Προϊστορικές τεχνικές και μέθοδοι κατεργασίας του λίθου (Μέρος A´)
Η (διαλεκτική) σχέση τους με παρεμφερείς-νεότερες τεχνολογίες και συναφείς προσεγγίσεις
15 Απρ 2013
από Χρήστος Ματζάνας
Αν η κρούση, κυρίως η άμεση και σε πολύ μικρότερο βαθμό η έμμεση, ουσιαστικά μονοπωλεί το φάσμα των τεχνικών κατάτμησης λίθινων εργαλείων κατά τη διάρκεια της Παλαιολιθικής εποχής, ήδη από το τέλος της, οι νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στην αγροτική επανάσταση και στον Νεολιθικό πολιτισμό χαρακτηρίζονται από την εφαρμογή τεχνικών οι οποίες ελάχιστα είχαν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα και σταδιακά υιοθετήθηκαν ευρέως σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για την πίεση και την τριβή. Η πίεση αφενός επέτρεψε, για πρώτη φορά, τη συστηματική παραγωγή σχεδόν πανομοιότυπων λεπίδων από καλά προετοιμασμένους πυρήνες, αφετέρου, συνεχίστηκε η χρήση της στην επεξεργασία αποκρουσμάτων και λεπίδων για την κατασκευή αιχμών βελών και άλλων εργαλείων. Η τριβή χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία εργαλείων λειασμένου λίθου. Από το τέλος της Νεολιθικής εποχής κυρίως εφαρμόστηκε, στο ίδιο πλαίσιο, και η διάτρηση. Οι τεχνικές αυτές χρησιμοποιήθηκαν επίσης ευρύτατα κατά την Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού. Η παλαιότερη κρούση δεν αντικαταστάθηκε από τις νεότερες τεχνικές της πρόσφατης Προϊστορίας. Το αντίθετο μάλιστα· αν και ο ρόλος της είναι συνήθως προπαρασκευαστικός και βοηθητικός, για την κυρίως φάση της τεχνολογικής αλυσίδας (π.χ. κατασκευή με πίεση λεπίδων ή αιχμών βελών), τα προϊόντα της, συνήθως απορρίμματα, χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της λίθινης παραγωγής.
Κωδικοποίηση αφαιρετικών μεθόδων και τεχνικών κατεργασίας υλικών
Αρκετές είναι οι μέθοδοι (σημ. 1) που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο των παραπάνω τεχνικών, ως επί το πλείστον στην κατεργασία εργαλείων αποκρουσμένου ή λειασμένου λίθου αλλά και άλλων υλικών (οστό, ελεφαντόδοντο) (εικ. 1). Οι μέθοδοι αυτές εφαρμόστηκαν ως επί το πλείστον στην κατασκευή εργαλείων αποκρουσμένου λίθου, διαδικασία που ανάλογα με το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύπλοκη και να απαιτεί επιδεξιότητα στην εκτέλεσή της (Ματζάνας 2001β, σ. 59-60) σε αντίθεση με τις απλούστερες τεχνικές της λείανσης (εικ. 2), οι οποίες χρειάζονται, ωστόσο, περισσότερο χρόνο και προσπάθεια.
Μέθοδοι και τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν αλληλένδετα για την κατεργασία του λίθου και συγκεκριμένα στο πλαίσιο: 1. Της απόκρουσης (σημ. 2) η οποία είναι κατά κανόνα ελεγχόμενη (σημ. 3) και αποσκοπεί α) στην κατάτμηση της πρώτης ύλης και στην παραγωγή κοφτερών μικρότερων προϊόντων (απόσπαση από πυρήνα αποκρουσμάτων και λεπίδων) με άμεση (σκληρός ή μαλακός κρουστήρας) (εικ. 3-6) ή έμμεση κρούση (παρέμβαση ενός ενδιάμεσου βελονιού από ξύλο ή ελαφοκέρατο μεταξύ του κρουστήρα και του υπό κατεργασία αντικειμένου) ή πίεση, β) στη λάξευση ενός πυρηνόμορφου εργαλείου ή στην προετοιμασία πυρήνα με κρούση ή πίεση προκειμένου, αντίστοιχα, να χρησιμοποιηθεί ή να υποστεί περαιτέρω κατάτμηση), γ) στην τροποποίηση, επέμβαση με άμεση κρούση η οποία έπεται της λάξευσης και προηγείται της οριστικής διαμόρφωσης με επεξεργασία πυρηνόμορφων εργαλείων, δ) στην επεξεργασία την οποία υφίστανται τα προϊόντα κατάτμησης, αποκρούσματα ή λεπίδες και συχνά τα υποπροϊόντα της λάξευσης, προκειμένου να διαμορφωθούν με άμεση κρούση και πίεση (σημ. 4) σε εργαλεία, 2. Της τριβής (σημ. 5), η οποία περιλαμβάνει α) τη λείανση β) την επίκρουση (σημ. 6) γ) τη διάτρηση και δ) το πριόνισμα (σημ. 7). Οι παραπάνω επεμβάσεις, πλην της κατάτμησης, αποσκοπούν στο να δώσουν μια συγκεκριμένη και προκαθορισμένη μορφή σε ένα κομμάτι πρώτης ύλης, αφαιρώντας σταδιακά μικρότερα τμήματα, τα οποία, όποια μορφή και αν έχουν (αποκρούσματα, απολεπίσματα, θραύσματα ή σκόνη), είναι, σε τελική ανάλυση, άπεργα, δηλαδή απορρίμματα της κατεργασίας, ασχέτως αν πάρα πολλές φορές η οικονομία πρώτης ύλης, η εξοικονόμηση ενέργειας ή διάφοροι άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την ανθρώπινη φύση (πρακτικός νους, καιροσκοπισμός, σημ. 8) υπαγόρευαν την «ανακύκλωσή» τους και τη χρήση τους όπως και τα προϊόντα κατάτμησης (πίν. 1-2).
Πρόκειται επομένως για απεργατικές και αφαιρετικές μεθόδους, όπως είναι και η γλυπτική, σε αντίθεση με τις προσθετικές (π.χ. αγγειοπλαστική), που τεκμηριώνουν από πολύ νωρίς την αφαιρετική ικανότητα του ανθρώπου στο σχεδιασμό κατασκευής του ιδεατού εργαλείου, το οποίο πραγματοποιείται καθώς ελευθερώνεται βαθμιαία από την περιττή ύλη (εικ. 7-13) (σημ. 9). Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της πρόσφατης (Ολοκαινικής) Προϊστορίας, μέθοδοι όπως η λάξευση και η επίκρουση χρησιμοποιήθηκαν επικουρικά, στο προκαταρκτικό στάδιο του προπλασμού ή της προσχεδίασης, ενώ στη συνέχεια το αντικείμενο έπαιρνε την τελική του μορφή με λείανση (εικ. 14-15). Ωστόσο και η ίδια η λείανση συνέβαλε πολλές φορές βοηθητικά, διαμορφώνοντας το επίπεδο κρούσης ή την επιφάνεια αποσπάσεων του πυρήνα πριν την τελική κατάτμηση των λεπίδων. Ένα είδος συνοπτικής και στοιχειώδους λείανσης του γείσου και των οδηγητικών κορυφών πυρήνων για λεπίδες, η αποτριβή, εφαρμοζόταν προδρομικά, ήδη από τα τέλη της Κάτω Παλαιολιθικής, εδώ και 300.000 χρόνια, στη διαδικασία κατασκευής των χειροπελέκεων αχελαίου τύπου, στη μέθοδο Λεβαλλουά αλλά και αργότερα, στην παραγωγή λεπίδων από πρισματικούς πυρήνες (σημ. 10). Είναι λοιπόν προφανές πως οι διάφορες τεχνικές κατεργασίας του λίθου εμπλέκονται μεταξύ τους, αλληλεξαρτώνται, ακολουθούν ενίοτε κοινή πορεία, μέχρις ότου κάποτε, αν αυτό τελικά γίνει, να ανεξαρτητοποιηθούν, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τον κύκλο ζωής που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες τεχνικές εφαρμογές (Διάγραμμα 1).
Χρονικό της έρευνας
Ενδιαφέρον είναι να εξετάσει κανείς την ιστορία της έρευνας και γενικότερα της θεώρησης των λίθινων εργαλείων ανάλογα με την εποχή.
Προεπιστημονικό στάδιο
Θα δούμε με ποιους τρόπους αντιμετωπίζονταν τα παλαιότερα λίθινα αντικείμενα και κατά πόσον συνεχίζονταν η κατασκευή τους στα ιστορικά χρόνια.
Δοξασίες
Είναι γεγονός ότι τα χαρακτηριστικότερα λίθινα εργαλεία, όπως οι αιχμές και οι πελέκεις, κινούσαν την περιέργεια των αρχαίων, οι οποίοι τα συνέλεγαν σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Αυτό οπωσδήποτε θα συνέβαινε όταν πλέον η χρήση του σιδήρου είχε παγιωθεί και είχε χαθεί η γνώση του χρηστικού τους χαρακτήρα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι τους προσδιδόταν ιδεολογικό περιεχόμενο και σχετίζονταν με δοξασίες ήδη από τα πρώιμα ιστορικά χρόνια (Hochstetter 1987, σ. 52) όπως συνέβαινε και με τα απολιθωμένα οστά (σημ. 11). Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία νεολιθικού λίθινου πέλεκυ ανάμεσα στα κτερίσματα υστερορωμαϊκής ταφής στην κεντρική Γαλλία (Corpus 1, 1999, σ. 6). Ως ανάλογο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ότι σε οικία ρωμαϊκών χρόνων στην Ήλιδα βρέθηκε νεολιθικός προϊστορικός λειασμένος πέλεκυς (σημ. 12). Τα αντιπροσωπευτικότερα από αυτά, τις λίθινες αιχμές βελών και τους πελέκεις από λειασμένο λίθο, οι αρχαίοι τα ονόμαζαν «κεραύνια». Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό μέσω κεραυνού και ότι ήταν αντικείμενα με μαγικές δυνάμεις (πρβλ. Πλίνιος Nat. Hist. 37, 134-135, σημ. 13). Αυτοφυής σίδηρος με τη μορφή μετεωρίτη ή «κεραυνίου» υπέστη επεξεργασία κοπής με πριονισμό, διάτρηση και λείανση, όπως οι λίθοι για την κατασκευή κοσμημάτων (πρβλ. μετεωρίτης Αγ. Τριάδας, 1600-1400 π.Χ.) (Ιακωβίδης 1970, σ. 289, εικ. 1). Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα νεολιθικού λειασμένου πέλεκυ με την ακατάληπτη μαγική επιγραφή, ρωμαϊκών χρόνων, «ΑΒΡΑCΑΞ» (σημ. 14) (Θεοχάρης κ.ά. 1973, εικ. 209). Για τον ίδιο αναμφίβολα λόγο, τις αιχμές βελών κατά την Αρχαιότητα (Ετρούσκοι) και στο Βυζάντιο τις έδεναν με πολύτιμα μέταλλα και τις κρεμούσαν ως περίαπτα στα οποία απέδιδαν μαγικές προστατευτικές αλλά και αποτρεπτικές ιδιότητες (εικ. 16) (Καββαδίας 1909, σ. 18-20, εικ. 3) (σημ. 15). Δεν αποκλείεται στο λόγο αυτό να οφείλεται και η εύρεση στο νεκροταφείο των Μεγάρων λεπίδας οψιανού στη θέση της θωρακικής χώρας ενός νεκρού θαμμένου σε σαρκοφάγο δεύτερης χρήσης του 4ου-2ου αι. π.Χ. (Ζορίδης 1994, σ. 61). Ανάλογα χαρακτηριστικά παραδείγματα προέρχονται από ΠΓ θόλο στην Πύλο, όπου βρέθηκαν πολλά μικρά κομμάτια οψιανού και πυριτόλιθου (Blegen κ.ά. 1973, σ. 240). Φολίδα οψιανού προέρχεται επίσης από τον τάφο της Ίσιδος στην Ελευσίνα που χρονολογείται στη Γεωμετρική εποχή (Σκιάς 1898, σ. 107) αλλά και από μεταγενέστερο τάφο στην Πραισό της Κρήτης (Bosanquet 1904, σ. 232). Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο οψιανός χρησιμοποιούνταν για ταφικές τελετές ή για τελετουργικούς λόγους, ακόμη και αν ο σίδηρος τον είχε αντικαταστήσει στις καθημερινές εργασίες.
