Η κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων στην Αχαΐα τα τελευταία πέντε χρόνια, της Ολυμπίας Οδού και της Νέας Σιδηροδρομικής Γραμμής Αθηνών-Πατρών (τμήμα Κιάτο-Ροδοδάφνη) είχε ως επακόλουθο τη διενέργεια εκτεταμένων ανασκαφών. Αρχικά διανοίχθηκαν εκατοντάδες δοκιμαστικές τομές στην πορεία του νέου οδικού άξονα που σε γενικές γραμμές ακολουθεί την υφιστάμενη Εθνική Οδό και της Νέας Σιδηροδρομικής Γραμμής, σε αρκετές από τις οποίες εντοπίστηκαν αρχαία κατάλοιπα. Οι περισσότερες θέσεις με αρχαία εντοπίστηκαν στο ανατολικό τμήμα της Αχαΐας, στην Αιγιάλεια. Η παραλιακή ζώνη από τα σημερινά σύνορα της Αχαΐας με την Κορινθία ως το Αίγιο παρουσιάζει πυκνή και συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές που πραγματοποιούνται στην Αιγιάλεια είναι ιδιατέρως σημαντικά, μεταβάλλοντας στην κυριολεξία την εικόνα που είχαμε μέχρι τώρα για την περιοχή, με τον εντοπισμό νέων, άγνωστων θέσεων που χρονολογούνται από την Πρωτοελλαδική εποχή έως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Εδώ θα παρουσιαστούν με συντομία οι σημαντικότερες ανασκαφές, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη (σημ. 1).
Ολυμπία Οδός
Ι. Μάρμαρα (Χάρτης, αρ. 2)
Κατά τη διενέργεια δοκιμαστικών τομών στα Μάρμαρα, ανατολικά της Ακράτας, εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα ιερού στο σημείο όπου είχε σχεδιαστεί η διάνοιξη του ανατολικού στομίου της σήραγγας 13 Α Ακράτας, σε αμφιθεατρική θέση στη δυτική όχθη του ποταμού Κριού.
Το ιερό είναι κτισμένο σε δύο άνδηρα, καθώς ο χώρος παρουσιάζει έντονη κλίση και υπολογίζεται ότι η έκτασή του ξεπερνούσε τα δύο στρέμματα. Το πρώτο κτίριο που ανασκάφηκε είναι ο αποκαλούμενος ναΐσκος, που πιθανώς είχε λατρευτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για κτίριο ορθογώνιας κάτοψης, με προσανατολισμό Β-Ν, που αποτελείται από σηκό και πρόδομο. Οι τοίχοι είναι δομημένοι από μεγάλους πολυγωνικούς και τετράπλευρους λίθους, από τον τοπικό κροκαλοπαγή λίθο με αδρή επεξεργασία, εκτός από την όψη τους που είναι καλύτερα λαξευμένη.
Στο μέσον του βόρειου στενού τοίχου βρέθηκαν δύο λίθινα βάθρα μαρμάρινων αγαλμάτων παιδικών μορφών. Σώζονται τα πέλματα των δύο αγαλμάτων ως τους αστραγάλους και η βάση τους που είναι συγκολλημένη στα βάθρα με μολυβδοχόηση. Επίσης, βρέθηκε μεγάλος αριθμός κινητών ευρημάτων: πήλινα αγγεία, ειδώλια και πάνω από 70 χάλκινα αντικείμενα (ομφαλωτές φιάλες με έκτυπη διακόσμηση λογχοειδών φύλλων, λαβές αγγείων, ειδώλια, κοσμήματα, ένας τριποδίσκος, μικρό πλακίδιο με δύο ανάγλυφες γυναικείες κεφαλές, εξαρτήματα θύρας, περόνες και ένας καθρέπτης). Τα ευρήματα χρονολογούνται κυρίως στον 4ο και 3ο αι. π.Χ., χωρίς να λείπουν και πιο πρώιμα αντικείμενα.
