να είναι πολύ ανθεκτικά, όπως επισημαίνει ο κ. Αλκέτος. Φτιάχνονται σε δύο χρώματα – μαύρο, το οποίο συνήθως προτιμούσαν όσοι φόραγαν βράκα, την «μπουραζάνα», και βαθύ κόκκινο για εκείνους που είχαν φουστανέλα. Το ζευγάρι που μόλις είχε φτιάξει ο κ. Αρλέτος δεν είναι για καθημερινή χρήση, όπως μας εξηγεί, καθώς φοριέται τις γιορτές και σε εκδηλώσεις. Πρόκειται για ένα ζευγάρι μαύρα «καρφωτά» τσαρούχια, «επίσημα» όπως τα χαρακτηρίζει. Τα καθημερινά τσαρούχια ήταν τα «ραφτά», δηλαδή η σόλα τους έχει καρίνα.
Για να φτιάξεις ένα τσαρούχι χρειάζεται εργασία τουλάχιστον τριών ημερών. «Το πιάνεις στο χέρι επτά φορές, το μοντάρεις, το κολλάς, το αφήνεις να στεγνώσει. Πρώτα κόβονται τα δέρματα, σύμφωνα με το σχέδιο, και στη συνέχεια τα εφαρμόζεις πάνω σε ειδικά καλούπια», επισημαίνει ο δημιουργός τους.
Παρατηρήσαμε ότι τα τσαρούχια ήταν διακοσμημένα με κεντήματα επάνω στο δέρμα. Ο Κώστας Αρλέτος εξηγεί ότι, αφού γίνουν οι ραφές, ο πελάτης μπορεί να επιλέξει και κάποια κεντήματα που θα ομορφύνουν το σχέδιο. Όλα σχεδιάζονται με ένα μολύβι και στη συνέχεια γίνονται σε μηχανή πλάκας. Στο τελείωμά τους, πάντα προστίθεται ένα σιρίτι από λουστρίν για να γίνουν πιο κομψά. Η σόλα δεν είναι επίπεδη, αλλά έχει κλίση προς τα πάνω και αυτό, όπως μας δείχνει ο κ. Αρλέτος, βοηθάει στο καλύτερο περπάτημα μέσα στα μονοπάτια και τους άλλοτε χωματόδρομους στα χωριά. Όσο για τη φούντα, δεν αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο αλλά χρηστικό. Δηλαδή όταν τα φόραγαν, δεν υπήρχαν ασφαλτόδρομοι ή τσιμεντοστρωμένα μονοπάτια. Στις βροχερές μέρες, στα χωράφια ή στα καλντερίμια υπήρχε υγρασία στα χορτάρια και για να μην μπαίνει στο πόδι, τη μάζευε η φούντα. Η φούντα αποτελείται από μαλλί και ακρυλικό, εφαρμόζεται δε στο τσαρούχι με μικρά σύρματα, τα οποία μοιάζουν με ελατήρια, ώστε να είναι καλά στερεωμένη και να μη φεύγει.
Τα τσαρούχια είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά παπούτσια γιατί είναι καλά δουλεμένα στο χέρι. Υπάρχουν, όπως μας λέει, χορευτικά συγκροτήματα που έφτιαξαν τσαρούχια πριν από 30 χρόνια και ακόμη τα χρησιμοποιούν, με ελάχιστες επιδιορθώσεις.
Η τιμή πώλησης ενός ζευγαριού «αγγίζει» τα 280 ευρώ. Όπως αναφέρει ο Κώστας Αρλέτος, «το τσαρούχι είναι τέχνη», γιατί «δεν μπορεί να μονταριστεί σε μηχανή, παρά μόνο με το χέρι φτιάχνεται».