Ένα άλλο παράδειγμα έρχεται να ενισχύσει την πρακτική περισυλλογής παλαιότερων και αξιοπερίεργων αντικειμένων στα ιστορικά χρόνια. Πρόκειται για μία πυριτολιθική αιχμή βέλους, η οποία βρέθηκε σε εγχυτρισμό σε μεγάλο πίθο του νεκροταφείου της Εποχής του Σιδήρου (8ου αιώνα π.Χ.) στον οικισμό Παλαιόκαστρο, στο νότιο τμήμα του Ωραιοκάστρου της βορειοδυτικής Θεσσαλονίκης. Ο νεκρός, του οποίου τον θώρακα είχε διαπεράσει σιδερένια αιχμή δόρατος από την πλάτη, κρατάει σιδερένιο εγχειρίδιο στο δεξί χέρι, ενώ στον αριστερό ώμο και μέσα σε φιάλη υπήρχε το προαναφερόμενο προϊστορικό τέχνεργο από πυριτόλιθο (Λαμπροθανάση-Κοραντζή – Παπαγιάννη 2001, σ. 266) (σημ. 16). Θραύσμα λεπίδας πυριτόλιθου βρέθηκε στον οικισμό των Μεταβατικών αιώνων (1125-700 π.Χ.) (McDonald κ.ά. 1983, σ. 15), ενώ τμήμα λεπίδας από μαύρο οψιανό της Μήλου μήκους 0,04 μ. και πιθανώς λίθινη αιχμή ακοντίου (σύμφωνα με την περιγραφή) μήκους 0,11 μ. και πλάτους 0,041 μ., κατά πάσα πιθανότητα της Τελικής Νεολιθικής, βρέθηκαν σε ιερό ιστορικών χρόνων στην Λακωνία (Μπόνιας 1998, σ. 95 και 209, αρ. καταλ. 532-3). Τα αντικείμενα αυτά είναι ξένα με τη ζωή και τη δραστηριότητα στο ιερό. Δεν αποκλείεται να είναι κειμήλια-ενθυμήματα παλαιότερων εποχών, πέρα από το ειδικό ενδιαφέρον που θα μπορούσαν να έχουν ως φυλακτήριοι ή κεραύνιοι (η αιχμή) λίθοι.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα διατηρήθηκε η αρχαία ονομασία τους και προφανώς οι δοξασίες που συνδέονται με τους λίθινους πελέκεις. Στις παραδοσιακές κοινωνίες πολλών χωρών ονομάζονται «αστροπελέκια» (π.χ. pierres de foudre, thunderstone, Donnerkeil) (Καββαδίας 1909, σ. 19). Στα νεότερα χρόνια, στην περιοχή της Ολυμπίας υπήρχαν φυλακτά για την προστασία του γαμπρού από το κακό μάτι και το δέσιμο. Περιείχαν διάφορα «αγιοτικά» ανάμεσα στα οποία ήταν και η «αστραπόπετρα», η οποία ερμηνεύεται ως στουρναρόπετρα (Οικονομοπούλου 2004, σ. 270-271). Στη Χίο τοποθετούσαν κάτω από το προσκέφαλο των νιόπαντρων τσακμακόπετρα από ντουφέκι που σκότωσε φίδια σε στιγμή συνουσίας (Σιμόπουλος 1976, σ. 412). Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η περίπτωση της κατάρας: «Κακό γεράνιο βόλ’ να σε βρει», η οποία επιβεβαιώνει όχι μόνο τη χρήση της αρχαίας λέξης στις πρόσφατες παραδοσιακές κοινωνίες αλλά παραπέμποντας άμεσα στον κεραυνοβολισμό, εμμέσως συνάγεται μια αμάρτυρη αρχαία δοξασία που θα συνέδεε τα κεραύνια με τον κατεξοχήν τιμωρό θεό του κεραυνού, τον Δία.
Τέλος, κονιορτοποιημένα κεραύνια χρησιμοποιούνταν ως συστατικά διαφόρων αλχημικών συνταγών (σημ. 17).
Μερικές τουλάχιστον φυλετικές κοινωνίες είχαν προβεί στην περισυλλογή τεχνέργων από ένα άγνωστο παρελθόν. Σε θέσεις των Ιροκουά του 15ου και του 16ου αι. μ.Χ. στη ΒΑ Αμερική έχουν βρεθεί λίθινες αιχμές και άλλα τέχνεργα που χρονολογούνταν πολύ νωρίτερα. Αυτά τα αντικείμενα πρέπει να ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων και να φυλάχθηκαν από τους Ιροκουά, όπως συνέβη και με τους Ευρωπαίους αγρότες οι οποίοι έβρισκαν τυχαία και συνέλεγαν λίθινους πελέκεις που πίστευαν ότι σχηματίζονταν από κεραυνούς (thunderstones) καθώς και λίθινες αιχμές που θεωρούσαν ότι ανήκαν σε εξωτικά (elf-bolts), κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Ευρωπαϊκοί λίθινοι πελέκεις πωλούνταν επίσης στους χρυσοχόους, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν για τη λείανση των μετάλλων. Καθώς δεν έχουμε άμεσες μαρτυρίες για το πώς αντιμετώπιζαν οι Ιροκουά αυτά τα ευρήματα, πιθανόν να τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά, όπως θεωρείται ότι έκαναν και με διάφορες πέτρες περίεργου σχήματος, για τις οποίες πίστευαν ότι ανήκαν σε πνεύματα που τα είχαν χάσει μέσα στο δάσος. Σε πολλούς πολιτισμούς η πεποίθηση ότι τέτοιου είδους αντικείμενα είχαν υπερφυσική και όχι ανθρώπινη προέλευση, καθώς και το γεγονός ότι τους απέδιδαν μαγικές ιδιότητες, μπορεί να αποτελούν τον κύριο λόγο συλλογής τους (Trigger 2005, σ. 32). Αρχικά δεν μπορούσε να γίνει διάκριση ανάμεσα στα περίεργα φυσικά αντικείμενα και σε αυτά που είχαν κατασκευαστεί από τον άνθρωπο. Ακόμα και οι λόγιοι θεωρούσαν ότι οι λίθινοι πελέκεις προέρχονταν από κεραυνούς, θέση που υποστηρίχθηκε και από τον Πλίνιο, και ανάλογη, όπως είδαμε, θεωρούνταν η προέλευση των λίθινων αιχμών βελών. Σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί η επιστήμη δεν ήταν αυτονόητο ότι ένας προϊστορικός πέλεκυς ήταν ανθρώπινη κατασκευή και ένα απολίθωμα φυσικός σχηματισμός (Trigger 2005, σ. 51-52). Οι πρώτοι οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι τα λίθινα εργαλεία είχαν μάλλον ανθρώπινη προέλευση ήταν οι G. Agricola, M. Mercati και U. Aldrovandi που έζησαν στον 16ο αιώνα. Παράλληλα, μια πρώτη εθνογραφική προσέγγιση συντελέστηκε με τα μεγάλα ταξίδια και τις ανακαλύψεις του 16ου και του 17ου αι. που έφεραν τους Ευρωπαίους σε επαφή με πολιτισμούς στην Αφρική, την Αμερική και στον Ειρηνικό, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ακόμα λίθινα εργαλεία. Οι μελετητές συνειδητοποιούσαν ότι τα λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν στην Ευρώπη ήταν ανθρώπινα δημιουργήματα και δεν είχαν υπερφυσική προέλευση. Ωστόσο, μέχρι τον ύστερο 17ο αιώνα, οι κρύσταλλοι, τα απολιθώματα ζώων, τα λίθινα εργαλεία και άλλα περίεργα λίθινα αντικείμενα με κάποια μορφή, ταξινομούνταν όλα στην ίδια κατηγορία, ως απολιθώματα. Το 1669, ο Ν. Steno συγκρίνοντας απολιθώματα και αρτίγονα όστρεα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα απολιθωμένα όστρεα ήταν κάποτε ζωντανοί οργανισμοί και ότι έμοιαζαν περισσότερο μεταξύ τους απ’ όσο με τους ανόργανους κρυστάλλους. Αν και μέχρι τον 17ο αιώνα υπήρχαν αρχαιοδίφες που θεωρούσαν τους λειασμένους λίθινους πελέκεις πιθανώς ουράνιας προέλευσης, παρ’ όλα αυτά είχε γίνει πλέον ευρέως αποδεκτό ότι τα λίθινα εργαλεία είναι ανθρώπινες κατασκευές και ότι η παρουσία τους στην Ευρώπη ανάγεται σε πολύ παλιές εποχές (Trigger 2005, σ. 56-60).
Χρήση
Έχει εκφραστεί η άποψη ότι εργαλεία αποκρουσμένου λίθου είχαν συλλεγεί έτοιμα από παλαιότερες θέσεις και επαναχρησιμοποιηθεί κατά τους ιστορικούς χρόνους, κυρίως κατά την κλασική περίοδο (Coleman 1986, σ. 15-17· Runnels κ.ά. 1995, σ. 101). Στο νησί επίσης της Κέας παρατηρείται την ίδια περίοδο μια παρόμοια συμπεριφορά: η περιστασιακή αναζήτηση και χωρίς σύστημα επανακατάτμηση ή επαναχρησιμοποίηση παλαιότερων αποκρουσμάτων από οψιανό (σημ. 18) που χρησιμοποιήθηκαν πρόχειρα ως υποκατάστατα μεταλλικών εργαλείων (Torrence 1991, σ. 194). Όσον αφορά τον οψιανό δεν αποκλείεται να μεταφερόταν από τη Μήλο μαζί με τις μυλόπετρες (Runnels κ.ά. 1995, σ. 101) (σημ. 19).
Στις ελληνικές παραδοσιακές κοινωνίες χρησιμοποιούσαν επίσης τους πελέκεις από λειασμένο λίθο για το τρίψιμο του αλατιού (σημ. 20). Ανάλογη ήταν και η χρήση του πυριτόλιθου για το περιστασιακό ακόνισμα μαχαιριών (σημ. 21).
Κατασκευή
Λίθινα λαξεμένα εργαλεία που βρίσκονται σε οικισμούς των Ιστορικών Χρόνων δεν αποκλείεται ενίοτε να είναι το αποτέλεσμα διείσδυσης από παλιότερα διαταραγμένα στρώματα (σημ. 22). Επίσης αρκετά από αυτά τα αντικείμενα προέρχονται από λιγότερο ή περισσότερο συστηματική περισυλλογή από παλαιότερες θέσεις προκειμένου να ξαναβρούν τις παλιές χρήσεις τους ή να εξυπηρετήσουν νεότερες παρεμφερείς ανάγκες, όπως δείχνουν εθνοαρχαιολογικά παραδείγματα (βλ. εδώ, σημ. 20). Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ωστόσο, θεωρείται πολύ πιθανό η παράδοση κατασκευής κάποιων, απλών τουλάχιστον, τύπων εργαλείων αποκρουσμένου και λειασμένου λίθου, παρόμοιων με αυτούς της Εποχής του Χαλκού (Runnels 1982, σ. 364· Karantzali 1997, σ. 242) να συνεχίστηκε και κατά τους Μεταβατικούς (ή «Σκοτεινούς») αιώνες από τους προϊστορικούς στους ιστορικούς χρόνους (π. 1125-700 π.Χ.). Περιπτώσεις επανάχρησης παλαιότερων αντικειμένων, παλαιολιθικού ξέστρου σε απόκρουσμα και πρισματική λεπίδα της Εποχής του Χαλκού έχουν καταγραφεί σε οικισμούς του 4ου-3ου αι. π.Χ. της κεντρικής Μακεδονίας (Αδάμ-Βελένη, Πουλάκη, Τζανάβαρη 2003, σ. 240-241, αρ. 331 και 336), αν και κάποια απλούστερα αντικείμενα δεν αποκλείεται να είναι σύγχρονα των οικισμών (Αδάμ-Βελένη, Πουλάκη, Τζανάβαρη 2003, σ. 241-242, αρ. 340- 342 και 343-345). Λίθινα εργαλεία των χρόνων αυτών αναφέρονται από το Καρφί και το Βρόκαστρο (Runnels 1982, σ. 364-365), όπως και από το Καστέλι Χανίων (Karantzali 1997, σ. 244) την Ασίνη στην Αργολίδα και την Ελευσίνα (Runnels 1982, σ. 365). Τα δεδομένα από τον Καστανά Θεσσαλονίκης δείχνουν ότι η κατασκευή εργαλείων από πυριτόλιθο και ραδιολαρίτη, συνεχίστηκε έως και την προχωρημένη Εποχή του Σιδήρου, αφορώντας συγκεκριμένα λεπίδες, οδοντωτά και ξέστρα (Hochstetter 1987, σ. 47-49, πίν. 4-5). Επίσης στη Ζαγορά της Άνδρου βρέθηκαν λίγα αποκρούσματα οψιανού σε στρώματα των πρώτων αιώνων της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας (Runnels 1988, σ. 245). Είναι πολύ πιθανό ότι η τεχνική της πίεσης δεν επιβιώνει στα ιστορικά χρόνια (σημ. 23) και ότι τα εργαλεία έκτοτε κατασκευάζονταν με κρούση. Λίθινα εργαλεία απαντούν επίσης και σε στρώματα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, και σε άλλες περισσότερο κεντρικές θέσεις, όπως ο Θέρμος Αιτωλίας και ενδεχομένως το Πελόπιο Ολυμπίας. Άλλωστε, είναι αμφίβολο αν η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έδωσε ένα αντικείμενο το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με τις λεπίδες οψιανού όσον αφορά την οξύτητα της κόψης του και ανάλογα φυσικά των περιστάσεων και της χρήσης. Μια έμμεση απόδειξη της κατασκευής εργαλείων λειασμένου λίθου συνιστούν οι αμφικωνικές οπές σε λίθινα αντικείμενα με οπή ανάρτησης, περίαπτα ή ακόνες που χρονολογούνται την Πρωτογεωμετρική περίοδο (1000-900 π.Χ.) και παρουσιάζουν τον ίδιο ακριβώς τύπο οπής με τα προϊστορικά αντικείμενα (πρβλ. Mc Donald κ.ά. 1983, σ. 293, 314-315, πίν. 5-43 και 5-45). Σε αυτά τα τελευταία είναι πολύ πιθανό ότι η διάτρηση έγινε με οπείς ή θρυαλλίδες απολεπισμένου λίθου.
Σύντομα η παραγωγή εργαλείων λειασμένου λίθου σταματά (σημ. 24). Σταδιακά επίσης φθίνει και η κατασκευή εργαλείων αποκρουσμένου λίθου. Σε ορισμένες θέσεις παρατηρείται μια περιστασιακή κατάτμηση ακανόνιστων και μη στερεότυπων αποκρουσμάτων από τοπικές πρώτες ύλες, πιθανώς για την κατασκευή αγροτικών εργαλείων (Runnels 1982, σ. 369) (σημ. 25). Η διαπίστωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται και από χωρίο της Ησιόδειας Θεογονίας (161-162 και 175, σημ. 26) το οποίο αναφέρεται στον ακρωτηριασμό του Ουρανού από τον Κρόνο με οδοντωτό δρεπάνι που δημιούργησε η Γη. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αναφορά σε πρωτόγονα εργαλεία τα οποία ήταν ακόμα σε χρήση σε απομονωμένα μέρη όπως η Άσκρα της Βοιωτίας (σημ. 27), στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ποιητής γύρω στο 700 π.Χ. (πβ. Ματζάνας 2001α, σ. 58), αν βέβαια αυτό δεν αποτελεί αναχρονισμό, βασιζόμενο σε αναμνήσεις του πρόσφατου ή περισσότερο απόμακρου παρελθόντος. Στο ίδιο πλαίσιο παραπέμπει ενδεχομένως και η κατά τον 3ο αι. π.Χ., ενδιαφέρουσα αναφορά του Θεόκριτου (Ειδύλλια, 25.274-277) (σημ. 28) ότι η δορά του λιονταριού της Νεμέας δεν μπορούσε να σχιστεί με σιδερένια ή λίθινα εργαλεία και για το λόγο αυτό ο ήρωας το έγδαρε χρησιμοποιώντας τα νύχια του λιονταριού.
