Τι κάνει τα βυζαντινά αρχαία του σταθμού «Βενιζέλου» στο υπό κατασκευή μετρό της Θεσσαλονίκης τόσο μοναδικά, που έχουν προκαλέσει «πόλεμο» μεταξύ αρχαιολόγων από τη μία και κατασκευάστριας εταιρείας και Πολιτείας από την άλλη, έκτακτη συνεδρίαση στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης και συλλογή πολλών υπογραφών; Υπάρχει λύση στο πρόβλημα της διατήρησής τους, όπου βρέθηκαν;
Το θέμα προέκυψε πρόσφατα μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου —η οποία έγινε υπουργική απόφαση— για τη μεταφορά των σημαντικότατων βυζαντινών αρχαιοτήτων από τον σταθμό «Βενιζέλου» στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη δυτική Θεσσαλονίκη. Κύριο αίτιο της απόφασης είναι οι τεχνικοί και οικονομικοί λόγοι που, κατά την Αττικό Μετρό, καθιστούν αδύνατη τη συνύπαρξη αρχαιοτήτων και έργου.
«Η λύση της συνύπαρξης είναι εφικτή και αναγκαία» λένε οι αρχαιολόγοι —και όχι μόνον— που υποστηρίζουν ότι η αξία των ευρημάτων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το σημείο εύρεσής τους.
Το γιατί εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, που εξαρχής πήρε θέση για το ζήτημα.
«Στον σταθμό Βενιζέλου βρέθηκε ένα μοναδικό σύνολο, η “καρδιά” της κοσμικής Θεσσαλονίκης, της δεύτερης σημαντικότερης πόλης της βυζαντινής αυτοκρατορίας: η πλακόστρωτη μέση οδός ή λεωφόρος των βυζαντινών χρόνων, που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση σε μήκος 75 μέτρων κάτω από τη σημερινή Εγνατία, καθώς και η διασταύρωσή της με τον μαρμαρόστρωτο cardo, που βρίσκεται στην κατεύθυνση της σημερινής οδού Βενιζέλου. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιστορικό σταυροδρόμι που επιβιώνει για 16 ολόκληρους αιώνες, από τότε που σχεδιάστηκε στην εποχή του Γαλερίου έως και σήμερα. Έχουν βρεθεί επίσης και τα δημόσια κτίρια που βρίσκονταν στα νότια του δρόμου, με πολλές φάσεις από τον 6ο έως τον 9ο αιώνα μ.Χ. Τα κτίρια αυτά στέγαζαν εμπορικές χρήσεις, καθώς η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο για όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
»Το συγκινητικό είναι ότι ακριβώς αυτή η εμπορική χρήση στην περιοχή διασώζεται τόσο στο Μπεζεστένι, την αγορά των Οθωμανικών χρόνων, που βρίσκεται στο ίδιο σημείο, όσο και στη σημερινή αγορά της πόλης. Έχουμε επίσης τη διαδοχική χάραξη του δρόμου στην ίδια κατεύθυνση, την οποία ακολουθεί σήμερα και η χάραξη της γραμμής του Μετρό» διευκρινίζει η κ. Κουτσούμπα, τονίζοντας την αδιαμφισβήτητη αρχαιολογική και ιστορική αξία των αρχαιοτήτων, ιδιαίτερα καθώς δεν σώζονται πολλά παρόμοια παραδείγματα ορατά ούτε στη Θεσσαλονίκη ούτε στην Κωνσταντινούπολη.
«Στην περίπτωση των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου έχουμε κάτι πολύ περισσότερο: ένα αρχαιολογικό σύνολο σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης, που “συνομιλεί” με το ιστορικό και το σύγχρονο περιβάλλον του. Έχουμε τη μοναδική ευκαιρία, 5 μέτρα κάτω από το οδόστρωμα της σημερινής Εγνατίας να περπατάμε στον δρόμο της εποχής του Ιουστινιανού και 22 μέτρα πιο κάτω να εκτείνεται το πιο σύγχρονο έργο, το μετρό της Θεσσαλονίκης. Ο δρόμος κάτω από τον δρόμο, το αρχαίο δημόσιο έργο εντός του σύγχρονου δημόσιου έργου, αυτό είναι κάτι το ξεχωριστό. Και μπορεί να δώσει στη Θεσσαλονίκη έναν μοναδικό για όλη την Ευρώπη σταθμό, που να αποτελεί ο ίδιος αξιοθέατο» συμπληρώνει.
