Τα οστά ζώων και τα κελύφη των κοχυλιών, λόγω της σύστασής τους, διατηρούνται στο χώμα για πολλές χιλιετίες και αποτελούν μερικά από τα πιο κοινά ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Τέτοιου είδους ευρήματα δίνουν πληροφορίες για το αρχαίο περιβάλλον, την οικονομία αλλά και τις γαστριμαργικές συνήθειες των ανθρώπων. Καθώς οστά και όστρεα αποτελούν συνήθως κατάλοιπα γευμάτων, μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις και συνήθειες που αναπτύσσονταν γύρω από το φαγητό, τόσο το καθημερινό, όσο και το επίσημο, των ιδιαίτερων περιστάσεων.
Στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα, ζωικά κατάλοιπα και πλήθος ζωόμορφων ειδωλίων που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές ανοίγουν ένα παράθυρο στον μινωικό κόσμο γύρω στο 1700 π.Χ., και μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε ποικίλες όψεις των σχέσεων των ανθρώπων με τα ζώα. Εκτός από τα παραπάνω, δηλαδή τις οικονομικές πρακτικές που αναπτύσσονταν στον ποιμενικό, γεωργικό και αλιευτικό χώρο γύρω από τον Βρύσινα, ο ρόλος των ζώων στη λατρεία και στην κοσμοθεωρία των Μινωιτών είναι μια σημαντική όψη αυτών των σχέσεων.
Τα ζώα
Στην παλαιότερη ανασκαφή στον Βρύσινα, του 1973-74, συλλέχθηκαν αρκετά οστά θηλαστικών, ψαριών και ένα όστρεο. Τα περισσότερα είναι σπασμένα σε πολύ μικρά θραύσματα, και μάλιστα κάποια φέρουν ίχνη κοπής, σημάδια από μαχαίρι ή άλλο κοπτικό εργαλείο, με τα οποία διαμελίστηκαν τα σφάγια στο παρελθόν και χωρίστηκαν σε μερίδες. Αρκετά είναι καμένα, καστανά ή μαύρα. Το είδος και η κατανομή των ιχνών καύσης υποδηλώνουν ότι αυτά δεν παρήχθησαν κατά το μαγείρεμα. Αντίθετα φαίνεται ότι τα οστά ρίχτηκαν στη φωτιά μετά το τέλος του γεύματος. Οι παραπάνω μαρτυρίες δείχνουν ότι τα ζώα στο ιερό κορυφής καταναλώνονταν βρασμένα ή μαγειρεμένα σε χύτρες, κομμένα σε μικρές, ατομικές μερίδες. Η παρουσία πολλών και μεγάλων χυτρών, σύμφωνα με τη Γεωργία Κορδατζάκη, επιβεβαιώνει αυτή την εικόνα. Οι μεγάλες χύτρες και τα μικρά κομμάτια κρέατος ίσως υποδηλώνουν το μαγείρεμα και το μοίρασμα του φαγητού σε πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, όπως γίνεται και σήμερα σε γάμους και πανηγύρια στη Κρήτη.
Τα οστά προέρχονται, κατά σειρά αφθονίας καταλοίπων, από αίγες, πρόβατα, χοίρους, αγελάδες, σκύλους, από έναν μεγάλο ροφό και από ένα ακόμη μεγάλο αδιάγνωστο ψάρι. Βρέθηκε επίσης ένα όστρεο πορφύρας του είδους Thais haemastoma. Οι αίγες και τα πρόβατα μαζί κυριαρχούν στο σύνολο, αν και οι αίγες φαίνεται να καταναλώνονταν με μεγαλύτερη συχνότητα από τα πρόβατα. Είναι ενδιαφέρον ότι έχουν βρεθεί αρκετά οστά νεογέννητων αιγοπροβάτων, γεγονός που προσδιορίζει και την εποχή της κατανάλωσής τους, κάπου στις αρχές της άνοιξης. Οι αγελάδες και τα χοιρινά που καταναλώθηκαν στον Βρύσινα ήταν όλα ενήλικα ζώα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα οστά σκύλων. Ένα μάλιστα εξ αυτών φέρει ίχνη διαμελισμού, γεγονός που μαρτυρά την κατανάλωση των σκύλων στη συγκεκριμένη εποχή και περιοχή. Τα κατάλοιπα των ψαριών και το μοναδικό όστρεο αντιπροσωπεύουν τις θαλάσσιες τροφές.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ζώα που καταναλώθηκαν στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα, στις τελετουργίες και τα γεύματα που αποτελούσαν ενδεχομένων μέρος τους, δεν διαφέρουν από αυτά που καταναλώνονταν και στους γειτονικούς οικισμούς. Ανάλυση οστών από το ΜΜ Χαμαλεύρι, στις βόρειες υπώρειες του Βρύσινα, και από το Μοναστηράκι, στην κοιλάδα του Αμαρίου νοτιοδυτικά, δείχνουν ότι τα ίδια είδη, σε παρόμοιες αναλογίες, καταναλώνονταν και στα καθημερινά γεύματα των ανθρώπων. Η μόνη αξιοσημείωτη διαφορά είναι ενδεχομένως η συχνότητα κατανάλωσης αγελαδινού κρέατος. Η συχνότητα αυτή είναι αρκετά υψηλότερη στους οικισμούς σε σχέση με το ιερό κορυφής. Το γεγονός δε ότι η μειωμένη κατανάλωση βοοειδών συνδυάζεται με την κυρίαρχη παρουσία των βοοειδών μεταξύ των πήλινων ειδωλίων γεννά ερωτήματα ως προς τους δεσμούς μεταξύ αγροτικής οικονομίας και θρησκείας.
