Όσοι επισκέπτονται για πρώτη φορά την Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας και τη Θεσσαλία εν γένει, δεν μπορούν παρά να προσέξουν τους μικρούς λόφους στη μέση του θεσσαλικού κάμπου. Οι λοφίσκοι αυτοί στην πλειονότητά τους είναι τεχνητοί και στη Θεσσαλία αποκαλούνται Μαγούλες. Εκτός μικρών εξαιρέσεων, όπου πρόκειται για ταφικούς τύμβους που είναι διακριτοί λόγω του μεγέθους τους, οι λοφίσκοι αυτοί είναι προϊστορικοί οικισμοί. Συνήθως πρόκειται για οικισμούς, οι οποίοι χρονολογούνται στη Νεολιθική Εποχή, ενώ σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται συνεχής κατοίκηση, η οποία φθάνει μέχρι την Εποχή του Χαλκού και σπανιότερα, αλλά με σημαντικές ασυνέχειες, μέχρι και στους ιστορικούς χρόνους.
Τα παραπάνω αναφέρει, σε μελέτη της, η προϊσταμένη της ΛΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μαρία Βαϊοπούλου, στην οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην Εθνική Οδό Αθήνας-Καρδίτσας. «Γύρω στα 20 χλμ. από την Καρδίτσα –τονίζεται στη μελέτη– συναντάμε μία από τις πιο γνωστές Μαγούλες στη δυτική Θεσσαλία, τη Μαγούλα Παζαράκι ή Μαγούλα Αγίου Βησσαρίωνα. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα προϊστορικής Μαγούλας η οποία, με μικρές μεν διακοπές, έχει συνεχή κατοίκηση. Η ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον καθηγητή του ΑΠΘ Γ. Χουρμουζιάδη έφερε στο φως στρώματα κατοίκησης κατά τη Μέση Νεολιθική. Ο οικισμός καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το 2006 έγινε καθαρισμός της Μαγούλας και ανασκαφική έρευνα από τη ΛΔ’ ΕΠΚΑ. Εντοπίσθηκε το στρώμα κατοίκησης της ΜΝ, αλλά ήρθε στο φως και η θεμελίωση ναού της Ελληνιστικής περιόδου. Αρχιτεκτονικό υλικό από τον ελληνιστικό ναό χρησιμοποιήθηκε, σε δεύτερη χρήση, για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και ως μουσουλμανικό νεκροταφείο κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο.
Η εθνική οδός περνάει πάνω από τη Μαγούλα, την οποία χωρίζει στο βόρειο και το νότιο τμήμα. Ο δρόμος αυτός είναι πιθανόν να υπήρχε και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, ενώ η χάραξη του 1957 ακολούθησε τον προϋπάρχοντα δρόμο.
Στο νότιο τμήμα της Μαγούλας σώζεται, σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, ένα οθωμανικό λουτρό (χαμάμ). Είναι δίπλα στο δρόμο και εύκολα προσβάσιμο. Δίπλα στο λουτρό εντοπίστηκε τείχος της ελληνιστικής περιόδου, που πιθανόν να ανήκε σε δημόσιο κτίριο.