Σε παρόμοιες αναλογίες παραπέμπει προφανώς και ο μύθος των Γαλατών της Πεσσινούντας της Μικράς Ασίας, τον οποίο διέσωσε ο Παυσανίας που κατάγονταν από αυτά τα μέρη (7.17.10). Αναφέρεται στη θεά Άγδιστι και στον Άττι. Όταν ο τελευταίος παρέβη τον όρκο του για αγαμία, η θεά τον τιμώρησε με παραφροσύνη και ο Άττις έξαλλος έκοψε με μια αιχμηρή πέτρα τα γεννητικά του όργανα που τα θεώρησε αιτία της καταστροφής του. Ο Άττις έγινε πρότυπο όλων των προσώπων των αφιερωμένων στη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας (γάλλοι) οι οποίοι έπρεπε να είχαν αφαιρέσει οι ίδιοι από τον εαυτό τους την ανδρική ικανότητα (Παπαχατζής 1987, σ. 198).
Οι περιπτώσεις αυτές ποιητικού λόγου είναι ίσως διαφωτιστικές ως προς τη χρήση λίθινων εργαλείων και μετά τον 7ο αι. π.Χ. Σε σχέση, ωστόσο με τους πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους, πιθανότερη φαίνεται η υπόθεση να υπάρχει αναλογικά μεγαλύτερη περισυλλογή παλιότερων εργαλείων, κυρίως λειασμένου λίθου ή από οψιανό και κατευθείαν χρήση τους, και σχετικά μικρότερη κατασκευή εργαλείων από πυριτόλιθο και άλλα διαθέσιμα τοπικά πετρώματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Αλιέων (Πόρτο Χέλι) στην Αργολίδα όπου βρέθηκαν εργαλεία οψιανού σε στρώματα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων (Runnels 1982, σ. 366-369). Ανάλογη είναι η περίπτωση της οχυρωμένης ελληνιστικής πόλης στο Κάστρο Πλατιάνας της επαρχίας Ολυμπίας όπου εντοπίστηκαν επιφανειακά αρκετά αποκρούσματα πυριτόλιθου και κάποιες λεπίδες οψιανού (Ματζάνας 1997, σ. 262). Αν και δεν αποκλείεται τα λίθινα αυτά εργαλεία, οπωσδήποτε οι λεπίδες, να κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια προϊστορικής κατοίκησης του υψώματος, ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα όστρακο από βάση ανοιχτού τροχήλατου αγγείου, προφανώς ιστορικών χρόνων, που είναι διαμορφωμένο ως ξέστρο (πρβλ. Παντελίδου Γκόφα, 1991). Οπωσδήποτε είναι διαφορετική, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η περίπτωση του εργαστηρίου του Φειδία στην Ολυμπία, ενώ η λεπίδα από οψιανό που βρέθηκε εντός κλασικού τάφου στο Άργος (Κριτζάς 1973, σ. 127) μπορεί να είναι πράγματι αποτέλεσμα περισυλλογής, αν και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο τυχαίας παρείσφρησης. Τέλος, μια απόληξη υπερβατικής στερεότυπης λεπίδας οψιανού (Δ3704) βρέθηκε (26.4.1968) σε μεταγενέστερο τάφο του Δ. Νεκροταφείου της αρχαίας Ήλιδας.
Με τις παραπάνω παρατηρήσεις συμφωνεί και η αναφορά ότι από τη Ρωσία προέρχεται δρεπάνι πυριτολίθου, προ-ελληνιστικό (πβ. Ματζάνας 2001α, σ. 58 και 68, σημ. 4), κατασκευασμένο με την τεχνική της άμεσης ανελαστικής κρούσης και με οδοντώσεις πίεσης, δεν αποκλείεται να παραπέμπει σε κάποια από τις ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου, ίσως για το Παντικάπαιο (Κερτς) αποικία των Μιλησίων του 7ου π.Χ. αι., η περιοχή του οποίου ήταν ένας από τους σιτοβολώνες της αρχαιότητας. Γνωρίζουμε ότι μέχρι και τα προχωρημένα ελληνιστικά χρόνια (2ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι της πόλης ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες (Γκούροβα 2000, σ. 42). Δεν αποκλείεται λοιπόν η εύρεση ενός τέτοιου εργαλείου σε αρχαϊκά ή κλασικά στρώματα της πόλης να οφείλεται σε άμεσες ή έμμεσες επαφές με τα λιγότερο εξελιγμένα γηγενή φύλα (Κιμμέριους, Σκύθες).
Ο Ηρόδοτος στην περιγραφή της διαδικασίας της ταρίχευσης στους Αιγυπτίους (Β.86) αναφέρει ότι αφαιρούσαν τα εντόσθια από μια τομή στο πλευρό που γινόταν με εργαλείο, κατά πάσα πιθανότητα εγχειρίδιο από μαύρη πέτρα προερχόμενη από την Αιθιοπία, αναμφίβολα τον οψιανό. Σε άλλο κεφάλαιο του έργου του (Ζ.69), αναφέρει ότι τα βέλη των Αιθιόπων στρατιωτών του στρατού του Ξέρξη είχαν λίθινες αιχμές, από την ίδια πέτρα που χρησιμοποιούσαν για να σκαλίσουν τις σφραγίδες τους (σημ. 29). Η μαρτυρία αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική και είναι πιθανό ότι το συμπαγές τρύπανο (αρίδα) που χρησιμοποιούσαν οι σφραγιδογλύφοι κατά τα πρώιμα τουλάχιστον ιστορικά χρόνια ήταν εξοπλισμένο στο ενεργό του άκρο από σκληρές λίθινες αιχμές (θρυαλλίδες) όπως κατά πάσα πιθανότητα και τα προϊστορικά (Ματζάνας 1999, σ. 60· Ματζάνας 2001γ). Την ίδια μαρτυρία παραθέτει και ο Θεόφραστος στο έργο του Περί λίθων, απ’ όπου συνάγεται ότι μια πιθανή γενική ονομασία των σκληρών λίθων είναι ο όρος «ακόνη» (σημ. 30). Στη συλλογιστική του αρχαίου φυσιοδίφη η ακονόπετρα φθείρει το σίδερο, επομένως είναι πάρα πολύ σκληρή. Από την άλλη όμως ο σίδηρος μπορεί να κόψει και να διαμορφώσει το ακόνι, επομένως θα πίστευε κανείς ότι μπορεί να διαμορφώσει και τις άλλες πέτρες, όχι όμως εκείνες που χρησιμοποιούνται για το σκάλισμα των πολύτιμων λίθων και οι οποίες ταυτίζονται με την πέτρα της ακόνης ή μοιάζουν με αυτή. Αν και δεν αποκλείεται με τον όρο ακόνη ο Θεόφραστος να παραπέμπει στο σμυρίγλι, ή σε κάποιο μη συμπαγές και μη συνεκτικό πέτρωμα με κόκκους χαλαζία που μπορεί εύκολα να πριονιστεί από ένα σιδερένιο εργαλείο, καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι δεν κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτά τα πετρώματα και στον σκληρότατο, ομοιογενή μικροκρυσταλλικό πυριτόλιθο, ο οποίος πράγματι μπορεί να ακονίσει το σίδηρο αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να πριονιστεί από αυτόν. Ο σύγχρονος όρος «στουρνάρι» δεν αποκλείεται να προέρχεται από το αμάρτυρο μεσαιωνικό στορυνάριον, υποκοριστικό της άπαξ απαντώμενης λέξης «στορύνη» (σημ. 31), που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα από τα σύνεργα του αρχαίου χειρουργού.
Αν και τα ανασκαφικά δεδομένα για τα πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια είναι πενιχρά (σημ. 32), ωστόσο ορισμένες μέθοδοι και τεχνικές χαρακτηρίζουν τη διάρκεια των δύο επόμενων χιλιετιών, όπως τουλάχιστον φαίνεται από ανάλογα εθνογραφικά παραδείγματα (πρβλ. Τσούντας 1908, σ. 328· Efstratiou 1993, σ. 167· Whittaker 1996, σ. 110· Evans 1886· Ματζάνας 2001, σημ. 2· Runnels 1982, σ. 370· Ανδρεΐκος 1998). Αφορούν στην κατασκευή δοκανόπετρας (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 100-101) για τη δοκάνα αλωνισμού (εικ. 17-18) ή σχετίζονται με εργαλεία πυρήλασης και συγκεκριμένα τους πυρόλιθους (τσακμακόπετρες) (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 101, εικ. 66, 3) για το άναμμα φωτιάς με κρούση ατσάλινου πριόβολου (σημ. 33). Χρονολογούνται, πολύ πιθανόν από τα Αυτοκρατορικά (ρωμαϊκά) χρόνια (πρβλ. Ματζάνας 2000, σ. 48) και ήταν σε χρήση έως και τα μέσα του 20ού αιώνα, όπως και η κατά 1.500 περίπου χρόνια νεότερη παραγωγική διαδικασία της πυροβολόπετρας για τα πυροβόλα όπλα με μπαρούτι (κουμπούρες, πιστόλες, καριοφίλια) (Markovits 1933) (σημ. 34).
Οι δύο πρώτες μέθοδοι έχουν πολλά κοινά σημεία και ίσως δεν είναι ανεξάρτητες της αδρομερούς λάξευσης της πέτρας για οικοδομικούς λόγους (σημ. 35) και η τρίτη, όπου χρησιμοποιούνταν σταθερό σιδερένιο κοφτερό αμόνι και ειδικό σφυροσκέπαρνο για το τεμάχισμα με αντίκρουση (contre-coup) των λεπίδων, μοιάζει με την τεχνική κατασκευής κυβικών ψηφίδων (tessellae) για μωσαϊκά της Ελληνιστικής (Pollitt 1986, σ. 215 κ.ε.) και της Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Επίσης φαίνεται ότι γινόταν περιστασιακή ίσως χρήση λίθινων εργαλείων (σημ. 36) τα οποία θα κατασκευάζονταν πρόχειρα με απλή, ίσως ανεξέλεγκτη θραύση και χωρίς μέθοδο (σημ. 37).
Σε γενικές γραμμές διαπιστώνουμε ότι αν εξαιρέσουμε τις αποκρούσεις που οφείλονται σε φυσικούς τυχαίους παράγοντες, η εσκεμμένη ανθρώπινη επέμβαση πάνω σε υλικά με μια σχετική ομοιογένεια, η οποία να επιτρέπει τη θραύση τους μπορεί να είναι μεταποιητικού αλλά και καταστροφικού χαρακτήρα ή και τα δύο (σημ. 38) και αφορά ως επί το πλείστον φυσικές πρώτες ύλες (πετρώματα) και σπανιότερα όπως είδαμε τεχνητές (π.χ. κεραμική, γυαλί, πορσελάνη) (εικ. 19-21). Ενίοτε, τα προϊόντα απόκρουσης, ως επί το πλείστον ασβεστόλιθου, για τη διαμόρφωση ορθογωνισμένων οικοδομικών λίθων, οι λατύπες, μπορούν να εκληφθούν ως προϊόντα προϊστορικής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται κατά κανόνα για μεγάλα αποκρούσματα μαλακών λίθων τα οποία σπάνια παράγονταν στο πλαίσιο των προϊστορικών λιθοτεχνιών, χωρίς ιδιαίτερα αλλοιωμένες επιφάνειες, με ανώμαλο κογχοειδές και γενικότερα κάτω όψη, απούσα, μηδενική ή στιγμόμορφη φτέρνα, χαρακτηριστικά τα οποία υποδηλώνουν τη χρήση σιδερένιου σφυριού. Τυχόν εσοχές που δίνουν την εντύπωση επεξεργασίας αλλά δεν φανερώνουν τύπους εργαλείων είναι τυχαίες και οφείλονται σε ανεξέλεγκτους ανθρωπογενείς ή φυσικούς παράγοντες. Παρόμοια σκληρά και ομοιογενή τεχνητά υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο προϊστορικών (Παντελίδου Γκόφα 1991· Adrymi-Sismani 2007, σ. 77, εικ. XIIr), αρχαίων (Ματζάνας 1997, σ. 262), παραδοσιακών (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 101, εικ. 92, 3) και εθνογραφικών κοινωνιών (Ματζάνας 2001α, σ. 64) για το δούλεμα του ξύλου ή του δέρματος και ως αντικατάστατα σκληρότερων πρώτων υλών αλλά και από το σύγχρονο πειραματισμό για διδακτικούς κυρίως σκοπούς, ελλείψει φυσικών υλών με ανάλογες ιδιότητες (π.χ. γυαλί αντί οψιανού) (εικ. 22-24). Τρέχουσα επίσης ήταν η πρακτική της περιστασιακής χρήσης του γυαλιού για το δούλεμα του ξύλου ή του δέρματος (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 101, εικ. 92, 3). Μέχρι πρόσφατα σε αγροτικές περιοχές της Ηλείας λείαιναν τους ξύλινους στειλεούς των εργαλείων με σπασμένες σκληρές πέτρες και γυαλί το οποίο έσπαζαν και χρησιμοποιούσαν την δίεδρη ακμή (πρβλ. χρήση γλυφίδας). Με γυαλί επίσης έξυναν το δέρμα των χοιρινών για την αφαίρεση του τριχώματος (ξέστρο). Τέλος, στα Σάλωνα αναφέρεται η χρήση κεραμίδας για το ξύσιμο του δέρματος κατά τη διαδικασία της κατεργασίας του (Σιμόπουλος 1976, σ. 707), ενώ στην Καστοριά ίσως χρησιμοποιούνταν πέτρα.
