Το χωριό Αμνάτος Ρεθύμνου βρίσκεται σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από την ιστορική Μονή Αρκαδίου (εικ. 1) (σημ. 1). Περιστοιχίζεται από πλούσιο φυσικό περιβάλλον και έχει άπλετη θέα προς το Κρητικό Πέλαγος και τον Ψηλορείτη. Περιδιαβαίνοντας τα στενά δρομάκια του (εικ. 2-3), νιώθεις το χρόνο να έχει σταματήσει και ταξιδεύεις σε εποχές αλλοτινές. Μπαίνοντας στα καλοδιατηρημένα καστρόσπιτά του, με τα περίτεχνα αψιδωτά θυρώματα (εικ. 4), συναντάς ανθρώπους φιλόξενους, που σου μιλούν με περηφάνια για τον τόπο τους και σε ταξιδεύουν, με τις ιστορίες τους, σε καιρούς περασμένους.

Το τοπωνύμιο Αμνάτος είναι πιθανότατα προελληνικό, ενώ σε αρχαία επιγραφή απαντά το κύριο όνομα «Άμνατος» (σημ. 2). Ο περιηγητής Sieber ταυτίζει την Αμνάτο με την αρχαία πόλη «Τριπόδω» (σημ. 3), η ύπαρξη της οποίας αμφισβητείται (σημ. 4). Οι εκτεταμένοι, πάντως, λιθοσωροί (εικ. 5-7) και οι πυκνές επιφανειακές συγκεντρώσεις ελληνορωμαϊκών και κυρίως βυζαντινών οστράκων στο λόφο «Ελληνικά» ή «Περισσάκια» (σημ. 5) επιβεβαιώνουν την εντατική κατοίκηση της περιοχής, τουλάχιστον κατά τους χρόνους αυτούς. Στην κορυφή και στο νοτιοανατολικό πρανές του ίδιου λόφου είναι ακόμη και σήμερα ορατά κάποια λιγοστά, πολύ αποσπασματικής διατήρησης, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καθώς και ελάχιστοι κατεστραμμένοι και συλημένοι κιβωτιόσχημοι και λαξευτοί τάφοι των ελληνορωμαϊκών πιθανότατα χρόνων (εικ. 8-11) (σημ. 6). Οι Hood, Warren και Cadogan που επισκέφθηκαν τα «Περισσάκια» στις 22 Αυγούστου 1962 εντόπισαν στο πλάτωμα του λόφου, σε μία έκταση διαστάσεων 200×100 μ., πλήθος κλασικών, ελληνιστικών, ρωμαϊκών και μεσαιωνικών οστράκων, άφθονο αρχαίο δομικό υλικό, κυρίως αδρά επεξεργασμένους δόμους και κεραμίδες, πυραμιδόσχημα υφαντικά βάρη, λίθινα εργαλεία άλεσης δημητριακών και σύνθλιψης ελαιοκάρπου, δύο πήλινα σφαιρίδια, τα οποία ερμήνευσαν ως πιθανές ενδείξεις για την ύπαρξη ιερού κάπου στη βόρεια απόληξη του λόφου, καθώς και δύο λαξευτούς ελληνορωμαϊκούς τάφους στην ανατολική παρυφή του (εικ. 12) (σημ. 7). Όταν, λίγα χρόνια μετά, ο Sanders αναζήτησε τα παραπάνω αρχαία λείψανα, αυτά είχαν ήδη καταστραφεί από την καλλιέργεια, τη συνεχή απόσπαση οικοδομικού υλικού και τις αλλεπάλληλες συλήσεις (σημ. 8).