Συνεχίζοντας προς Καρδίτσα, έξω από τους Σοφάδες –αναφέρει η κ. Βαϊοπούλου– στρίβουμε νοτιοδυτικά, ακολουθώντας την επαρχιακή οδό η οποία οδηγεί στον Κέδρο. Πρώτη στάση στο Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς στη Φίλια. Έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της ΠΕ Καρδίτσας. Πρόκειται για το Πανθεσσαλικό Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς. Τα παλαιότερα ευρήματα χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική περίοδο, η οποία είναι ευρύτερα γνωστή ως μυκηναϊκή περίοδος. Υπάρχουν ενδείξεις λειτουργίας του Ιερού και κατά την Αρχαιϊκή περίοδο καθώς και την κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ο χώρος αφιερώνεται σε κάποιον Άγιο και κτίζεται μια εκπληκτική τρίκλιτη βασιλική με ψηφιδωτά δάπεδα. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από τον ελληνιστικό και τον ρωμαϊκό ναό. Ένα στρώμα καταστροφής με παχύ στρώμα στάχτης και αφιερώματα, που ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια αρχαιολογικής έρευνας, αποδεικνύει ότι κατά τον 7ο π.Χ. αι. έλαβε χώρα πυρκαγιά και συγχρόνως επιβεβαίωσε τις πηγές που αναφέρουν το Ιερό ως Ιερό Άλσος, όπου οι προσκυνητές που κατέφθαναν στο Ιερό, όχι μόνο από τον θεσσαλικό χώρο, αλλά από όλο τον ελλαδικό χώρο, κρέμαγαν τα αφιερώματα στα δένδρα.
Όπως αναφέρει η αρχαιολόγος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το Ιερό αυτό έχει διπλή σημασία σαν χώρος. Πρόκειται για το Ιερό όλων των Θεσσαλών, αλλά ήταν και ο χώρος λατρείας μιας θεότητας με ρίζες καθαρά θεσσαλικές. Πρόκειται για την Ιτωνία, μια θεά του Κάτω Κόσμου. Εκτός από το Ιερό της Φίλιας γνωρίζουμε μόνο δύο ακόμη Ιερά της θεάς, ένα στην Αμοργό και το δεύτερο στη Βοιωτία. Αλλά εκείνο της Βοιωτίας ιδρύθηκε από τους κατοίκους της Θεσσαλίας, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, στο τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, τις εστίες τους διωκόμενοι από τα θεσσαλικά φύλα που ήρθαν από την Ήπειρο. Οι Θεσσαλοί κατακτητές σεβάστηκαν την ιερότητα του χώρου, το ιερό της Ιτωνίας εξελίχτηκε σε Πανθεσσαλικό Ιερό και με το πέρασμα του χρόνου, η Ιτωνία, από ανεξάρτητη θεότητα κατέληξε προσωνύμιο της Αθηνάς και από θεά του κάτω κόσμου έγινε πολεμική θεά και μετονομάστηκε σε Ιτωνία Αθηνά. Σε απόσταση περίπου 100 μ., βόρεια από την κυρίως ανασκαφή, αποκαλύφθηκαν λείψανα μεγάλου κτιρίου της ρωμαϊκής περιόδου (3ος αι. μ.Χ.). Ερευνήθηκαν μόνο δύο χώροι, των οποίων τα δάπεδα κοσμούνται με ψηφιδωτά με γεωμετρικά θέματα και με μαρμάρινες πλάκες.
Σε αγρό που βρίσκεται βορειοανατολικά του περιφραγμένου χώρου ήρθε στο φως ένας τοίχος με κατεύθυνση Β-Ν που σώθηκε στο ύψος ενός δρόμου, και αποκαλύφθηκε σε μήκος 13 μ. Ο ανασκαφέας υποθέτει ότι πρόκειται για ανάλημμα ή περίβολο που οριοθετούσε προς τα ανατολικά τον χώρο του ιερού κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Μετά τη Φίλια, ο επισκέπτης μπορεί να συνεχίσει ΝΔ προς τον Κέδρο, όπου θα συναντήσει την Όρθη. Το όνομά της αναφέρεται από τον Όμηρο αλλά οι αρχαιολογικές ενδείξεις, σύμφωνα με την κ. Βαϊοπούλου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πόλη ιδρύθηκε την Κλασική περίοδο, ενώ συνεχίζει να υπάρχει και στα αυτοκρατορικά χρόνια. Η Ακρόπολη της Κλασικής περιόδου βρίσκεται στη θέση «Χελωνόκαστρο». Από την οχύρωση διακρίνεται η πορεία του τείχους που περιέβαλλε την πόλη και ενός διατειχίσματος που διέσχιζε το εσωτερικό της αρχαιότερης πόλης περιορίζοντας, κατά την Ελληνιστική περίοδο, το πεδινό τμήμα της. Μέσα στην αρχαία πόλη είναι ορατή μία από τις πύλες των τειχών της. Στον λόφο του Αγίου Νικολάου σώζονται αρχιτεκτονικά λείψανα, καθώς και τμήμα του τείχους της πόλης κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Βορειοανατολικά του λόφου του Αγίου Νικολάου και δίπλα στην επαρχιακή οδό Κέδρου-Καρδίτσας τοποθετείται το νεκροταφείο της πόλης. Στον χώρο του νεκροταφείου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα Ιερό εκτός τειχών. Τα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για Ιερό των χθόνιων θεοτήτων. Εκτός των ευρημάτων (λατρευτικά αγάλματα), η ίδια η θέση του, δηλαδή μέσα στο νεκροταφείο, συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης της λατρείας χθονίων θεοτήτων.