Πρωτοεπιστημονικό στάδιο
Όπως είδαμε, πριν από την Αναγέννηση τα λίθινα εργαλεία του προϊστορικού ανθρώπου δεν αναγνωρίζονταν ως τέτοια. Πρώτος ο M. Mercati (1541-93), έφορος του Βοτανικού Μουσείου του Βατικανού, αναγνώρισε τους χαρακτηριστικότερους τύπους, δηλαδή τους χειροπελέκεις, τους πελέκεις και τις αιχμές βελών ως πρώιμα δημιουργήματα του προϊστορικού ανθρώπου, τα οποία ονόμασε Ceraunia cuneata και Ceraunia vulgaris. Αυτό δείχνει ότι διατηρήθηκε, αφενός, η παλιά ονομασία τους και, αφετέρου, χρησιμοποιήθηκε, ίσως για πρώτη φορά, η διωνυμική ονοματοθεσία η οποία καθιερώθηκε από τον Λινναίο τον 18ο αι. για τον επιστημονικό χαρακτηρισμό των ειδών του ζωικού και φυτικού βασιλείου. Οι παρατηρήσεις του Μερκάτιου δεν δημοσιεύτηκαν παρά το 1717. Από τότε, ωστόσο, έως τον Στοβαίο (1752) το σύνολο των τύπων που είχαν αναγνωριστεί δεν ξεπερνούσε τους επτά. Η κατάσταση δεν αλλάζει το 1797 όταν ο J. Frere γράφει στην Society of Antiquaries του Λονδίνου για τέχνεργα (αχελαίους χειροπελέκεις) που ανακαλύπτει στο Hoxne (Gamble 1986, σ. 394). Όμως με τον Boucher de Perthes (1788-1867), ιδρυτή της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται σημαντικά. Σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκε ο τρόπος Συστηματικής και Ταξινόμησης και η διωνυμική ονοματολογία των υπολοίπων Επιστημών της Παρατήρησης (Brézillon 1983, σ. 12 και 37). Όσον αφορά την ονοματολογία των προϊστορικών εργαλείων λαξεμένου λίθου, οι πρωτεργάτες της Προϊστορικής Αρχαιολογίας έδιναν στα αντικείμενα που για πρώτη φορά έβλεπαν ονόματα που συσχετίζονταν, ως επί το πλείστον, εσφαλμένα με οικείες εικόνες και με παρεμφερή τέχνεργα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλές παρερμηνείες (πρβλ. Leroi-Gourhan 1973, σ. 29).
Επιστημονικό στάδιο
Βαθμιαία αναγνωρίζονται όλο και περισσότεροι τύποι εργαλείων στους οποίους δίνονται συμβατικές, ως επί το πλείστον, ονομασίες (Τυπολογία) που σχετίζονται με τη χρήση που υποτίθεται ότι είχαν (ξέστρο, οπέας, αιχμή, μαχαίρι με ράχη) κατ’ αναλογία με τα σύγχρονα εργαλεία, τα εθνογραφικά παράλληλα, ή επαγωγικά με βάση τα συνευρήματα. Ενίοτε ονοματίζονται βάσει μορφολογίας (χειροπέλεκυς ή πυγμή, ραμφοειδές, θρυαλλίς, ημισέληνος, πολύεδρο), συχνά είναι δάνεια από τον φυτικό και ζωικό κόσμο (αιχμή με μίσχο, γυμνοσάλιαγκος ή αμφίαιχμο) ή τέλος ονομάζονται από τη θέση (επώνυμη) στην οποία βρέθηκαν (αμπεβίλλια πυγμή, απόκρουσμα Λεβαλλουά, γκραβέττια ή σατελπερρόνια αιχμή). Όπως άλλωστε συμβαίνει με τα αυθεντικά τους ονόματα (θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν γνωρίζαμε πώς ονομάζονταν, για παράδειγμα, στον Κρητο-μυκηναϊκό κόσμο ο πυρήνας ή η λεπίδα πίεσης οψιανού), η χρήση των περισσοτέρων εργαλείων παραμένει άγνωστη, αν κάποτε διαλευκανθεί απόλυτα. Έχει διαπιστωθεί εθνογραφικά η χρήση αιχμής ως απλού μαχαιριού (Feustel 1985, σ. 119, πίν. ΧΧΧΙΙΙ,2), ενώ η μελέτη των ιχνών χρήσης σε τέχνεργο τυπικό της κατηγορίας των ξυστήρων έδειξε ότι η πλευρά που είχε χρησιμοποιηθεί δεν ήταν αυτή που έφερε την τυπική επεξεργασία, αλλά η αντιθετική της που ήταν εντελώς ανεπεξέργαστη. Η κατανόηση των λίθινων τεχνέργων βελτιώθηκε με συναφείς σύγχρονες προσεγγίσεις (μικροσκοπική παρατήρηση και σύγκριση ιχνών χρήσης) (πρβλ. Ματζάνας 2001β, σ. 62). Ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της Πειραματικής Αρχαιολογίας και την έμφαση στην Τεχνολογία των προϊστορικών λιθοτεχνιών, άρχισε να γίνεται κατανοητός ο μηχανισμός θραύσης των σκληρών λίθων και οι προϋποθέσεις που οφείλονται να τηρούνται για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της τεχνολογικής αλυσίδας. Διευκρινίστηκε έτσι η σύγχυση που προκαλούσαν οι ηώλιθοι ή ψευδοεργαλεία (πρβλ. Ματζάνας 2001β, σ. 64), στα οποία μάλιστα πολλοί γεωλόγοι του 19ου αιώνα είχαν στηρίξει τη θεωρία τους για την παρουσία του ανθρώπου ήδη από το Τριτογενές (πρβ. Καββαδίας 1909, σ. 23, εικ. 4). Στη συνέχεια δόθηκε εξήγηση σε διάφορες παρερμηνείες, για παράδειγμα, αναγνωρίστηκε η πραγματική ταυτότητα των μικρογλυφίδων που δεν ήταν παρά άπεργα της παραγωγικής διαδικασίας κατασκευής μικρολίθων μέσω της απότμησης λεπίδων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαπίστωση ότι η συντριπτική πλειονότητα των λεγόμενων σφαιροειδών δεν ήταν παρά πολυεδρικοί ή κυβικοί πυρήνες που έφεραν έντονα ίχνη χρήσης ή αμφιπολικής απόκρουσης (Matzanas 1995, σ. 330). Χαρακτηριστικά παραδείγματα επίλυσης αρχαιολογικών προβλημάτων μέσω του πειράματος είναι γνωστά και από τον ελλαδικό χώρο. Στο Φράγχθι (Perlès 1987, σ. 92) αποδεικνύεται ότι οι στρεπτές μικρολεπίδες της (ωρινιάκιας) φάσης Ι προέρχονται κατ’ εξοχήν από την επεξεργασία τροπιδωτών ξέστρων και στο Κλειδί Ηπείρου (Adam 1989, σ. 225) η πειραματική λάξευση του πυριτολίθου χρησιμοποιήθηκε για την κατανόηση και την ερμηνεία της λιθοτεχνίας του τέλους της Άνω Παλαιολιθικής. H ανασύσταση της τεχνολογικής μεθόδου του Ασπροχάλικου στην Ήπειρο, στόχος της οποίας είναι η παραγωγή ψευδοαιχμών ή αιχμών ψευδολεβαλλουά, επιβεβαιώθηκε απόλυτα από πειραματισμούς (Παπακωνσταντίνου 1998, σ. 25). Κατά τον ίδιο επίσης τρόπο έχουν γίνει κατανοητές διάφορες τεχνολογικές ιδιαιτερότητες που αφορούν την παραγωγική διαδικασία κατασκευής εργαλείων από πελεκημένη πέτρα της Εποχής του Χαλκού στα Νιχώρια Μεσσηνίας (Blitzer 1998, σ. 3).
Αναλογική προσέγγιση
Η Αρχαιολογία ως κοινωνική-ιστορική επιστήμη και κυρίως η Προϊστορική Αρχαιολογία έχουν ανάγκη της γόνιμης επαφής με συναφείς και ομόκεντρες επιστήμες όπως η Λαογραφία και η Εθνολογία. Η εθνογραφική προσέγγιση, στο ζήτημα της προσπέλασης του αρχαιολογικού γίγνεσθαι, παρέχει την πιο ευοίωνη προοπτική κατανόησης των αρχαιολογικών δεδομένων (Clarke 1968, σ. 365). Ο υλικός και πνευματικός βίος των παραδοσιακών κοινωνιών παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με αυτόν των προϊστορικών, όπως πάμπολλα παραδείγματα αφήνουν να εννοηθεί (Λουκάτος 1998, σ. 22-23· Ματζάνας 1998-2000, 1999α, 2000, 2001). Η ολοκληρωμένη «ιστορική» θεώρηση των προϊστορικών κοινωνιών θα χρειαζόταν, αν όχι μια βαθιά γνώση των παραδοσιακών κοινωνιών, την οποία πολλοί από τους παλαιότερους αρχαιολόγους είχαν αποκτήσει βιωματικά (σημ. 39), οπωσδήποτε όμως μια προσέγγισή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευτυχούς σύνθεσης είναι αυτό του A. Leroi-Gourhan, Γάλλου προϊστοριολόγου και εθνολόγου. Ο ίδιος είχε γράψει (Leroi-Gourhan 1965, σ. 60) πως η όψη των διαφόρων παραγωγικών διαδικασιών όσον αφορά τη χειροτεχνία παραμένει ουσιαστικά η ίδια. Η διαχρονική θεώρηση ενός τεχνέργου ή κάποιου πολιτιστικού φαινομένου είναι θεμιτή και διασφαλίζει από ενδεχόμενα λάθη ταύτισης και ερμηνείας. Παράδειγμα διαχρονικότητας είναι το ησιόδειο άροτρο, το οποίο ίδιο και απαράλλακτο χρησιμοποιούνταν στον ελληνικό χώρο και αλλού, για τέσσερις τουλάχιστον χιλιετίες, αν κρίνουμε από απεικόνισή του ως συμβόλου της μινωικής ιερογλυφικής γραφής (βλ. ΙΕΕ, τ. Α: 148, σημείο αρ. 27), από παράσταση αρότρου στο κάτω μέρος μαρμάρινης αναθηματικής στήλης πιθανώς από τη Θεσσαλονίκη στο Μουσείο Κων/λης (Godwin 1984, σ. 129) και τα ξύλινα λαογραφικά παραδείγματα. Η αλληλεξάρτηση αυτή φαίνεται και από άλλα παραδείγματα. Ένα αντικείμενο από τις ανασκαφές στην Ολυμπία, επένδυση (περόνη) σταλικιού, δηλαδή κονταριού μονόξυλου πορθμείου, μπόρεσε να ταυτιστεί με βάση την πανομοιότητά του με ανάλογο εξάρτημα του κονταριού που χρησιμοποιούσαν οι σύγχρονοι πορθμείς (μέχρι τα μέσα τουλάχιστον του 20ού αι.) που διεκπεραίωναν επιβάτες και εμπορεύματα κατά πλάτος του Αλφειού (πρβλ. Weber 1944, σ. 169, πίν. 75c). Στο πλαίσιο της επανέκθεσης του νέου Μουσείου της Αρχαίας Ολυμπίας, σημαντική υπήρξε η συνεισφορά ως προς την ταύτιση των σιδερένιων εργαλείων και εξαρτημάτων που βρέθηκαν στις ανασκαφές, αναλόγων εγχειριδίων Λαογραφίας. Εξάλλου, πολύτιμη ήταν η γνώμη παλαιότερων ντόπιων που έχοντας ζήσει στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας είχαν άμεση εποπτεία και γνώση ολόιδιων, σε αρκετές περιπτώσεις, αντικειμένων που τα χρησιμοποιούσαν και οι ίδιοι (σημ. 40). Γενικότερα όμως η βεβαιότητα είναι μικρότερη όσον αφορά την ιδεολογία, τα σύμβολα και τις δοξασίες. Οπωσδήποτε ωστόσο η εθνογραφική προσέγγιση μπορεί να χρησιμεύσει (σημ. 41).
Χρήστος Ματζάνας
Αρχαιολόγος
* Το Β΄ Μέρος του άρθρου θα δημοσιευθεί τη Δευτέρα, 29 Απριλίου 2013.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Με τον όρο «μέθοδος» εννοούμε το όλο διανοητικό κατασκεύασμα, τα στάδια της τεχνολογικής αλυσίδας που αποσκοπούν στην παραγωγή ενός προϊόντος, π.χ. η μέθοδος Λεβαλλουά, ενώ ο όρος «τεχνική» έχει σχέση με τα σύνεργα του λιθοτόμου, δηλαδή τα υλικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να περατωθεί το εγχείρημα αυτό, π.χ. σκληρός ή μαλακός κρουστήρας, έμμεση ή άμεση κρούση. Μπορούμε, για παράδειγμα, να μιλήσουμε για υλοποίηση της μεθόδου Λεβαλλουά με την τεχνική της άμεσης ανελαστικής κρούσης. (Πρβλ. Ματζάνας 2001α, σ. 60.)
2.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συμβατικά, κατ’ αναλογία του αναφερόμενου στις λιθοτεχνίες όρου «αποκρουσμένου λίθου», δεδομένου ότι παραπέμπει ετυμολογικά τουλάχιστον στην τεχνική της κρούσης, ενώ περιλαμβάνει και την πίεση. Ίσως πιο ακριβής θα ήταν ο όρος «απολάξευση».
3.
Μπορεί να είναι και ανεξέλεγκτη και να υλοποιείται μέσω απόθραυσης, δηλαδή αμφιπολικής κρούσης αλλά και με κρούση σε σταθερό κρουστήρα (αμόνι).
4.