Πληροφορίες για τον οικισμό κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή δεν υπάρχουν (σημ. 9). Οι πρώτες αναφορές σε αυτόν απαντούν στις απογραφές των Barozzi (1577), Καστροφύλακα (1583) και Basilicata (1630) (σημ. 10). Η πιθανότητα, όμως, να είναι το τοπωνύμιό του προελληνικό, σε συνδυασμό με την ισχυρή παρουσία των ελληνορωμαϊκών και βυζαντινών καταλοίπων στα «Περισσάκια», οδηγούν στην υπόθεση ότι η περιοχή κατοικείται συνεχώς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Κατά τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) αναπτύχθηκε, στις βόρειες παρυφές του σημερινού χωριού, ο μικρός οικισμός του Αγίου Ιωάννη Αμνάτου. Με την πάροδο του χρόνου, δημιουργήθηκε στα νότια, στη φυσικά οχυρωμένη θέση «Σκάλωμα», ένας ακόμη αμυντικός οικισμός που ενσωματώθηκε στον προηγούμενο. Το τμήμα αυτό με τον έντονα οχυρωματικό χαρακτήρα αποτέλεσε τον πυρήνα της νεότερης Αμνάτου, με τη φρουριακή διαμόρφωση και τον κυκλοτερή, εσωστρεφή σχεδιασμό της. Γυριστοί στενοί δρομίσκοι χωρίς ορατότητα, φαινομενικά αδιέξοδοι σε αυτόν που δεν ξέρει, συνθέτουν ένα δαιδαλώδες ρυμοτομικό σχέδιο που οργανώνεται σε δεκατέσσερις οικιστικές μονάδες με ισόγεια σπίτια που, καθώς είναι σχεδόν αλληλένδετα μεταξύ τους, διασφάλιζαν την άλλοτε ζωτικής σημασίας μυστική επικοινωνία των κατοίκων (σημ. 11).

Η είσοδος στον οικισμό γινόταν από βόρεια μέσω της «Ξυλόπορτας», ελάχιστα ίχνη της οποίας σώζονται σήμερα. Στο νότιο τμήμα του οικισμού διακρίνονται ακόμη τα λείψανα ενός κατακρημνισμένου μεσαιωνικού πύργου (εικ. 13). Λίγο βορειότερα, στο διάβα της σημερινής οδού Αρκαδίου, βρίσκεται ένα «καστρόσπιτο» με στενόμακρες πολεμίστρες στην πρόσοψή του (εικ. 14). Ο τόπος είναι όμως και φυσικά οχυρός, ειδικότερα στα ανατολικά, όπου προστατεύεται από την απόκρημνη πλαγιά του Αράμνου. Εκεί υπήρχε, σύμφωνα με τους ντόπιους, μυστική (δι)έξοδος διαφυγής προς τα ορεινά (σημ. 12). Ο οχυρωματικός χαρακτήρας της Αμνάτου εντυπωσίασε τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών L. Petit (1912-1926), ο οποίος ασχολήθηκε με τη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη του Ξένου, που δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή στα μέσα περίπου του 10ου αιώνα. Ο Petit, λοιπόν, αναφέρει ότι «μετά το χωριό Πηγή, ο Άγιος κατευθύνθηκε προς τα Ανατολικά, προς τα πιο κοντινά γειτονικά μέρη του Οχυρού της Αμνάτου που είχε 270 κατοίκους» (σημ. 13).

Στο χωριό υπήρχε βυζαντινός ναός που, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη. Ο ναός καταστράφηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφήνοντας ως μοναδικό μάρτυρα της ύπαρξής του το τοπωνύμιο «Συνοικία του Άη Γιάννη». Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο δάσκαλος Ιωάννης Κανακάκης, παρακινημένος από ενύπνιο όραμα, έσκαψε πρόχειρα το οικόπεδο που είχε παραχωρήσει η Μονή Αρκαδίου στο χωριό για την ανέγερση σχολείου. Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι στη νότια πλευρά του οικοπέδου η πρόχειρη αυτή εκσκαφή αποκάλυψε τα αρχιτεκτονικά λείψανα μιας δίκλιτης εκκλησίας, την Αγία της Τράπεζα, κάποια λατρευτικά και λειτουργικά σκεύη, που σήμερα έχουν πια χαθεί, καθώς και το σκελετό ενός καθήμενου νεκρού, πρακτική που παραπέμπει σε ενταφιασμό επισκόπου (σημ. 14). Η παραπάνω μαρτυρία δημιουργεί έναν ρομαντικό συνειρμό με όσα γράφει στην Descriptio insulae Cretae (1417) ο Φλωρεντινός μοναχός και λόγιος Chr. Buondelmonti (1385-1430) σχετικά με την επίσκεψή του σε μια επισκοπική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, που συνάντησε στο δρόμο του προς τον Ψηλορείτη, και στην οποία είχε ενταφιαστεί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, κάποιος επίσκοπος (σημ. 15). Ο Buondelmonti πιθανότατα ακολούθησε τη διαδρομή Σταυρωμένος – Άη Γιάννης Αμνάτου – Αρκάδι – Ψηλορείτης, διασχίζοντας τη λεγόμενη «Strada Basilica» των Ενετών, η οποία κατέληγε στην κεντρική πλατεία της Αμνάτου, τον «Βελανιδέ» (σημ. 16). Σήμερα στο χώρο υψώνεται η σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που εγκαινιάστηκε το 1973 (σημ. 17) και που για την ανοικοδόμησή της καθαιρέθηκαν, από άγνοια, τα κατάλοιπα του παλαιότερου ναού.