Ο χάλκινος καθρέπτης διασώζει επιγραφή με το όνομα της θεάς Ειλειθυίας, ενώ ένα άλλο αντικείμενο, πιθανώς κλειδί, φέρει επιγραφή με το όνομα της Δήμητρας. Συνεπώς πρόκειται για ιερό της Δήμητρας, πιθανώς και της Κόρης, στο οποίο, ωστόσο, λατρευόταν και η Ειλείθυια, θεά του τοκετού. Η λατρεία της Ειλειθυίας ήταν διαδεδομένη στην Πελοπόννησο (σημ. 2). Σύμφωνα με τον Παυσανία, η θεά αυτή λατρευόταν και σε πόλεις της Αιγιάλειας: στο Αίγιο, στη Βούρα και στην Πελλήνη (σημ. 3).
Στο ίδιο άνδηρο, στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, σε απόσταση 17 μ. νοτίως της εισόδου του ναΐσκου ανασκάφηκε τελετουργική πυρά μεγάλης έκτασης. Στο κέντρο της πυράς έχει διαμορφωθεί τετράπλευρο ακανόνιστο έξαρμα διαστάσεων 2,40×4,10 μ. στο βραχώδες έδαφος. Η κατασκευή αυτή θυμίζει αρκετά το βωμό στο Θεσμοφόριο της Πέλλας που είχε, επίσης, ακανόνιστο τετράπλευρο σχήμα και αποτελείται από επάλληλες στρώσεις λατύπης-πηλού (σημ. 4). Πρόκειται, λοιπόν, για μία απλή κατασκευή, που τυπολογικά θα μπορούσε να ενταχθεί στους βωμούς τέφρας. Από την πυρά προέρχεται μεγάλος αριθμός θραυσμένων οστών ζώων και ευρήματα που χρονολογούνται από την αρχαϊκή έως την Πρώιμη Ελληνιστική εποχή, κάποια τελείως καμένα: γυναικεία ειδώλια, αγγεία και κοσμήματα, κυρίως ασημένια.
Στο χαμηλότερο προς Α πλάτωμα ανασκάφηκαν κτίσματα μικρών διαστάσεων με ορθογώνια ή τραπεζιόσχημη κάτοψη. Η δόμησή τους σε γενικές γραμμές ήταν αμελής, ενώ σε κάποια βρέθηκαν εσωτερικά κτιστά θρανία, που πιθανώς ήταν τα πόδια κλινών. Τα κτίσματα αυτά ήταν βοηθητικοί χώροι του ιερού και πρέπει να χρησιμοποιούνταν για την πραγματοποίηση κοινών τελετουργικών γευμάτων.
Η ανασκαφή του ιερού έφερε στο φως μεγάλο αριθμό πήλινων ειδωλίων, κυρίως γυναικείων μορφών. Τα πιο πρώιμα από αυτά είναι χειροποίητα και ανάγονται στα τέλη του 7ου-πρώιμο 6ο αι. π.Χ., ενώ στον 6ο και 5ο αιώνα επικρατεί ο τύπος της κόρης με πόλο, που κρατά πτηνό με το λυγισμένο χέρι στο στήθος και με το άλλο καρπό ή στεφάνι. Η ίδια μορφή απαντά και καθιστή, συνήθως με πτηνό στο στήθος.
Στα χάλκινα ειδώλια συγκαταλέγονται δύο ειδώλια φτερωτών ανδρικών μορφών, δύο ειδώλια βοοειδών, ειδώλιο ελαφιού και ειδώλιο πετεινού.
Τέλος, βρέθηκαν πολλά χάλκινα κοσμήματα, αλλά και ασημένια, όπως περίτεχνο βραχιόλι σε μορφή φιδιού, του οποίου η κεφαλή και η ουρά είναι επιχρυσωμένα· επίσης, ενώτια, περόνες, πόρπες και πολλά δακτυλίδια, σφραγιστικά ή απλοί κρίκοι.