Επίσης μπορεί να πραγματοποιηθεί με αμφιπολική κρούση (επεξεργασία στόμωσης) και σπανιότερα με αντίκτυπο, η οποία αποτελεί παραλλαγή της τεχνικής πάνω σε αμόνι και συνίσταται στην επεξεργασία ή ανανέωση κυρίως ξέστρων αλλά και άλλων εργαλείων με λεία κάτω επιφάνεια. Το αντικείμενο τοποθετείται πάνω σε μια κροκάλα και χτυπιέται από ένα μικρό ξύλινο σφυρί στην πάνω επιφάνειά του με αποτέλεσμα την απόσπαση απολεπισμάτων επεξεργασίας με έμμεσο τρόπο.
5.
Ο όρος αυτός είναι συμβατικός και δεν ανταποκρίνεται σε ολόκληρο το φάσμα των τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία εργαλείων «λειασμένου λίθου», δεδομένου ότι παρόμοια εργαλεία, ως επί το πλείστον από μαλακούς λίθους, όπως ο ψαμμίτης, κατασκευάζονταν και με την τεχνική της επίκρουσης (εργαλεία σφυρηλατημένου λίθου). Τα σημαντικότερα εργαλεία της κατηγορίας αυτής είναι ο πέλεκυς, η αξίνα, η σμίλη, ο σφυροπέλεκυς ή η σφύρα με στένωση ή τρήμα, για τη στειλέωση. Τέλος, συχνά στην κατηγορία των εργαλείων «λειασμένου λίθου» τοποθετούνται και εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή εργαλείων αποκρουσμένου (π.χ. κρουστήρες) ή λειασμένου λίθου (π.χ. λείαντρα ή λίστρα) αλλά και στο πλαίσιο της τροφοπαραγωγικής κατασκευής (π.χ. τριβεία, τριπτήρες, ύπεροι κ.λπ.) τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «σύνεργα κρούσης και τριβής».
6.
Η επίκρουση (ραμφοκόπημα ή σφυροκόπηση) είναι τεχνική παράγωγη της απόκρουσης για τον προσχεδιασμό και αρκετά συχνά την τελική διαμόρφωση εργαλείων «λειασμένου λίθου» από μαλακότερα πετρώματα όπως ο ψαμμίτης. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για την εκτέλεση βραχογραφιών κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (πρβλ. Ντούμας 1965).
7.
Μια άλλη τεχνική είναι η αποτριβή η οποία χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την κατασκευή εργαλείων αποκρουσμένου λίθου και συγκεκριμένα για την απάλειψη του γείσου και την αποφυγή ατυχημάτων, όπως είναι η επαναστροφή. Δεν αποκλείεται να αποτελεί την πρόδρομο τεχνική της λείανσης.
8.
Το φαινόμενο απαντά ήδη από την Παλαιολιθική, κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος συχνά χρησιμοποιούσε προδιαμορφωμένα από φυσικά αίτια πετρώματα (Ανδρεΐκος 1998, σ. 66) ως παραπληρωματικά-αναλώσιμα εργαλεία. Ιδιαίτερα η τεχνολογία της ολδόβιας λιθοτεχνίας (>1,4 εκατ. χρόνια) χωρίς να εντάσσεται σε κάποιο αυστηρά προκαθορισμένο νοητικό σχήμα, είναι ευκαιριακής φύσης και η όλη διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων καθοριζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από το σχήμα του ακατέργαστου υλικού (Leakey 1996, σ. 82). Οπωσδήποτε η φύση και η ποιότητα της πρώτης ύλης συνεχίζει έκτοτε και σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με την περίπτωση να αποτελεί εξαιρετικά περιοριστικό παράγοντα στην εφαρμογή και υλοποίηση μιας συγκεκριμένης μεθόδου και τεχνικής. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να εξαχθούν κανονικές λεπίδες πίεσης από πυριγενή πλουτώνια πετρώματα, όπως ο γάβρος ή άλλα παρεμφερή, όπως ο βασάλτης, ο γνεύσιος, ο διορίτης ή ανδεσίτης. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι αρχιτέκτονες με τις συγκεκριμένες εκφραστικές και κατασκευαστικές τους δυνατότητες, επηρέαζαν πάντοτε τον τύπο και τη μορφή των κτιρίων. Στη Β. Συρία, π.χ., κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, λόγω της αφθονίας του πωρολίθου και της έλλειψης ξύλων, τα κτίρια καλύπτονταν με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στην Ελλάδα ή την Ιταλία, παρά τη διεθνή διάδοση νέων ιδεών, της κατάλληλης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας κάλυψης με ξύλινους δοκούς μεγάλων ανοιγμάτων, αλλά και τη γενίκευση τύπων και μορφών. Οπωσδήποτε όμως, μετά από ένα όριο οικονομίας και οργάνωσης, η σημασία των τοπικών υλών περιορίζεται (Μπούρας 1990, σ. 9).
9.
Τα εργαλεία αποκρουσμένου λίθου αποτελούν εξαρχής προϊόντα της αφαιρετικής σκέψης και ικανότητας του ανθρώπου, δεδομένου ότι δεν μιμούνται φυσικές μορφές, όπως, π.χ. μεγάλοι καρποί οι οποίοι αρχικά θα χρησιμοποιήθηκαν και στη συνέχεια θα ενέπνευσαν το σχήμα των πρώτων αγγείων, ή το δίχτυ της αράχνης, οι φωλιές των πουλιών, τα φράγματα του κάστορα για ανάλογες κατασκευές. Από τα μεγαλύτερα τεχνικά επιτεύγματα του τέλους της Προϊστορίας με καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω τεχνική εξέλιξη του ανθρώπου υπήρξε και ο τροχός, προϊόν και αυτός, κατά πάσα πιθανότητα, καθαρά αφαιρετικής σκέψης, δεδομένου ότι ο συσχετισμός του κυκλικού σχήματος με τη μετακίνηση δεν απαντά σε κάποια φυσική μορφή, η οποία θα υπήρξε άμεσο αντικείμενο μίμησης.
10.
Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα τεχνικών και μεθόδων που ανακαλύφθηκαν πολύ πιο παλιά, όμως δεν βρήκαν ώριμο έδαφος για να αναπτυχθούν και να εξαπλωθούν γιατί ήταν πολύ πρώιμες για την εποχή τους. Αντίθετα όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή διαπιστώνουμε ότι διάφορες καινοτομίες εμφανίζονται την ίδια στιγμή σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες που δεν είχαν επαφή μεταξύ τους (π.χ. χρήση και παραγωγή φωτιάς, γεωργία, λειασμένα εργαλεία κ.ά.).
11.
Η περισυλλογή οστών μεγάλων εξαφανισμένων θηλαστικών τα οποία οι αρχαίοι απέδιδαν σε μυθικά όντα αλλά και σε ήρωες που σχετίζονταν με την πόλη τους (π.χ. Σπάρτη-Ορέστης, Αθήνα-Θησέας, Ολυμπία-Πέλοπας κ.ά.) είχε έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα καθώς γινόταν η σύνδεση με τους υπεράνθρωπους προγόνους (Mayor 2000, σ. 103 κ.ε.). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αύγουστος είχε καταρτίσει συλλογή παρόμοιων παράδοξων οστών στην έπαυλή του στο Capri. Αλλά και κατά το Μεσαίωνα και τους Νεότερους χρόνους, μέχρι τις αρχές του 19ου αι., την εποχή δηλαδή του George Cuvier (1769-1832), πατέρα της επιστήμης της Παλαιοντολογίας και της Συγκριτικής Ανατομίας, παρόμοια απολιθώματα εκλαμβάνονταν ως οστά Γιγάντων (Καββαδίας 1909, σ. 21).
12.
Βρέθηκε κατά τον καθαρισμό παλιάς ανασκαφικής τομής στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, το 2002, και εκτίθεται στο εκεί Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρομοίως λίθινη αξίνα με τρήμα βρέθηκε σε στρώματα ιστορικών χρόνων στην Πάτρα και εκτίθεται στο εκεί Μουσείο.
13.
«Sotacus et alia duo genera fecit cerauniae, nigrae rubentisque; similes eas esse securibus. Ex his quae nigrae sint ac rotundae, sacras esse; urbes per illas expugnari et classes; baetulos vocari; quae vero longae sint, ceraunias» (Ο Σότακος διακρίνει επίσης άλλες δύο κατηγορίες του λίθου, μια μαύρη και μια κόκκινη που μοιάζουν με πελέκεις. Σύμφωνα με αυτόν, όσοι από τους λίθους είναι μαύροι και στρογγυλοί θεωρούνται υπερφυσικά αντικείμενα και αναφέρει ότι χάρις σε αυτούς, πόλεις και στόλοι που δέχτηκαν επίθεση νίκησαν. Οι λίθοι αυτοί ονομάζονται «βαιτύλοι», ενώ όσοι είναι επιμήκεις «κεραύνια»). Πορφύριος, Vita Pythagorae 17, 1-3: Κρήτης δ’ επιβάς τοις Μόργου μύσταις προσήει ενός των Ιδαίων Δακτύλων, υφ’ ων και εκαθάρθη τη κεραυνία λίθω. Η αντίληψη αυτή ήταν διαδεδομένη και εκτός ελληνικού χώρου, όπως π.χ. στη Γερμανία του τέλους του 19ου αιώνα, όπου πιστευόταν επίσης ότι το σημείο όπου είχε βρεθεί μια λίθινη προϊστορική αξίνα θεωρούνταν προστατευμένο από κεραυνό, καθώς είχε ήδη χτυπηθεί μία φορά από αυτόν (Μπόνιας 1998, σ. 95).
14.
Η λέξη “Abraxas” («Αβράξας» ή Άβραξας, αναγραμματισμένη «Αβρασάξ») απαντά σε διάφορα έργα και συγγραφείς της ελληνικής γραμματείας της ύστερης αρχαιότητας και των βυζαντινών χρόνων, στην δεύτερή της κυρίως μορφή: Ιππόλυτος (α΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ.) Sextus Iulius Africanus (3ος αι. μ.Χ.), Επιφάνιος (4ος αι. π.Χ.), Θεοδώρητος (α΄ μισό του 5ου αι. μ.Χ.), Ιωάννης Δαμασκηνός (7ος-8ος αι. μ.Χ.). Χαρασσόταν σε αποτροπαϊκά περίαπτα, που απεικόνιζαν επίσης ενίοτε φανταστικά όντα. Είχε δαιμονική δύναμη κατά των ασθενειών και της κακής τύχης. Ανηρτάτο ως φυλακτό που ο ασθενής φορούσε για 8 μέρες, ενώ την αυγή της 9ης μέρας το έφερε στην πλάτη πριν το πετάξει σε ποταμό που έρεε προς την ανατολή. Με τη λέξη αυτή, άγνωστης ετοιμολογίας, κατά την ιδέα του γνωστικού Βασιλείδου, δηλωνόταν το σύνολο των αιώνων που αποτελούσαν το πλήρωμα της θείας δυνάμεως. Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, το άθροισμα των γραμμάτων έδινε τον αριθμό 365, που αντιστοιχούσε στο πλήθος των ουρανών (Εγκυκλ. «Ελευθερουδάκη», βλ. λ. «Αβράξας»). Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και αργότερα, δεδομένου ότι έτσι ονομαζόταν επίσης και ο φυλακτήριος λίθος που έφεραν κάποιοι αιρετικοί στην Ανατολή κατά τον 11ο αι. μ.Χ. Το όνομα αυτό συναντιέται επίσης συχνά σε σχέση με οπλισμένη μορφή με κεφάλι πετεινού και φίδια αντί για πόδια. Η ταυτότητά του είναι αβέβαιη• ίσως πρόκειται για την Υπέρτατη Αρχή. Έχοντας υπόψη το σύνδεσμο παραστάσεων και επιγραφών του Άβραξα με τη μαγεία, φαίνεται ότι η οντότητα αυτή ήταν κάποιος δαίμονας με τρομακτική όψη, όχι όμως απαραίτητα και κακή φύση, στον οποίο φαίνεται ότι γίνονταν επικλήσεις για προστασία όπως και στους φοβερούς ανατολικούς θεούς. Για το λόγο αυτό απεικονίζεται αλλά και αναγράφεται σε δακτυλιόλιθους και σε άλλες πέτρες που είχαν μαγική δύναμη (Godwin 1984, σ. 90). Κατά τον ίδιο τρόπο, υπάρχει απεικόνιση της τρισώματης Εκάτης σε σφραγιδόλιθο της κατηγορίας Αβράξα (Λεκατσάς 1963, σ. 6, εικ. 17). Το όνομα ΑΒΡΑCAX είναι επίσης χαραγμένο σε θεραπευτικό σφραγιδόλιθο από καφετή αχάτη, ο οποίος παριστάνει το λεοντοκέφαλο φίδι Χνούβι (Dasen – Nagy 2012, σ. 305, εικ. 9).
15.
Τιμόθεος Excerpta ex libris de animalibus 44-46: . περίαπτον δε προς κεραυνόν έξεις εάν λίθον κεραύνιον επιγράψας έχης εν τη οικία «αφία αφρύξ».Επίσης Κλίμης Αλεξανδρεύς Παιδαγωγός, 2, 12, 118, 3, 3: Τοιούτο ταις ηλιθίαις κεραυνίται και ιάσπιδες και τοπάζιον ή τε Μιλησία σμάραγδος εμπόλημα τιμηέστατον.
16.
Την πληροφορία για την ύπαρξη του αντικειμένου αυτού την οφείλω στη συνάδελφο Χρύσα Τσαγκούλη της ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ.
17.
Julius Africanus Cesti (fragmenta), 2.11: Αυτόματον πυρ άψαι και τώδε τω συντάγματι· σκευάζεται γουν ούτως· θείου απύρου, αλός ορυκτού, κονίας, κεραυνίου λίθου, πυρίτου ίσα λειούνται εν θυία μελαίνη, μεσουρανούντος ηλίου.
18.