Νοτιοδυτικά της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, στην πλατεία του «Βελανιδέ», υψώνεται, στεντόρειος και συνάμα βουβός μάρτυρας της ιστορίας του τόπου, η φημισμένη «Πύλη της Αμνάτου» (εικ. 15). Η πύλη έχει αετωματική επίστεψη, το τύμπανο της οποίας κοσμείται με έξεργο μονοκέφαλο αετό στραμμένο στα δεξιά, εκατέρωθεν του οποίου έχουν χαραχτεί τα γράμματα Ζ. και S. Δύο δωρικοί ημικίονες που πατούν σε πεσσούς στηρίζουν επιστύλιο με την επιγραφή «INITIUM SAPIENTI<Α>E TIMOR DOMINI»: «Αρχή Σοφίας, Φόβος Κυρίου» (εικ. 16, 17) (σημ. 18). Τα δύο τριγωνικά διάχωρα που σχηματίζονται πάνω από το τόξο της εισόδου κοσμούνται με ρόδακα ενώ το κέντρο του τόξου με λεοντοκεφαλή. Σύμφωνα με τον G. Gerola η πύλη κοσμούσε τη νοτιοανατολική πλευρά του «μεγάρου» της γνωστής βενετσιάνικης οικογένειας των Sanguinazzo καθώς ο θυρεός φέρει το έμβλημά τους (σημ. 19). Η ταυτότητα του κτιρίου στο οποίο ανήκε η πύλη εξακολουθεί, πάντως, να αποτελεί μια πρό(σ)κληση για τους ειδικούς (σημ. 20).

Νοτιοδυτικά της πύλης βρίσκεται η μονόκλιτη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας (σημ. 21) με τις ασβεστωμένες σήμερα τοιχογραφίες της (εικ. 18), μάρτυρας και αυτή της βενετσιάνικης Αμνάτου, όπως και οι περισσότερες από τις κατοικίες της με τους θόλους, τις περίτεχνες καμινάδες, τα πέτρινα φουρούσια και τις χαρακτηριστικές πετρόκτιστες καμάρες (σημ. 22). Στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας κατέφυγαν, όπως μας πληροφορεί ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής στο έμμετρο χρονικό «Διήγησις διά στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» (1645-1669), οι «καλογράδες» από το κοντινό μοναστήρι του Μερκούρη για να γλιτώσουν από τους Τούρκους (σημ. 23). Το μικρό αυτό, γυναικείο τότε, μοναστήρι με την εκκλησία της Παναγίας, που βρίσκεται στο δρόμο από την Αμνάτο για το Αρκάδι, ανήκε (σημ. 24) στη Μονή Αρκαδίου ήδη από τους χρόνους αυτούς. Σήμερα σώζονται ερείπια των προσκτισμάτων του (εικ. 19, 20), ενώ πρόσφατα άγνωστοι απέσπασαν το βενετσιάνικο αψιδωτό θύρωμα της εισόδου, στερώντας από το μνημείο ένα σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας (εικ. 21, 22).

Στα χρόνια της Ενετοκρατίας ιδρύθηκε στην περιοχή του Αράμνου ελληνικό σχολείο, γνωστό ως «Σχολή Αρκαδίου», που καταστράφηκε το 1866. Εκεί φοίτησαν μοναχοί της ομώνυμης Ιεράς Μονής και παιδιά από τα γύρω χωριά. Το σχολείο επαναλειτούργησε στην συνοικία του Άη Γιάννη μετά το 1878 (σημ. 25).