Βοσκοί, γεωργοί και ψαράδες προσκυνητές
Αν θεωρήσουμε ότι οι προσκυνητές επέλεξαν να φέρουν στον Βρύσινα τροφές και αναθήματα που είχαν μια σημασία γι’ αυτούς, και που πιθανόν αντανακλούσαν τον τρόπο ζωής και τα ενδιαφέροντά τους, θα μπορούσαμε αντιστρόφως να αναζητήσουμε αυτούς τους προσκυνητές μέσα από τις προσφορές τους.
Στα οστά ζώων, και ειδικά των αιγών και των προβάτων, βλέπουμε ξεκάθαρα τον κτηνοτροφικό χώρο που εκτεινόταν στις ακαλλιέργητες πλαγιές του Βρύσινα ή και των πιο απομακρυσμένων βουνών. Αυτή η μαρτυρία όμως προέρχεται μόνο από τα κατάλοιπα των γευμάτων. Μεταξύ των ζωόμορφων ειδωλίων υπάρχουν ελάχιστα ειδώλια αιγοπροβάτων ανάμεσα στα χιλιάδες, κατά τον μελετητή τους Θωμά Τσέλιο.
Βλέπουμε επίσης την αχνή αντανάκλαση του γεωργικού χώρου, μέσα από τα κατάλοιπα των βοοειδών αλλά και των χοίρων. Οι αγελάδες και τα βόδια χρησιμοποιήθηκαν από πολύ νωρίς ως ζώα εργασίας και η χρήση τους στις αγροτικές εργασίες επέφερε σημαντική βελτίωση της παραγωγής. Άλλωστε η εκτροφή τους, σε ένα περιβάλλον όπως αυτό της Κρήτης, προϋποθέτει την ύπαρξη αγροτικών υπο-προϊόντων, όπως το άχυρο, για το τάισμά τους. Το ίδιο ισχύει και για τους χοίρους, ζώα που συμβιώνουν με τον άνθρωπο και μεγαλώνουν εύκολα με τα περισσεύματα του τραπεζιού και της σοδειάς. Ωστόσο μεταξύ των ειδωλίων δεν υπάρχουν ειδώλια χοίρων, ενώ σχεδόν το 99% των ειδωλίων αναπαριστούν βοοειδή. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο αυτός ο διαφορετικός τρόπος έκφρασης του γεωργικού και του κτηνοτροφικού χώρου στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα έχει να κάνει με τη σχετική τους σπουδαιότητα για τους κατοίκους της περιοχής. Αν η γεωργική παραγωγή θεωρούνταν πολύ σημαντική σ’ αυτή την εποχή και τα βοοειδή πολύτιμα ίσως να επέλεγαν να μην τα σφάζουν σε μεγάλη κλίμακα στα πλαίσια των τελετουργιών αλλά να αναθέτουν στη θέση τους χιλιάδες ειδώλια.
Επίσης σημαντική στο Iερό Kορυφής του Βρύσινα είναι η παρουσία του παράκτιου θαλάσσιου χώρου, μέσα από τα κατάλοιπα των ψαριών και το κοχύλι. Το κοχύλι τις πορφύρας μάλιστα συνδέεται πιθανόν με τη νέα τέχνη της «πορφυρικής» που φαίνεται να αναδύεται αυτή την εποχή στην Κρήτη. Τον ίδιο χώρο ίσως αντιπροσωπεύει και ένα ένθετο ειδώλιο της φώκιας, που κατά την Ίριδα Τζαχίλη δεν φαίνεται να έχει παράλληλα αλλού. Ο κόσμος της θάλασσας φαίνεται ότι ήταν παρών σε διάφορα ιερά, όπως στον Τραόσταλο, στον Κόφινα και στα Κύθηρα, με τη μορφή κοχυλιών, ομοιωμάτων σκαφών, ειδωλίων ψαριών και βοτσάλων.
Δήμητρα Μυλωνά
Αρχαιοζωολόγος
The Kalaureia Research Programme
The Swedish Institute of Athens