O όρος οψιανός είναι λατινικός (Obsiana) και απαντά για πρώτη φορά στο έργο του Πλίνιου Historia naturalis (36, 196-197): «In genere vitri et obsiana numerantur ad similitudinem lapidis quem in Aethiopia invenit Obsius, nigerrimi coloris, aliquando et tralucidi, crassiore visu atque in speculis parietum pro imagine umbras reddente. Gemmas multi ex eo faciunt; vidimus et solidas imagines divi Augusti capaci materia huius crassitudinis, dicavitque ipse pro miraculo in templo Concordiae obsianos IIII elephantos. Remisit et Tiberius Caesar Heliopolitarum caerimoniis repertam in hereditate Sei eius qui praefuerat Aegypto obsianam imaginem Menelai, ex qua apparet antiquior materiae origo, nunc vitri similitudine interpolata. Xenocrates obsianum lapidem in India et in Samnio Italiae et ad oceanum in Hispania tradit nasci». Η γραφή Obsidiana θεωρείται εσφαλμένη (πβ. Ματζάνας 2000-2001, σ. 57, σημ. 4 • Ματζάνας 2001γ, σ. 75, σημ. 8). Στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο οψιανός πιθανώς ονομαζόταν «Λιπαραίος» όπως παραδίδεται από τον Θεόφραστο (Περί λίθων 2, 14). Η περιγραφή του λίθου (μαυριδερός, λείος και πυκνής σύστασης) ανταποκρίνεται σε αυτήν του οψιανού, όπως και η γεωλογική του συνάφεια (με τη μορφή μαζών μέσα στην ελαφρόπετρα). Πιθανόν στο ίδιο χωρίο να γίνεται αναφορά και στον οψιανό της Μήλου. Ο αρχαιοελληνικός αυτός όρος προδίδει το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την ύπαρξη οψιανού στις Λιπάρες νήσους ή Νησιά του Αιόλου, ΒΔ του Πορθμού της Μεσσήνης. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί ελληνικός οικισμός, προφανώς εμπόριον (ή εμπορείον), που χρονολογείται περίπου στο 1500 π.Χ., όπως άλλωστε εγκατάσταση Μυκηναϊκών χρόνων υπήρχε και βορειότερα, στο νησί Πιθηκούσες (Ίσκια) (Βρανόπουλος 1987, σ. 49). Τόσο ο Θεόφραστος, όσο και ο Πλίνιος όμως δεν αναφέρουν τίποτε σχετικό με την απόκρουση του οψιανού για την κατασκευή εργαλείων.
19.
Μια από τις πηγές οψιανού στη Μήλο βρίσκεται στην τοποθεσία «Αδάμαντας-στα Νύχια». Το τοπωνύμιο «Στα Νύχια» οφείλεται αναμφίβολα στην ύπαρξη πυριτόλιθου λευκού χρώματος που παρατηρείται και στην άλλη θέση, το «Δεμεναγάκι-Χονδρό Βουνό». Νύχι επίσης ονομαζόταν μέχρι πρόσφατα στη Νάξο και στην Κρήτη ο πυριτόλιθος (Ματζάνας 1998-2000, σ. 88). Είναι απορίας άξιο γιατί το τοπωνύμιο αυτό αλλά και το όνομα Αδάμας που πιθανώς σημαίνει, όπως και στην αρχαιότητα, «πυριτόλιθος» (Ματζάνας 2001, σ. 58), δηλώνει την ύπαρξη του τελευταίου και όχι του οψιανού που είναι και πολυπληθέστερος. Ίσως αυτό υποδηλώνει έμμεσα τη μεγαλύτερη εκτίμηση που έδειχναν για τον πυριτόλιθο κατά τα νεότερα χρόνια ως πλέον κατάλληλου για τις διάφορες χρήσεις για τις οποίες προορίζονταν (πρβλ. Ματζάνας 2000, σ. 50).
20.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της χρήσης στη Μιράκα Ηλείας μιας σφαιρικής κροκάλας, του «στρουμπουλιού» για το τρίψιμο του αλατιού. Στο Λάνθι επίσης εφαρμοζόταν η προγενέστερη λείανση της επιφάνειας του ακονιού, σε μια άλλη πέτρα ή στο τσιμέντο, ώστε να είναι απόλυτα λεία και να φτιάχνει τέλεια την «αθέρα» (κόψη) του μαχαιριού.
21.
Τη δεκαετία του ’80 συνάντησα στην Εύβοια έναν βοσκό που τρόχιζε συστηματικά το μαχαίρι του με λεπίδα οψιανού που είχε βρει, βόσκοντας το κοπάδι του, στη ΠΕ θέση της Μάνικας. Συλλογή παλαιότερων εργαλείων τεκμηριώνεται και στην αρχαιότητα. Από τους οψιανούς του εργαστηρίου του Φειδία στην Ολυμπία ξεχωρίζουν δύο στερεότυπες λεπίδες (Schiering 1991, σ. 166, πίν. 62α), οι οποίες αναμφίβολα είχαν περισυλλεγεί από κάποιο σημείο του ιερού, δεδομένου ότι σε αυτό υπήρχε προϊστορική κατοίκηση και μάλιστα κατά την Τελική Νεολιθική και Πρώιμη Χαλκοκρατία.
22.
Βλ. Mc Donald κ.ά., σ. 291. Η διείσδυση αυτή οφείλεται στη διαταραχή των στρωμάτων από φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια, στην οικοδόμηση πάνω σε παλαιότερη θέση και τη χρησιμοποίηση πλίνθων που κατασκευάστηκαν από παλαιότερα στρώματα τα οποία εμπεριείχαν ως προσμάγματα για αύξηση της συνοχής του πηλού, σπασμένες πέτρες, όστρακα, οστά σοβάδες, αλλά και παλαιότερα τέχνεργα.
23.
Μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως η παρουσία τμήματος μικρού πυρήνα πίεσης στη Ζαγορά (Runnels 1988, σ. 245, εικ. σ. 249, πίν. 286a) οφείλονται προφανώς σε άλλα αίτια (π.χ., περισυλλογή παλιότερων τεχνέργων, διατάραξη προϊστορικών στρωμάτων).
24.
Οπωσδήποτε, τα εργαλεία από λαξεμένο λίθο δεν χρειάζονται ιδιαίτερο κόπο στην κατασκευή τους, απαιτούν όμως μια τεχνογνωσία και ένα σύνολο «γνωστικών κεκτημένων» τεχνικών και μεθόδων λάξευσης, που χαρακτήριζαν βασικά τις προϊστορικές κοινωνίες.
25.
Ίσως στο λόγο αυτό να οφείλει την αιτία ύπαρξής του λεπτό απόκρουσμα πυριτολίθου με φλοιώδη ράχη (Λ3227, ευρετήριο Ήλιδας) σε νεκροταφείο κλασικών χρόνων στη θέση «Γεωργούλη Αλώνι» ή «Λεχουρίτικα» στη Δάφνη Ηλείας (περιοχή Ήλιδας) (ΑΔ 53, 1998, Β1, 227). Επίσης σε σχετικά κοντινή απόσταση, στη θέση «Νταλαβουρέικα» Αγίου Ηλία συνελέγη λίθινο εργαλείο (ΒΕ 838) με όστρακα ιστορικών χρόνων (ΑΔ 53, 1998, Β1, 238). Ανάλογη είναι και η περίπτωση ελαιόχρωμου πυριτόλιθου που βρέθηκε εντός ταφόπιθου του β΄-γ΄ τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. στο Νεοχώρι Κυλλήνης (Χατζή-Σπηλιοπούλου 1991, σ. 352).
26.
«Αίψα δε ποιήσασα γένος πολιού αδάμαντος / τεύξε μέγα δρέπανον». Πιθανώς ο όρος «πολιός αδάμας» να εννοεί τα ένθετα από λευκό πυριτόλιθο στοιχεία του ξύλινου δρεπανιού. Ωστόσο 700 περίπου χρόνια αργότερα, την ποιητική αυτή προσέγγιση του μύθου διαδέχεται μια περισσότερο ορθολογιστική από τον Στράβωνα (63 π.Χ.-19 μ.Χ.) ο οποίος αποδίδει την κατασκευή του δρεπανιού στους μεταλλοτεχνίτες Τελχίνες (Γεωγραφία XIV, 7: «είτα Τελχινίς από των οικησάντων Τελχίνων την νήσον, … πρώτους δ’ εργάσασθαι σίδηρόν τε και χαλκόν και δη και την άρπην τω Κρόνω δημιουργήσαι»). Η προσέγγιση αυτή αναμφίβολα επηρέασε και τις μεταγενέστερες ερμηνείες του μύθου και για το λόγο αυτό γενικότερα (Liddell-Scott 1925, σ. 38, Lesky 1985, σ. 154· Καμαρέττα 1986, 295) ο όρος «πολιός αδάμας» θεωρείται ότι σημαίνει τον χάλυβα. Με την άποψη αυτή φαίνεται να συνηγορεί χωρίο από τα Αποσπάσματα Αριστοτέλους 6, 33, 219: Apollon. mir. 23: θαυμαστόν δε και τον ήλιον επικαίειν ημας, το δε πυρ μηδ’ όλως (= probl. 38, 8), και το τον αδάμαντα μη θερμαίνεσθαι πυρούμενον (Plin. 37, 57 numquam incalescens) και μάγνητα λίθον (cf. A. P. p. 242 sq.)ημέρας μεν ούσης έλκειν, νυκτός δε ήττον ή ουδέ όλως έλκειν. Είναι πολύ πιθανό ότι και εδώ έχουμε μια έμμεση μαρτυρία της παλιότερης τεχνολογίας αποκρουσμένου λίθου που δάνεισε τη σχετική ορολογία στη διάδοχή της.
27.
Ησίοδ. Έργα και Ημέραι 640. «Άσκρη, χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ ποτ’ εσθλή».
28.
«αργαλέον μάλα μόχθον, επεί ουκ έσκε σιδήρω τμητή ουδέ λίθοις πειρωμένω ουδέ μεν ύλη. Ένθα μοι αθανάτων τις επί φρεσί θήκε νοήσαι αυτοίς δέρμα λέοντος ανασχίζειν ονύχεσσι».
29.
Γύρω από τον τύμβο του Μαραθώνα ο Άγγλος περιηγητής E.D. Clarke βρήκε, το 1801, μεγάλο αριθμό από αιχμές βελών πυριτόλιθου (Σιμόπουλος 1975, σ. 78) οι οποίες σχετίστηκαν με τη μαρτυρία του Ηρόδοτου και αποδόθηκαν στους Αιθίοπες πολεμιστές του Ξέρξη. Οι περιηγητές Leake και Dodwell όμως αποδίδουν σε αυτούς αιχμές από οψιανό (Bosanquet 1904, σ. 223). Δεν αποκλείεται ωστόσο, ο πράσινος αιθιοπικός οψιανός (Renfrew κ.ά. 1965, σ. 240) να εκλήφθηκε ως πυριτόλιθος. Η άποψη αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη στους κύκλους των περιηγητών των αρχών του 19ου αι. πριν από τον ιστορικό Γεώργιο Φίνλεϊ (1799-1875) (πβ. Φωτιάδης 2003, σ. 11-12) και την πεποίθηση του Σλήμαν ότι οι οψιανοί του Μαραθώνα δεν είναι κλασικής εποχής (Runnels 1982, σ. 365, σημ. 19). Ωστόσο, εξέταση τριών δειγμάτων έδειξε ότι πρόκειται για μηλιακό οψιανό (Renfrew κ.ά. 1965, σ. 240). Επίσης, από την ανασκαφή του προϊστορικού τύμβου ΙΙ στον Μαραθώνα έχουν βρεθεί λίθινες αιχμές τυπικές της Μυκηναϊκής εποχής (με ακιδωτή απόληξη και εσοχή στειλέωσης), οι περισσότερες από τις οποίες (13) είναι από μηλιακό οψιανό (πβ. Marinatos 1970, σ. 356-357, εικ. 11), ενώ αναφέρεται και μία από ιώδη ημιδιαφανή οψιανό, προφανώς μη μηλιακής προέλευσης, δύο από οψιανό και μία από χαλκό (ό.π., σ. 357). Παρ’ όλα αυτά όμως ίσως τελικά να μην είναι εντελώς αβάσιμη η άποψη των περιηγητών (Renfrew κ.ά. 1965, σ. 240), η οποία ωστόσο θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί ή όχι, μόνο κατόπιν στοχευμένης έρευνας και συγκριτικής μελέτης.
30.
Περί λίθων, 43, 2-45.1: ένιοι δε λίθοις άλλοις γλύφονται, σιδηρίοις δ’ ου δύνανται καθάπερ είπομεν. οι δε σιδηρίοις μεν αμβλυτέροις δε· και εισίν <άλλαι διαφοραί (?)>. παραπλησίως δε και άτοπον το <ενίους> μη τέμνεσθαι <τω> σιδήρω· καίτοι τα στερεώτερα <όλως> ισχυρότερον τέμνει και <ο> σίδηρος λίθου σκληρότερος ων. άτοπον δε κακείνο φαίνεται διότι η μεν ακόνη κατεσθίει τον σίδηρον, ο δε σίδηρος ταύτην μεν δύναται διαιρείν και ρυθμίζειν, εξ ης δ’ αι σφραγίδες ου. και πάλιν ο λίθος ω γλύφουσι τας σφραγίδας εκ τούτου εστίν εξ ούπερ αι ακόναι, ή εξ ομοίου τούτω· άγεται δε η <βελτίστη> εξ Αρμενίας.
31.
Αρεταίου Καππαδόκου Χρονίων Νούσων Θεραπευτικόν (De curatione diuturnorum morborum libri duo) 1, 2, 9, 3 (2ος αι. μ.Χ.).
32.
Αναφέρεται πρωτοβυζαντινός τάφος από τους Αλιείς (Runnels 1982, σ. 369).
33.