Το ιερό στα Μάρμαρα δεν μνημονεύεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Άλλωστε, όταν πέρασε ο Παυσανίας από την Αχαΐα, το ιερό, σύμφωνα με τα ανασκαφικά στοιχεία, είχε εγκαταλειφθεί. Η λατρεία στη θέση φαίνεται ότι ξεκινά τον 7ο αι. π.Χ., αλλά είχε προηγηθεί η κατοίκησή της στο β΄ μισό του 8ου αι. π.Χ. Τα κτιριακά κατάλοιπα του ιερού χρονολογούνται στον 5ο και 4ο αι. π.Χ., ενώ πρέπει να εγκαταλείφθηκε τον 3ο αι. π.Χ. Η κλιμακωτή διάταξή του σε επάλληλα άνδηρα θυμίζει το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στην Κόρινθο (σημ. 5). Πιθανώς ανήκε στην επικράτεια των Αιγών, πόλης της Αχαΐας, της οποίας η χώρα πρέπει να εκτεινόταν δυτικά του σημερινού ποταμού Κριού (σημ. 6).
ΙΙ. Ζαχλωρίτικα (Χάρτης, αρ. 5)
Βορείως του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του Αγίου Στέφανου Ζαχλωριτίκων αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα μεγάλου κτιρίου με πεσμένα αρχιτεκτονικά μέλη στο εσωτερικό του, ενώ ανατολικά του εντοπίστηκε νεκροταφείο κεραμοσκεπών τάφων και μεγάλος, κτιστός αγωγός. Όταν διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω αρχαιότητες χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική εποχή, ενημερώθηκε η αρμόδια 6η ΕΒΑ, η οποία συνέχισε την ανασκαφή.
ΙΙΙ. Νικολέικα (Χάρτης, αρ. 6)
Δυτικότερα, στην περιοχή της αρχαίας Ελίκης, εντοπίστηκε μυκηναϊκός οικισμός με έκταση που υπερβαίνει τα 20 στρέμματα. Στο ύψωμα Καλλιθέα ή Ψωριαρού, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται ο μυκηναϊκός οικισμός, είχε ανασκαφεί παλαιότερα τμήμα εκτεταμένου μυκηναϊκού νεκροταφείου με πλούσια κτερισμένους θαλαμοειδείς τάφους που χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ έως την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο (σημ. 7). Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, Μιχάλη Πετρόπουλο, πρόκειται για το νεκροταφείο της μυκηναϊκής Ελίκης (σημ. 8).
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε σε μία ζώνη μήκους 250 μ. και πλάτους που φτάνει τα 50 μ., κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Νέας Εθνικής Οδού Κορίνθου-Πατρών, στις βορειοδυτικές υπώρειες του λόφου Καλλιθέα ή Ψωριαρού. Τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι πρόκειται για μεγάλο υστεροελλαδικό οικισμό, διαρθρωμένο μάλλον σε συνοικίες στα πλατώματα και στα λιγότερο απότομα πρανή των υπωρειών του λόφου. Ο οικισμός, λόγω της θέσης του, σχετίζεται άμεσα με το μυκηναϊκό νεκροταφείο που έχει εντοπιστεί ψηλότερα στον ίδιο λόφο, ενώ συνεχίζεται προς Β, δηλαδή προς το χωριό των Νικολέικων.
Μάλιστα, η απόσταση του ανεσκαμμένου τμήματος του οικισμού από τον αψιδωτό ναό της Γεωμετρικής εποχής που πρόσφατα εντοπίστηκε στο κέντρο των Νικολέικων, επί της Παλαιάς Εθνικής Οδού, είναι μόλις 250 μ. Ο αψιδωτός ναός πιθανώς ταυτίζεται με τον γεωμετρικό ναό του Ελικώνιου Ποσειδώνα, πανάρχαιας λατρείας της Ελίκης (σημ. 9). Κατά συνέπεια τα κατάλοιπα που ανασκάφηκαν στους πρόποδες του υψώματος Ψωριαρού με το νεκροταφείο θαλαμοειδών τάφων πρέπει, πράγματι, να ανήκουν στη μυκηναϊκή Ελίκη.