«Επιστρέφουμε –σημειώνει η αρχαιολόγος– στην Εθνική Οδό Αθηνών-Καρδίτσας. Μετά τη γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής Καλαμπάκας-Παλαιοφαρσάλων, βόρεια της Εθνικής, δεσπόζει ο λόφος Ογλάς και σε μικρή απόσταση από αυτόν βρίσκεται η Μακρυά Μαγούλα. Σε αυτήν εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα, τα οποία χρονολογούνται στην Ύστερη Εποχή Χαλκού (μυκηναϊκή). Στον χώρο αυτό τοποθετείται η μυκηναϊκή Άρνη. Για διάφορους λόγους, τους οποίους δεν είμαστε σε θέση να τεκμηριώσουμε ακόμη, ο οικισμός άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται και να μεταφέρεται δίπλα στη θέση Ογλάς».
Στην κορυφή του λόφου Ογλάς είναι ορατά τα τείχη της Ακρόπολης του Κιερίου, τα οποία περιτρέχουν την κορυφή του λόφου. Το μέσο πλάτος του τείχους της Ακρόπολης έφτανε τα 2 μ., ενώ στην πεδιάδα τα 3,50 μ. Στη ΒΑ πλευρά της Ακρόπολης, καθώς και στη νότια και δυτική πλευρά της, υπήρχαν ισχυροί πύργοι. Κατά μήκος και παράλληλα της εσωτερικής παρειάς των τειχών, στο εσωτερικό της Ακρόπολης, διατηρούνται λείψανα οικοδομημάτων. Στα τείχη της Ακρόπολης του Κιερίου παρατηρούνται διάφορες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες ξεκινούν από την Ύστερη Εποχή Χαλκού, των αρχαϊκών, κλασικών ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Τα τείχη αναπτύσσονταν στην πεδιάδα και περιέβαλλαν την πόλη. Το πεδινό τμήμα του τείχους περιέτρεχε τάφρος, μέρος της οποίας σώζεται στα ανατολικά και ΝΑ.
Αρχιτεκτονικά λείψανα μεγάλων οικοδομημάτων παρατηρούνται στα ανατολικά και νότια πρανή του λόφου. Αρχιτεκτονικά λείψανα, τα οποία χρονολογούνται από τη Μυκηναϊκή περίοδο μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, βρίσκονται κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών και μέσα στα όρια του σύγχρονου οικισμού. Στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα χαρακτηρίζεται πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας και κόβονται τα πρώτα χάλκινα και αργυρά νομίσματα με την επιγραφή «ΚΙΕΡΙΕΩΝ». Το Κιέριο συμμετείχε στο δεύτερο Κοινό των Θεσσαλών που ανασυστάθηκε από τον Ρωμαίο ύπατο Τίτο Φλαμίνιο το 197/196 π.Χ.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της πόλης του Κιερίου συνεχίζεται από την Ελληνιστική έως τη Ρωμαϊκή εποχή, ενώ παύει να υπάρχει, πιθανότατα, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.