Αντίστοιχα παραδείγματα συνύπαρξης αρχαιοτήτων με σταθμούς μετρό υπάρχουν κι αλλού, εκτός από την Αθήνα, όπως στη Γαλλία και στην Τουρκία, όπου αναμένεται το μετρό της Κωνσταντινούπολης. Ίσως όμως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα να είναι ο κεντρικός σταθμός του μετρό της Σόφιας, στη Βουλγαρία, που εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 2012.
«Στις ανασκαφές που έγιναν για τη δημιουργία του σταθμού, στη Σόφια, βρέθηκε η ρωμαϊκή πόλη Σαρδική. Ο τρόπος αντιμετώπισης είναι που ξαφνιάζει, ιδιαίτερα αν τον συγκρίνει κανείς με το τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη. Όχι μόνο άλλαξαν τα σχέδια του σταθμού, ώστε να συμπεριληφθούν οι αρχαιότητες κατά χώρα, μέσα κι έξω από τον σταθμό, και σε όλα τα επίπεδα του σταθμού, αλλά υπερύψωσαν και τον σύγχρονο δρόμο για να “αναπνέει” ο αρχαιολογικός χώρος. Είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν και το μέλλον ταυτόχρονα. Η πόλη το αγκάλιασε και με πολλή υπερηφάνεια το παρουσιάζουν σε βίντεο που έχει κάνει τον γύρο του κόσμου. Μάλιστα, ενώ άνοιξε ο σταθμός, η ανασκαφή και η ανάδειξη των ευρημάτων συνεχίζεται. Και παρότι η Βουλγαρία έχει επίσης χτυπηθεί από την οικονομική κρίση, ίσως και πολύ πριν από τη χώρα μας» επισημαίνει η πρόεδρος του ΣΕΑ.
Έως το έκτακτο δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης, τη Δευτέρα 4 Μαρτίου, διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών δεν είχε γίνει. «Δυστυχώς, τόσο η Αττικό Μετρό όσο και ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Έργων επιμένουν στον μονόλογο. Δεν μπορεί να γίνει διάλογος όταν μας προτείνουν να πάμε να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει τεχνική λύση. Και απορώ γιατί επιμένουν σε αυτή τη θέση, την αδυναμία εξεύρεσης τεχνικής λύσης, που εκθέτει τόσο τους ίδιους όσο και τον τεχνικό κόσμο της χώρας. Ενώ ισχυρίζονται ότι φτιάχνουν το πιο σύγχρονο Μετρό, με την πιο σημαντική τεχνογνωσία, ταυτόχρονα προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν μπορούν καν να αντιστηρίξουν τους διαφραγματικούς τοίχους του σταθμού, αν υπάρξει η παραμικρή αλλαγή. Δεν μας έδιναν ούτε τα τεχνικά στοιχεία του έργου, και αναγκαζόμασταν τόσο εμείς, όσο και οι τεχνικοί που έχουν ενδιαφερθεί για το έργο, να τα συνάγουμε από μισόλογα» δηλώνει η κ. Κουτσούμπα.
Τελικά, διάλογος έγινε μετά την πρωτοβουλία του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη (σσ. ο οποίος τάχθηκε ένθερμα υπέρ της διατήρησης in situ των μνημείων) να συγκαλέσει δημοτικό συμβούλιο αποκλειστικά για το θέμα και με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, αρχαιολόγων, επιστημονικών επιμελητηρίων, εκπροσώπων της Αττικό Μετρό, της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών φορέων της πόλης, φυσικά και του ΣΕΑ. Εκεί κατατέθηκε η πρόταση της κ. Κουτσούμπα, την οποία έκανε μαζί με τον πολιτικό μηχανικό και πρώην διευθυντή της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, Κώστα Ζάμπα, ειδικό σε θέματα αποκατάστασης μνημείων, με εξέχοντα τα έργα αναστήλωσης στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο. Κύριες συνιστώσες της πρότασής τους ήταν η ανύψωση των αρχαιοτήτων με ειδικά μέσα στήριξης, η συνέχιση των ανασκαφών και των εργασιών του μετρό και η τοποθέτηση πλάκας, ώστε να εξοικονομηθούν δύο επίπεδα: των αρχαιοτήτων και των εκδοτηρίων.