Τα κτιριακά λείψανα σε πολλά σημεία της ανασκαφής αποκαλύφθηκαν σχεδόν επιφανειακά, αμέσως κάτω από τη φυτική γη. Συνολικά ανασκάφηκε έκταση περίπου ενός στρέμματος. Παρά την αποσπασματική διατήρηση των κτιρίων, φαίνεται ότι υπήρχαν ενιαία συγκροτήματα που αποτελούνταν από μικρότερους ορθογώνιους χώρους. Διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. Οι τοίχοι έχουν κτιστεί με ποταμίσιες κροκάλες και κροκαλοπαγείς λίθους, αδρά δουλεμένους ή τελείως ακατέργαστους, ενώ η ανωδομή τους πρέπει να ήταν από ωμοπλίνθους. Το πάχος τους κυμαίνεται από 0,45 μ. έως 0,80 μ. Σε κάποιους χώρους ο φυσικός βράχος είχε λαξευτεί έτσι, ώστε να αποτελέσει το δάπεδο των χώρων. Στην επιφάνεια του φυσικού βράχου αποκαλύφθηκαν τεχνητά κυκλικά λαξεύματα, τα οποία πιθανώς χρησίμευαν για την τοποθέτηση αποθηκευτικών αγγείων, ενώ κάποια πρέπει να χρησίμευαν για την υποδοχή πασσάλων για πρόχειρα στέγαστρα ή υπόστεγα. Ανάμεσα στα κτιριακά λείψανα που έχουν έρθει στο φως ξεχωρίζουν τα κατάλοιπα οικίας με δύο χώρους. Στο δάπεδο του βόρειου δωματίου ανασκάφηκε μικρός τάφος, προφανώς για παιδική ταφή, όπως συνηθιζόταν στη Μυκηναϊκή εποχή. Ο νότιος χώρος έχει διαμορφωθεί με τη λάξευση του βράχου, ώστε να σχηματιστεί κόγχη στο νότιο άκρο του, προς το πρανές του λόφου. Στο δωμάτιο αυτό βρέθηκαν κατά χώραν αγγεία οικιακής χρήσης, κυρίως χύτρες και κύλικες.
Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, η κεραμική χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙ και ΥΕ ΙΙΙ περίοδο. Βρέθηκαν αρκετά πήλινα αγγεία (αλάβαστρα, κύαθοι, κύλικες, χύτρες και άλλα μαγειρικά σκεύη, πίθοι και πιθαμφορείς), πήλινα δισκοειδή βάρη, αγνύθες, σφονδύλια, λίθινα τριβεία και χάλκινα αντικείμενα, όπως εγχειρίδια, αιχμές βελών, θραύσματα εργαλείων και ελάσματα. Το είδος των κτιριακών καταλοίπων σε συνδυασμό με τα κινητά ευρήματα μαρτυρά πως πρόκειται για οικιστικό σύνολο που είχε κυρίως αγροτικό χαρακτήρα.
ΙV. Κερύνεια (Χάρτης, αρ. 7)
Σε μικρή απόσταση δυτικά του μυκηναϊκού οικισμού, στους πρόποδες του υψώματος Μπρούμα ή Άγιος Γεώργιος στην Κερύνεια, όπου θεωρείται ότι βρισκόταν η ακρόπολη της Ελίκης (σημ. 10), εντοπίστηκε εκτεταμένος πρωτοελλαδικός οικισμός. Οι δοκιμαστικές τομές που διανοίχθηκαν αρχικά έδειξαν ότι τα αρχαία κατάλοιπα καλύπτουν μία έκταση τουλάχιστον 50 στρεμμάτων, ωστόσο ο προϊστορικός οικισμός ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερος, καθώς τα όριά του δεν έχουν εντοπιστεί. Δεν έχουν βρεθεί κατάλοιπα οχυρώσεων και απουσιάζουν εντελώς οι ταφές και οι ενδείξεις για την ύπαρξη νεκροταφείου στην έκταση που ερευνάται. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα χρονολογούνται στην ΠΕ ΙΙ και ΠΕ ΙΙΙ περίοδο και τα ανασκαφικά δεδομένα αποδεικνύουν τη συνεχή κατοίκηση του οικισμού τουλάχιστον για 500 έτη, πιθανώς έως τα τέλη της 3ης χιλιετίας.