Πρόκειται για το τσακμάκι το οποίο ονομαζόταν επίσης πυρεκβόλος ή πυριόβολο. Σε νομίσματα, επιγραφές και άλλα μνημεία της δυναστείας των Παλαιολόγων απαντά σταυρός που έχει στις τέσσερις γωνίες του πυρεκβόλα. Η παράσταση αυτή φαίνεται να υπήρξε το επίσημο έμβλημα των Παλαιολόγων (Εγκυκλ. «Ελευθερουδάκη», τ. 6, σ. 616). Στην περίπτωση αυτή τα πυρεκβόλα θα έκαναν άμεση αναφορά στη νέα πολεμική τεχνολογία των πυροβόλων όπλων. Σύμφωνα ωστόσο με άλλη εκδοχή (ό.π.) πρόκειται για τα τέσσερα αρχικά Β της φράσης: Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλευόντων Βασιλεύουσι.
34.
Ευχαριστώ τον Καθηγητή κ. Θεόδ. Πίτσιο για την αποστολή του σπάνιου αυτού ντοκουμέντου.
35.
Ένα παράδειγμα στο οποίο επιβιώνει ή αναβιώνει η τεχνική κατασκευής εργαλείων με κρούση αφορά στη διαμόρφωση με λάξευση της πέτρας για χτίσιμο και προέρχεται από το Αμάρι στις δυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη. Εκεί, λόγω έλλειψης καταλληλότερης πρώτης ύλης, λάξευαν τις μεγάλες αποστρογγυλεμένες κροκάλες για να τις χτίσουν, πρακτική δύσκολη που απαιτούσε ανεπτυγμένη ικανότητα και ήταν απαγορευτική για τεχνίτες άλλων περιοχών, οι οποίοι δεν είχαν αναπτύξει την ανάλογη τεχνογνωσία (προφορική πληροφορία κ. Γιώργ. Νικολακάκη, κοινωνικού ανθρωπολόγου Παν/μίου Κρήτης). Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στη Μεσσηνία, όπου οι παραδοσιακοί χτίστες χρησιμοποιούσαν ένα είδος πυριτιωμένου ασβεστόλιθου που ανταποκρίνεται πολύ καλά στην κρούση και δίνει κογχώδη θραύση. Το πλεονέκτημα αυτό εκμεταλλεύονταν οι τεχνίτες για τη διαμόρφωση των γωνιακών ογκόλιθων και των πλαισίων των ανοιγμάτων. Η πέτρα αυτή, αντίθετα, εξορυσσόταν από στρωσιγενείς αποθέσεις και δεν στερούνταν, όπως γινόταν στην περίπτωση των αποστρογγυλεμένων κροκαλών, των βοηθητικών στη λάξευση ακμών και γωνιών (Blitzer 1998, σ. 291).
36.
Στην Κεφαλονιά αναφέρεται η χρήση του πυριτολίθου για το γδάρσιμο (Α. Λασκαράτος 1924. Ήθη έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς: «Εγώ επάντεχα να σε γδάρω με πρυοβολόπετρα»).
37.
Σύμφωνα με τον κ. Χρ. Γιαννακόπουλο, οι τσοπάνηδες στην περιοχή της Καυκανιάς (Ηλεία) προκειμένου να ανάψουν ευκολότερα φωτιά με το ατσάλινο τσακμάκι, εφάρμοζαν ένα είδος κατάτμησης με κρούση των μεγάλων στουρναρόπετρων (τσακμακόπετρες) για να αποσπάσουν «φλύδες» (αποκρούσματα), των οποίων η κοφτερή ακμή ήταν πιο αποτελεσματική στο να αποσπά ευκολότερα μόρια του μετάλλου τα οποία έφταναν στην ίσκα ή το φυτίλι με τη μορφή άφθονων σπινθήρων. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν η ακμή στόμωνε, εφάρμοζαν ένα είδος ανανέωσής της που συνίστατο στη δημιουργία μιας απλής εσοχής στο εσωτερικό της οποίας έδιναν το χτύπημα.
38.
Μεταποιητικού και καταστροφικού χαρακτήρα επεμβάσεις παρατηρούνται πάνω σε υλικό β΄ χρήσης, κυρίως γλυπτά ή υλικά δομής τα οποία έχουν υποστεί συνήθως διά κρούσης καταστροφικές διαμορφώσεις προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αποκρούσεων που ακολουθούν το καμπύλο τμήμα της σπείρας βάσης ιωνικού ρυθμού (πβ. Kyrieleis 1983, σ. 75, εικ. 51). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι αποκρούσεις σε τμήμα του κάτω μέρους του κολοσσικού κούρου της Σάμου, μια λεπτομέρεια μάλιστα των οποίων έχει εκληφθεί ως εσκεμμένη επέμβαση επιδιόρθωσης του έργου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το αρνητικό που άφησαν τα κύματα της βίαιης κρούσης κατά τη διάδοσή τους στο μάρμαρο (πρβλ. Frel 1972, σ. 73-74, εικ. 1). Καταστροφικού χαρακτήρα είναι οι επεμβάσεις στο πλαίσιο της ολοκληρωτικής εξαφάνισης της μαρτυρίας την οποία φέρουν τα μνημεία, για θρησκευτικούς ή πολιτικούς κυρίως λόγους (damnatio memoriae). Τυχαία, προφανώς λόγω πτώσης είναι η απόκρουση που φέρει στο μέσον περίπου της μύτης το άγαλμα της Φρασίκλειας (Μαστροκώστας 1972, σ. 313, εικ. 15). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις μεταποιητικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην επανάχρηση – ανακύκλωση ενός αντικειμένου που έχει υποστεί βλάβη, όπως, π.χ. σπασμένος ανδριάντας που ξαναλαξεύτηκε ως επιτύμβια στήλη (Cook 1990, σ. 26, εικ. 18).
39.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ερμηνεία πηλεπένδυτων βόθρων της ΠΕ εποχής ως ιπνών (φούρνων) και θερμαντικών εστιών βάσει νεότερων παραδειγμάτων (Μυλωνάς 1928, σ. 161-164).
40.
Πολλά είναι τα παραδείγματα που δείχνουν τη σχέση της «ιστορικής Αρχαιολογίας» με τη Λαογραφία. Κάποια χαρακτηριστικά αφορούν την τυπολογία των εγχειριδίων, η οποία από τη Μεγάλη Βρετανία έως την Κίνα παρουσιάζει τύπους που θα επιβιώσουν για τρεις χιλιετίες και η ομοιότητα των οποίων είναι τόσο χτυπητή ώστε να μην μπορούμε πλέον να μιλάμε για χρονολογική αλλά για τυπολογική ταξινόμηση (Leroi-Gourhan 1973, σ. 30). Επίσης, το βασικό σύνεργο ανάμματος φωτιάς με κρούση, ο μεταλλικός πριόβολος από πολύ νωρίς είχε αποκτήσει τη βέλτιστη φόρμα, τόσο από εργονομική όσο και από λειτουργική άποψη και για το λόγο αυτό σχεδόν παρέμεινε ανεξέλικτος από την αρχαιότητα (Ματζάνας 2000, σ. 50). Το ίδιο ισχύει για τη λαβίδα (τανάλια) του σιδηρουργού και για το σύνθετο πριόνι, τον καταρράκτη ή κουραστάρι (πρβλ. Ορλάνδος 1955, σ. 48, εικ. 22-24).
41.
Απεικονίσεις ανοιχτής παλάμης σε τρώγλες στην Τυνησία είναι για τα κακά πνεύματα. Το ίδιο θέμα απαντά συχνότατα και στα παλαιολιθικά σπήλαια. Για ανάλογη προσέγγιση των αρχαιολογικών δεδομένων μέσα από τη ματιά του Εθνολόγου, πβ. Ε. Ψυχογιού, «Τιμώντας τους μεταφυσικούς νεκρούς: αρχαίες και σύγχρονες τελετουργίες αναγέννησης με αφετηρία παράσταση σε μυκηναϊκό κρατήρα», ανακοίνωση στο CSPS Διεθνές Συνέδριο «Τιμώντας τους νεκρούς στην Πελοπόννησο», Σπάρτη 23-25 Απριλίου 2009. Στο ίδιο πλαίσιο η απουσία αρχαιολογικών παραλλήλων και σχετικών μαρτυριών για το συσχετισμό των σαλιγκαριών με κατάλοιπα ταφικών τελετών, αναπληρώνεται, έως ενός σημείου, από τα δεδομένα της Λαογραφίας, πβ. Χρ. Ματζάνας, «Ταφικά έθιμα και πρακτικές στο αρχαίο νεκροταφείο των Σαβαλίων (τέλος 6ου και 5ος αι. π.Χ., 4ος αι. μ.Χ.)», στο ίδιο συνέδριο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Adam E. (1989), A Technological and Typological Analysis of Upper Palaeolithic Stone Industries of Epirus, Northwestern Greece. BAR International Series 512.
-
Αδάμ-Βελένη Π., Πουλάκη Ε., Τζανάβαρη Κ. (2003), Αρχαίες αγροικίες σε σύγχρονους δρόμους. Κεντρική Μακεδονία, ΤΑΠΑ, Αθήνα.
-
Adrymi-Sismani V. (2007), Le site chalcolithique de Microthèbes au carrefour du monde Egéen et des Balkans du Nord, στο Galanaki I., Tomas H., Galanakis Y., Laffineur R. (επιμ.), Between the Aegean and Baltic Seas. Prehistory Across Borders, Aegaeum 27, Liège, σ. 73-80.
-
Ανδρεΐκος Α. (1998), Μάνη, παλαιολιθικά ευρήματα, Αθήνα.
-
Βασιλείου Ελένη (2007), Η μετάβαση από την Χαλκοκρατία στην Εποχή του Σιδήρου στην Ήπειρο: Τα δεδομένα από τον οικισμό της Κρύας στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, στο Mazarakis Ainian Alexander (επιμ.), The “Dark Ages” Revisited, Acts of an International Symposium in Memory of William D.E. Coulson, University of Thessaly, Volos, 14-17 June 2007, τόμ. 1, Βόλος, σ. 267-277.
-
Blegen C., Rawson M., Taylour W., Donowan W. (1973), The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, τόμ. 3, Princeton.
-
Boardman J. (1985), Αθηναϊκά ερυθρόμορφα αγγεία. Αρχαϊκή περίοδος, Καρδαμίτσα, Αθήνα.
-
Bosanquet R.C. (1904), Excavations at Phylakopi in Melos, London.
-
Βρανόπουλος Ε. (1987), Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας, Αθήνα.
-
Brézillon M. (1983), La dénomination des objets de pierre taillée. Matériaux pour un vocabulaire des préhistoriens de langue française. IV ème supplément à Gallia Préhistoire, CNRS.
-
Γαρουφαλής Δ. (1999), «Οι άνθρωποι των βάλτων», Corpus 8, σ. 34-37.
-
Cadogan, G. (1966), «An Egyptian Flint Knife from Knossos», BSA 61, σ. 147-148.
-
Cavanagh W., Crouwel J., Catling R.W.V., Shipley G. (1996), The Laconia Survey, Continuity and Change in a Greek Rural Landscape, τόμ. 3, British School at Athens, London.
-
Clarke D. (1968), Analytical Archaeology, Methuen, London.
-
Coleman J. (1986), «Excavations at Pylos in Elis», Hesperia: Supplementum XXI.
-
Coles J.M., Higgs E.S. (1969), The Archaeology of Early Man, Faber, London.
-
Cook B.F. (1990), Greek inscriptions, British Museum.
-
Crabtree Don E. (1970), «Flaking Stone with Wooden Implements», Science 169, σ. 146-153.
-
Dasen Véronique, Nagy Árpád M. (2012), «Le serpent léontocéphale Chnoubis et la magie de l’époque romaine impériale», Anthropozoologica 47/1, σ. 291-314.
-
Desruisseaux J.-P. (1990), Outils préhistoriques. Forme - Fabrication - Utilisation, Paris.
-
Δημητρίου Σ. (1993), Η εξέλιξη του ανθρώπου. ΙΙ. Τα πρώτα βήματα. Αθήνα.
-
Efstratiou, N., «The archeology of the Greek uplands: the early Iron Age site of Tsouka in the Rhodope Mountains», BSA 88 (1993), σ. 135-171.
-
Evans, A,. «Flint-knapper’s Αrt in Albania», Journal of the Royal Anthropological Institute 16 (1886), σ. 65-67.
-
Feustel R. (1985), Technik der Steinzeit, Weimar.
-
Frel J. (1972), «Réparations antiques», AAA, τόμ. 1, σ. 73-82.
-
Ζορίδης Π. (1994), «Σύγχρονο νεκροταφείο (ανατολικά των Μεγάρων)», ΑΔ 49, Χρ. Β1, σ. 61.
-
Θεοδωρίκας Σ. (1996), Ορυκτολογία – Πετρολογία, Θεσσαλονίκη.
-
Θεοί και ήρωες της Εποχής του Χαλκού. Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 2000.
-
Θεοχάρης Δ. κ.ά. (1973), Νεολιθική Ελλάς, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήναι.
-
Θεοχάρης Δ. (1981), Νεολιθικός Πολιτισμός, Αθήνα.
-
Gamble C. (1986), The Palaeolithic Settlements of Europe, Cambridge.
-
Godwin J. (1984), Μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, Καρδαμίτσα, Αθήνα.
-
Grose D.F. (1989), Early Ancient Glass, Hudson Hill Press, New York.
-
Guilaine J. (1994), La mer partagée. La Méditerranée avant l’écriture, 7000-2000 a. J-Ch. Hachette, Paris.
-
Hatzi-Spiliopoulou G. (1999), «A Mycenaean Stone Vase from Messenia», στο P. Betancourt κ.ά. (επιμ.), Meletemata, Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm H. Wiener as he enters his 65th year, AEGAEUM 20, σ. 343-349.
-
Heldal Τ., Storemyr P., Bloxam E., Shaw I., Lee R., Salem A. (2003), «GPS and GIS Methology in the Mapping of Chephren’s Quarry, Upper Egypt: A significant Tool for Documentation and Interpretation of the Site», στο Y. Maniatis (επιμ.), Actes du VIIe colloque international de l’ASMOSIA (Association for the Study of Marbre and Other Stones in Antiquity), BCH Supplement 51, Thassos 15-20.9.2003, σ. 227-241.