Μεγάλη ήταν η συμβολή των κατοίκων της Αμνάτου στην επανάσταση του 1866 και στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, και για το λόγο αυτό οι Τούρκοι κατέκαψαν το χωριό. Από την έκρηξη της πυριτιδαποθήκης του Αρκαδίου σώθηκε μονάχα η αμνατσανή Ελένη Λουκάκη ή Σφακιαναντώναινα, μικρό παιδί τότε, η οποία μετέφερε στις επόμενες γενιές τις εναγώνιες στιγμές της ηρωικής αυτοθυσίας. Στην ιστορία πέρασε και η Χαρίκλεια Δασκαλάκη ή Δασκαλοχαρίκλεια (εικ. 23), η ψυχή της άμυνας του Αρκαδίου, που έχασε στον Κρητικό Aγώνα και τους τρεις γιους της. Προτομή της έχει στηθεί στην πλατεία του χωριού (εικ. 24) (σημ. 26).

Οι Τούρκοι κατακτητές κατέλαβαν τα βενετσιάνικα σπίτια της Αμνάτου και η πάλαι ποτέ βενετσιάνικη συνοικία (εικ. 25) μετονομάστηκε σε «Κονάκια» ή «Αγαδικά». Πλάι στο μεσαιωνικό πύργο, με το οικοδομικό υλικό του, χτίστηκε τζαμί που αργότερα μετατράπηκε σε κατοικία. Το 1834 ο Άγγλος περιηγητής R. Pashley, ερχόμενος από το Αρκάδι στην Αμνάτο, αντίκρισε τον μιναρέ που υψωνόταν πάνω από τις στέγες των σπιτιών τα οποία κατοικούνταν, όπως ο ίδιος αναφέρει, κυρίως από μωαμεθανούς. Ο Pashley, διασχίζοντας την Αμνάτο, συνάντησε αρκετά βενετσιάνικα σπίτια και εντυπωσιάστηκε από το «μέγαρο» της κεντρικής πλατείας με την ενεπίγραφη πύλη (σημ. 27).

Στο πρώτο μισό του 20ού αι. οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που ταλάνισαν τη χώρα ανάγκασαν πολλούς κατοίκους της Αμνάτου να ακολουθήσουν το δρόμο της ξενιτιάς για την Αμερική και την Αίγυπτο. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας το σχολείο (εικ. 26) μετατράπηκε σε κατάλυμα των κατακτητών (σημ. 28).

Μια περιδιάβαση στον οικισμό και τη γύρω περιοχή ολοκληρώνει την εμπειρία του επισκέπτη συναισθηματικά και βιωματικά. Οι σκόρπιες αρχαιότητες, οι ιστορικές μνήμες, τα παλαιά ερειπωμένα σπίτια, που συμπορεύονται με τα σύγχρονα, οι άνθρωποι, το τοπίο, διαμορφώνουν μιαν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Σήμερα η Αμνάτος επιδιώκει την ανασύσταση της φυσιογνωμίας της και φαίνεται να τα καταφέρνει χάρη στον δραστήριο πολιτιστικό της σύλλογο και την αγάπη των λιγοστών κατοίκων της. Στο χωριό λειτουργούν λαογραφικό (εικ. 27, 28) και σχολικό μουσείο (εικ. 29, 30), αξιόλογοι χώροι προφύλαξης νοσταλγικών αναμνήσεων.

Σαν μια αγιογραφία που κρατιέται απεγνωσμένα από τον νοτισμένο τοίχο μιας βυζαντινής εκκλησίας, ξεθωριασμένη από την αδυσώπητη φθορά του χρόνου και πληγωμένη από τα χέρια των αδαών, έτσι και η Αμνάτος αγωνίζεται για την περιφρούρηση της ταυτότητάς της και διεκδικεί τη θέση που της αξίζει ανάμεσα στους τόπους της Κρήτης με ιστορική και λαογραφική αξία.

 

Μιχάλης Μιλιδάκης, Αρχαιολόγος

Δέσποινα Σκάρπα, Φιλόλογος

Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολόγος

 

* Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη της γιαγιάς Ειρήνης Μπροτζάκη από την Αμνάτο. Ευχαριστούμε θερμά την Αγγελική Μπροτζάκη-Σκάρπα, τη Μαρίνα Κανακάκη, το Γιώργη Κανακάκη και την Αναστασία Σούλιου για την πολύτιμη βοήθειά τους.