«Αρχικά πίστευα ότι μπορεί να διασωθεί στη θέση του το 80% των αρχαίων, όμως μετά τη συνεδρίαση και την παρουσίαση των τεχνικών στοιχείων από πλευράς Αττικό Μετρό είμαι αισιόδοξη ότι μπορεί να παραμείνει κατά χώραν το 95%» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του ΣΕΑ, τονίζοντας ότι αυτό που λείπει από τα σχέδια της εταιρείας —όπως παρουσιάστηκαν στο συμβούλιο— είναι η ειδική τεχνογνωσία για τα μνημεία.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων συνεχίζει την κινητοποίησή του με διάφορους τρόπους. Η διεθνής έκκληση του ΣΕΑ έχει υπογραφεί από περισσότερους από 10.000 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και πολλοί σημαντικοί επιστήμονες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο ακαδημαϊκός Παναγιώτης Βοκοτόπουλος, ο αρχαιολόγος και καθηγητής στην Οξφόρδη, Ντέιβιντ Μπλάκμαν, ο σπουδαίος βυζαντινολόγος από το πανεπιστήμιο του Παρισιού, Πάολο Οντόρικο, και ο Άγγελος Χανιώτης από το πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
«Προφανώς, επίσης, υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα αλλά και από απλούς ανθρώπους από το εξωτερικό να επισκεφθούν τον χώρο, κι αυτό είναι και μια απάντηση για το πώς οι αρχαιότητες, με την κατάλληλη διαχείριση, μπορούν να αποβούν χρήσιμες και για το παρόν και το μέλλον της πόλης. Η πιο σημαντική πλευρά του αγώνα μας, όμως, είναι να πείσουμε τους ίδιους τους Θεσσαλονικείς για τις πολλαπλές σημασίες της διατήρησης κατά χώραν αυτών των αρχαιοτήτων και της ένταξής τους στον σταθμό του Μετρό. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τον πόλεμο, που μας γίνεται, με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους, είναι πολύ ελπιδοφόρα η ανταπόκριση των πολιτών της Θεσσαλονίκης και η ευαισθητοποίησή τους» τονίζει.
Εκδηλώσεις του ΣΕΑ
Ο Σύλλογος κινείται δυναμικά και σε άλλες κατευθύνσεις, όπως οι ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις που πραγματοποιεί στο όμορφο νεοκλασικό του Θησείου (Ερμού 134-135). Διαλέξεις, εκδηλώσεις για παιδιά, θέατρο, κινηματογραφικές προβολές. «Προσπαθούμε με κάθε τρόπο να είμαστε ένα βήμα μπροστά σε μια πραγματικότητα που αλλάζει ραγδαία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων είναι ταυτόχρονα ο επιστημονικός και συνδικαλιστικός φορέας των αρχαιολόγων και συναφών επιστημόνων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Σε ένα τοπίο που ο πολιτισμός υποβαθμίζεται συνεχώς, οι υπηρεσίες του υποχρηματοδοτούνται, το προσωπικό απειλείται με απόλυση –όπως όλοι οι υπάλληλοι του δημοσίου– και οι Εφορείες Αρχαιοτήτων και τα Μουσεία απειλούνται με συρρίκνωση, προσπαθούμε να αντισταθούμε ανοίγοντας όλο και περισσότερο τη δουλειά μας στην κοινωνία και μάλιστα με τολμηρές κινήσεις» τονίζει η κ. Κουτσούμπα.
Μια από αυτές είναι και οι «διάλογοι». Πρόκειται για σειρά συζητήσεων σχετικά με θέματα που συνδέουν την αρχαιολογία με το σύνολο της πολιτιστικής παραγωγής, αλλά και με τα ερωτήματα της κοινωνίας. Το πρώτο θέμα, που ξεκίνησε τη Δευτέρα 4 Μαρτίου και θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 1η Απριλίου, αφορά το ερώτημα της σχέσης μνημείων και σύγχρονης τέχνης. Σε επόμενους «διαλόγους» θα συζητηθεί η εικόνα του αρχαιολόγου που προσλαμβάνει η κοινωνία, αλλά και η άνθηση της παρα-αρχαιολογίας και των υπερφυσικών δοξασιών για τις αρχαιότητες, ιδιαίτερα σε αυτή την περίοδο της κρίσης.
«Σκοπός μας είναι να αναρωτηθούμε, να προβληματιστούμε και να συζητήσουμε τον ίδιο μας τον ρόλο, στην κατεύθυνση μιας δημόσιας –και όχι κρατικής– αρχαιολογίας. Παλεύουμε με θεούς και δαίμονες, και κυρίως παλεύουμε με μια πολιτική που θέλει να μας πείσει ότι είμαστε “περιττοί”, αλλά δεν θα μας πάρει από κάτω. Και μόνο η ανταπόκριση του κόσμου στις εκδηλώσεις που γίνονται, είναι αρκετή για να μας κάνει να αντέξουμε και να συνεχίσουμε» καταλήγει η κ. Κουτσούμπα.