-
Hochstetter A. (1987), Kastanas. Die Kleinfunde, τ. 6, Βερολίνο.
-
Hood S. (1987), Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, Αθήνα.
-
Ιακωβίδης Σπ. (1970), Η εμφάνιση του σιδήρου, ΑΑΑ ΙΙΙ, 2, σ. 288-296.
-
ΙΕΕ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος Α (Προϊστορία και Πρωτοϊστορία). Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1970.
-
Καββαδίας Π. (1909), Προϊστορική Αρχαιολογία, Λεωνής, Αθήνα.
-
Κακριδής Ι. (1986), Ελληνική Μυθολογία. Οι Ήρωες, τόμ. 3, Εκδοτική Αθηνών.
-
Καμαρέττα Αι. (1986), «Θεοί μεταλλουργοί και πολεμιστές,» στο Κακριδής Ι.Θ. (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία, Οι Θεοί, τόμ. 2, Αθήνα, σ. 292-312.
-
Κοντολέων Ν. (1953), «Ανασκαφή εν Τήνω», ΠΑΕ, σ. 258-267.
-
Κριτζάς Χ. (1973), Θέσις Πορτίτσες – Αγροτική οδός προς Άκοβαν (οικόπεδο Δ. Μπουκάρα), ΑΔ 28, Β1 - Χρον., σ. 126-127.
-
Κυπαρίσση-Αποστολίκα Ν. (1996), «Σπήλαιο Θεόπετρας: Οι παλαιολιθικές επιχώσεις», Αρχαιολογία και Τέχνες 60, σ. 37-41.
-
Karantzali E. (1997), «The Obsidians», στο Ε. & Br.P. Hallager (επιμ.), The Greek-Swedish Excavations at Agia Aikaterini Square Kastelli, Khania 1970-1987, τόμ. 1, Stockholm, σ. 242-248.
-
Kyrieleis Η. (1983), Το Ηραίο της Σάμου, Κρήνη, Αθήνα.
-
Λαμπρινουδάκης Β.Κ. (2008), Οδοιπορικό από την αρχαία ελληνική τέχνη, Λιβάνης, Αθήνα.
-
Λαμπροθανάση-Κοραντζή Ε., Παπαγιάννη Ε. (2001), Νεκροταφείο της εποχής του σιδήρου στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, Το Αρχαιολογικό Έργο σε Μακεδονία Θράκη (ΑΕΜΘ) 15, σ. 263-270.
-
Leakey R. (1996), Η απαρχή του ανθρώπινου είδους, Κάτοπτρο, Αθήνα.
-
Λεκατσάς Π. (1963), Έρως. Ερμηνεία μιας μορφής της Προϊστορικής και Ορφικοδιονυσιακής θρησκείας, Δίφρος, Αθήνα.
-
Leroi-Gourhan Α. (1965), Le geste et la parole. La mémoire et les rythmes, Albin Michel, Paris.
-
Leroi-Gourhan A. (1973), Milieu et techniques, Albin Michel, Paris.
-
Lesky A. (1985), Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.
-
Liddell H. – Scott R. (1925), Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ιω. Σιδέρης, Αθήνα.
-
Λουκάτος Δ. (1998), «Η Λαογραφία: Ερευνητικός πυρήνας στις σύγχρονες (ομόκεντρες αλλά ευρύτερες) επιστήμες της Ανθρωπολογίας, Εθνολογίας και Εθνογραφίας», Λαογραφία 38, σ. 15-25.
-
Marinatos S. (1970), «Further discoveries at Marathon», AAA ΙΙΙ, 3, σ. 349-366.
-
Markovits A. (1930), «Περί της βιομηχανίας του πυριτίου κατά τα τελευταία 500 έτη», Πρακτικά της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, σ. 44-50.
-
Mc Donald W., Coulson W., Rosser J. (1983), Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Dark Age and Byzantine Occupation, τόμ. 3, Minnesota.
-
Μαστροκώστας Ε. (1972), «Η κόρη Φρασίκλεια Αριστίωνος του Παρίου και Κούρος μαρμάρινος ανεκαλύφθησαν εν Μυρρινούντι», AAA V, 2, σ. 298-324.
-
Matzanas Ch. (1995), Etude du débitage des roches dans les industries du Paléolithique Inférieur de la Caune de l’ Arago, d’après l’étude des nucléus. Thèse de doctorat, Muséum National d’Histoire Naturelle, Paris.
-
Ματζάνας Χ. (1997). «Πλατιάνα», ΑΔ 52, Β1 – Χρον., σ. 261-262.
-
Ματζάνας Χ. (1998-2000), «Λαϊκή παραδοσιακή πρακτική στο σκόπιμο άναμμα φωτιάς», Λαογραφία ΛΘ', σ. 85-98.
-
Ματζάνας Χ. (1999), «Πειραματική Αρχαιολογία: Διάνοιξη οπής σε εργαλεία λειασμένου λίθου», Αρχαιολογία και Τέχνες 70, σ. 59-66.
-
Ματζάνας, Χ. (1999α), «Άναμμα φωτιάς με τριβή. Εθνοαρχαιολογική, φιλολογική και πειραματική προσέγγιση», Corpus 10, σ. 60-70.
-
Ματζάνας Χ. (1999β), «Τέχνεργα αποκρουσμένου λίθου από το Ψάρι Τριφυλίας και η εξέλιξη των λιθοτεχνιών της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Δ. Πελοπόννησο», ΑΔ 54, σ. 1-50.
-
Ματζάνας Χ. (2000), «Άναμμα φωτιάς με κρούση. Φιλολογική, εθνοαρχαιολογική και πειραματική προσέγγιση προβιομηχανικών μεθόδων», Corpus 20, σ. 42-53.
-
Ματζάνας Χ. (2001), «Κατασκευή ξύλινου κόθρου (ζεύγλας): Eθνοαρχαιολογική και πειραματική προσέγγιση», Εθνολογία 8, σ. 5-34.
-
Ματζάνας Χ. (2001α), «Πειραματική λάξευση πυριτολίθου: μέθοδοι και τεχνικές», Corpus 30, σ. 56-69.
-
Ματζάνας Χ. (2001β), «Εισαγωγή στην πειραματική λάξευση των πυριτικών λίθων», Αρχαιολογία και Τέχνες 78, σ. 59-66.
-
Ματζάνας Χ. (2001γ), «Η χρήση του συμπαγούς τρυπάνου στη διάτρηση της πέτρας. Πειραματική προσέγγιση», Αρχαιολογία και Τέχνες 81, σ. 71-75.
-
Ματζάνας Χ. (2000-2001), «Μέθοδοι και τεχνικές αποκρουσμένου λίθου κατά την Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα», Περίαπτο 3, σ. 57-65.
-
Mayor A. (2000), The first fossil hunters. Paleontology in Greek and Roman times, Princeton University Press.
-
Μελέντης Ι. (1970), Μαθήματα ορυκτολογίας, Α. Κρυσταλλογραφία, Αθήνα.
-
Moctezuma E.M. κ.ά. (1988), Οι Αζτέκοι - Αρχαίοι θησαυροί του Μεξικού, Κατάλογος έκθεσης στο ΕΑΜ (16.5-21.6.1988), Αθήνα.
-
Moundrea-Agrafioti Α. (2008), «Neolithic and Early Bronze Age Flaked Industry of Ayios Dhimitrios (Lepreo)», στο Zachos K., Ayios Dhimitrios, Α Prehistoric Settlement in the Southerestern Peloponessos: The Neolithic and Early Helladic Periods, BAR International Series 1770, σ. 231-266.
-
Μπόνιας Ζήσης (1998), Ένα αγροτικό ιερό στις Αιγιές Λακωνίας, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 62.
-
Μπούρας Χ. (1990), Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
-
Μυλωνάς Γ. (1928), Η Νεολιθική εποχή εν Ελλάδι, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 24.
-
Murray J. κ.ά. (1905), A New English Dictionary on Historical Principles, Clarendon Press, Oxford.
-
Ντούμας Χ. (1965), «Κορφή τ’ Αρωνιού», ΑΔ 20 Α΄, σ. 41-64.
-
Οικονομοπούλου Α. (2004), Το «δέσιμο» και το «λύσιμο» του γαμπρού στη λαϊκή παράδοση της Ολυμπίας (η ιατρική τους ερμηνεία), Ολυμπιακή Εστία, σ. 257-311.
-
Ορλάνδος Α. (1955), Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 2, Αθήνα.
-
Παντελίδου Γκόφα Μ. (1991), «Κεραμικά εργαλεία», ΑΕ 130, σ. 1-13.
-
Παπακωνσταντίνου Ε.Σ. (1998), «Η Μέση Παλαιολιθική τεχνολογία στο Ασπροχάλικο: Παρουσίαση της «μεθόδου του Ασπροχάλικου», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου «Άνθρωπος και Σπηλαιοπεριβάλλον», Αθήνα, σ. 23-28.
-
Παπατσαρούχα Ε. (2000), «Μιδέα, μια ισχυρή μυκηναϊκή ακρόπολη μεταξύ Μυκηνών και Τίρυνθας», Corpus 17 (2000), σ. 8-11.
-
Παπαχατζής Ν. (1987), Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
-
Perlès C. (1987), Les industries lithiques taillées de Franchti, Argolide-Grèce, τόμ. 1, Présentation générale et industries paléolithiques (Excavations at Franchthi Cave, fascicule 3), Indiana University Press, Bloomington Indianapolis.
-
Phelps W., Varoufakis G., Jones R.E. (1979), Five cooper axes from Greece, BSA 74, σ. 175-184.
-
Pollitt J.J. (1986), Art in the Hellinistic Age, Cambridge University Press.
-
Poursat J.C. (1996), «Artisans Minoens: les maisons-ateliers du Quartier Mu», Etudes Crétoises 32.
-
Renfrew C., Cann J.R., Dixon J.E. (1965), «Obsidian in the Aegean», BSA 60, σ. 225-242.
-
Ridley C., Wardle K.A., Mould C.A. (2000), Servia I, BSA, Suppl., τόμ.32.
-
Runnels C.N. (1982), «Flaked – Stone Artifacts in Greece during the Historical Period», JFA 9, σ. 363-373.
-
Runnels C.N. (1988), «The flake obsidian artifacts», στο Cambitoglou A., Birchall A., Coulton J.J., Green J. R. (επιμ.), Zagora II. Excavation of a geometric town on the island of Andros, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, σ. 245-249, Αθήνα.
-
Runnels C., Pullen D., Langdon S. (1995), Artifact and Assemblage, τόμ. 1, California.
-
Σακελλαράκης Γ. (1979), Το ελεφαντόδοντο και η κατεργασία του στα μυκηναϊκά χρόνια, Αθήναι.
-
Sandars K.N. (1968), Prehistoric Art in Europe, Penguin, London.
-
Schiering W. (1991), Die Werkstatt des Pheidias in Olympia, Walter de Gruyter, Berlin-New York.
-
Σιμόπουλος Κ. (1975), Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1800-1810, τόμ. Γ1, Αθήνα.
-
Σιμόπουλος Κ. (1976), Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1700-1800, τόμ. Β, Αθήνα.
-
Σκιάς Α.Ν. (1898), «Πανάρχαια ελευσινιακή νεκρόπολις», ΑΕ, σ. 29-122.
-
Sordinas A. (1969), «Investigations of the Prehistory of Corfu during 1964-1966», Balkan Studies 10, σ. 393-424.
-
Stordeur D. (1987), «Manches et emmanchements préhistoriques: quelques propositions préliminaires», στο D. Stordeur (επιμ.), La main et l’outil:manches et emmanchements préhistoriques, TMO 15, Lyon, σ. 11-30.
-
Stuart G. (1998), «Τεοτιουάκαν, οι αινιγματικές πυραμίδες του Μεξικού», Γαιόραμα-Experiment 25, σ. 86-117.
-
Tixier J., Marmier F., Trécolle G. (1976), Le campement préhistorique de Bordj Mellala, Ouargla, Algérie, Editions du Cercle de Recherches et d’Etudes Préhistoriques, Paris.
-
Torrence R. (1991), «The Chipped Stone», στο Cherry J.F., Davis J.L., Mantzourani E. (επιμ.), Landscape Archaeology as Long-Term History. Northern Keos in the Cycladic Islands, Los Angeles, σ. 173-198.
-
Treuil R. (1983), Le néolithique et le Bronze ancien Egéens. Les problèmes stratigraphiques et chronologiques, les techniques, les homes, Ecole Française d’Athènes.
-
Trigger B. (2005), Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
-
Τσούντας Χ. (1908), Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, Αθήναι.
-
Warren P. (1969), Minoan Stone Vases, Cambridge.
-
Weber H. (1944), «Eisengerät», Olympische Forschungen I, σ. 166-171.
-
Whittaker J. (1996), «Athkiajas: a Cypriot Flintknapper and the Threshing Sledge Industry», Lithic Technology 21/2, σ. 108-120.
-
Φροντιζί-Ντυκρού Φρ. (2002), Ο Δαίδαλος. Η Μυθολογία του τεχνίτη στην Αρχαία Ελλάδα, Ολκός, Αθήνα.
-
Φωτιάδης Μ. (2003), «Η συλλογή προϊστορικών αρχαιοτήτων στην Ελλάδα την εποχή πριν από το Σλίμαν», Αρχαιολογία και Τέχνες 86, σ. 8-13.
-
Χατζή-Σπηλιοπούλου Γ. (1991), Ταφικοί πίθοι στην Ηλεία κατά τον 4ον αι. π.Χ. και στους Ελληνιστικούς χρόνους, Αρχαία Ηλεία και Αχαΐα, Μελετήματα 13, Ριζάκης Α.Δ. (εκδ.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας, Αθήνα, σ. 351-363.
-
Ψαροπούλου Μ. (1990), Τελευταίοι τσουκαλάδες του Ανατολικού Αιγαίου, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο.
-
Zachos K. (2007), The Neolithic Background: A Reassessment, στο Day P., Doonan R. (επιμ.), Metallurgy in the Early Bronze Age Aegean, Oxford, σ. 168-206.