Μετά από 15ετή δικαστική διαμάχη, η Κύπρος θα λάβει πίσω από τη Γερμανία θησαυρούς τέχνης αξίας περίπου 40 εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίοι βρίσκονταν στην Εγκληματολογική Υπηρεσία του κρατιδίου στο Μόναχο από το 1997.
Το Εφετείο του Μονάχου αποφάσισε, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Φιλελεύθερος», την επιστροφή στην Εκκλησία της Κύπρου 173 εκκλησιαστικών κειμηλίων (εικόνες, ψηφιδωτά και τοιχογραφίες κ.ά.), που είχε συλήσει μετά την τουρκική εισβολή, από ναούς και μονές στα κατεχόμενα, ο Τούρκος αρχαιοκάπηλος Αϊντίν Ντικμέν.
Ο Γερμανός καθηγητής βυζαντινολογίας, Γιοχάνες Ντέκερ, απέδειξε ότι τα κειμήλια είναι έργα ταλαντούχων Κυπρίων αγιογράφων. Οι μεγαλύτερες λεηλασίες του Ντικμέν έγιναν στις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση –που αργότερα αγοράστηκαν από το ίδρυμα Μενίλ στο Τέξας και πέρυσι επιστράφηκαν στην Κύπρο– και στα εντοίχια ψηφιδωτά του 6ου αιώνα από τον ναό της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη. Ανάμεσα στα κειμήλια που θα επιστραφούν είναι το περίφημο ψηφιδωτό του Αποστόλου Θωμά από την Κανακαριά, αγιογραφίες από την Παναγία την Αψινθιώτισσα και τοιχογραφίες από την Παναγία Περγαμιώτισσα. Επίσης, με την απόφαση του Εφετείου ο Ντικμέν πρέπει να επιστρέψει στην Εκκλησία της Κύπρου περίπου 90 χιλιάδες ευρώ, που είχαν κατασχεθεί μαζί με τα κειμήλια στο διαμέρισμά του στο Μόναχο από τη Βαυαρική Αστυνομία το 1997.
Το σύνολο των κειμηλίων που είχαν κατασχεθεί ήταν 232. Εξήντα θα παραμείνουν ακόμη στη Γερμανία, καθώς τα περισσότερα είναι αρχαιότητες και ο Γερμανός καθηγητής δεν ήταν ειδικός να γνωματεύσει, ενώ για κάποιες εικόνες δεν αποφάνθηκε με βεβαιότητα για την προέλευσή τους.
Η απόφαση μπορεί να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, αν αυτό δώσει άδεια στον Ντικμέν. Σε αυτή όμως την περίπτωση ο Τούρκος αρχαιοκάπηλος θα πρέπει να καταβάλει εγγύηση περίπου 7,5 εκατ. ευρώ.
Οι λεπτομέρειες
Η κλοπή των έργων τέχνης θυμίζει σενάριο αστυνομικής σειράς: Το 1974, μες στη δίνη των γεγονότων που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή, οι ληστές κατόρθωσαν να φυγαδεύσουν έξω από τη χώρα έναν αξιοσημείωτο αριθμό αντικειμένων τέχνης. Αργότερα, τη δεκαετία του ’90, ο πάλαι ποτέ Ολλανδός λαθρέμπορας Michel van Rijn, ο οποίος στο μεταξύ συνδράμει διεθνείς υπηρεσίες στη διαλεύκανση υποθέσεων που αφορούν την κλοπή έργων τέχνης, οδήγησε τους Βαυαρούς αστυνομικούς στα ίχνη του πρώην συνεργού του Ντικμέν.
Στο διαμέρισμα του Ντικμέν, στο Μόναχο, βρέθηκαν το 1997 περισσότερα από 200 αντικείμενα τέχνης, αξίας 40 εκατομμυρίων ευρώ: τοιχογραφίες, βυζαντινές εικόνες και ψηφιδωτά του 6ου και 7ου αι. μ.Χ. Μεταξύ αυτών και ένα με παράσταση του Απόστολου Θωμά χρονολογούμενο το 525 μ.Χ., από εκκλησία των κατεχόμενων της Κύπρου. Αφού κατασχέθηκαν, οι θησαυροί μεταφέρθηκαν στην Εγκληματολογική Υπηρεσία του κρατιδίου της Βαυαρίας. Το Υπουργείο Εξωτερικών είχε αρνηθεί αρχικά την παράδοση των έργων τέχνης στην Κύπρο, έως ότου διασαφηνιστεί η προέλευσή τους. Με άλλα λόγια, για την επιστροφή τους έπρεπε πρώτα να αποδειχτεί για κάθε αντικείμενο ότι είχε συληθεί και μεταφερθεί εκτός Κύπρου παράνομα.
Η διαδικασία αυτή χρειάστηκε έξι ολόκληρα χρόνια ώσπου να ολοκληρωθεί. Στο τέλος, αποφασίστηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των έργων τέχνης θα επιστρέφονταν στη Δημοκρατία της Κύπρου και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της. Ο Ντικμέν όμως άσκησε έφεση: Η ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί εναντίον του είχε ακυρωθεί λόγω παραγραφής, και ο ίδιος, που ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι είχε αποκτήσει νόμιμα τα έργα τέχνης, επέμενε στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του.
Η έφεση απορρίφθηκε από το Εφετείο του Μονάχου καθώς η προέλευση των περισσότερων από τους 214 θησαυρούς τέχνης είχε διασαφηνιστεί. Το ερώτημα που παραμένει ανοικτό, ωστόσο, είναι τι θα γίνει με τα προϊστορικά αντικείμενα, των οποίων η προέλευση δεν είναι εύκολο να επιβεβαιωθεί. Όπως παρατήρησε ο προεδρεύων δικαστής Στέφαν Άντορ: «Υπάρχει φυσικά πάντα το ερώτημα: Ανήκουν στην Κύπρο, σύμφωνα με το νόμο;» Ο Άντορ εξηγεί πως υπάρχει ένας νόμος του 1930, σύμφωνα με τον οποίο αντικείμενα που βρέθηκαν σε κυπριακό έδαφος ανήκουν στο κράτος – παρ’ όλα αυτά ο χρόνος εύρεσής τους δεν έχει εξακριβωθεί. Για να γίνει αυτό, θα χρησιμοποιηθούν και αυτόπτες μάρτυρες.
Εδώ τίθεται και ένα πολιτικό ερώτημα, το εάν ο νόμος του 1930 μπορεί να εφαρμοστεί για τα αντικείμενα που κλάπηκαν στα κατεχόμενα, τα οποία ανακηρύχτηκαν μεν το 1983 από την Τουρκία σε Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, όχι όμως και από τα Ηνωμένα Έθνη. Το δικαστήριο είχε επίσης αμφιβολίες ως προς την ικανότητα δικαίου της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Εξ ου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια ενιαία κρατική οντότητα, της οποίας ο νόμος του 1930 ισχύει και για το βόρειο τμήμα του νησιού.