Οι οικιστικές φάσεις είναι αλλεπάλληλες και τα κτιριακά κατάλοιπα ιδιαίτερα πυκνά. Για την εξομάλυνση του εδάφους, όπου ήταν απαραίτητο, πριν από την οικοδόμηση των κτιρίων, είχε προηγηθεί μπάζωμα του χώρου με στρώμα από μικρούς λίθους και όστρακα. Οι τοίχοι σε αρκετές περιπτώσεις είναι δομημένοι με την τεχνική της ιχθυάκανθας και αποτελούνται από δύο παράλληλες σειρές λίθων, με γέμισμα από μικρότερους λίθους στο μεταξύ τους κενό διάστημα. Καθ’ ύψος σώζονται συνήθως δύο με τρεις σειρές λίθων. Επίσης, έχουν εντοπιστεί κοντά σε τοίχους λίθοι με διαμορφωμένες υποδοχές για ξύλινα δοκάρια που θα στήριζαν τις στέγες ή θα αποτελούσαν τις βάσεις των στύλων πρόχειρων υποστέγων. Εκτός από τους πολυάριθμους χώρους μικρών διαστάσεων που ερευνήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν και σχετικά πιο ευμεγέθη κτίρια, όπως το χαρακτηριστικό για την περίοδο αυτή «κτίριο με διαδρόμους» (corridor house).
Η κεραμική περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία σχημάτων αγγείων: χονδροειδή αγγεία, πίθους, αμφορείς, κύπελλα, φιάλες, σαλτσιέρες, αλλά και σπανιότερα σχήματα, όπως οι καρποδόχες. Σημαντικό εύρημα είναι ο πήλινος κρατευτής οβελού με ζωόμορφη απόληξη, ενώ έχει βρεθεί και πήλινο υποστατό ή πύραυνο με μορφή μάσκας. Πολύ συχνή είναι η ανάγλυφη σχοινοειδής διακόσμηση στα αγγεία, ενώ σπανιότερα απαντούν η εγχάρακτη και η γραπτή διακόσμηση. Στα ευρήματα που χρονολογούνται στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο συγκαταλέγονται τα χαρακτηριστικά αγγεία του τύπου «ουζοπότηρο» και τα πήλινα αγκυρόσχημα αντικείμενα.
Επίσης, έχει βρεθεί μεγάλος αριθμός πήλινων υφαντικών βαρών, λίθινων τριβείων και τριπτήρων, λεπίδων και απολεπισμάτων οψιδιανού, αλλά και χάλκινα αντικείμενα, από τα οποία ξεχωρίζουν ένα εγχειρίδιο και ένα κόσμημα, περίαπτο, όπως δείχνει η οπή στο πάνω μέρος του.
Η μακρά περίοδος κατοίκησής του και η μεγάλη έκτασή του μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αποτελούσε το κέντρο της περιοχής της Ελίκης κατά την 3η χιλιετία. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, κατά την περίοδο αυτή στην Πελοπόννησο δημιουργούνται πρώιμα πρωτοαστικά κέντρα, στα οποία θα πρέπει να ενταχθεί και ο εκτεταμένος πρωτοελλαδικός οικισμός της Κερύνειας (σημ. 11). Από τον οικισμό αυτόν πιθανώς θα ήταν εξαρτημένα μικρότερα οικιστικά κέντρα, όπως τα κατάλοιπα οικισμού στον Ριζόμυλο κοντά στη θάλασσα, που απέχουν μόλις 500 μ. από την πρωτοελλαδική θέση στην Κερύνεια και χρονολογούνται στην ίδια περίοδο (σημ. 12). Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να υποθέσουμε ότι αυτός ο μικρότερος παραλιακός οικισμός αποτελούσε το επίνειο του μεγαλύτερου οικιστικού κέντρου στην Κερύνεια.
ΕΡΓΟΣΕ: Νέα Σιδηροδρομική Γραμμή Αθηνών-Πατρών
Ι. Αίγειρα: Θέση Αλμυρός (Χάρτης, αρ. 1)
Στη θέση Αλμυρός στην περιοχή της αρχαίας Αίγειρας, στην παραλιακή ζώνη δυτικά των Μαύρων Λιθαριών, ανασκάφηκε τμήμα αρχαίου νεκροταφείου έκτασης περίπου ενός στρέμματος, νότια της υφιστάμενης σιδηροδρομικής γραμμής.
Στο δυτικό τμήμα της θέσης αποκαλύφθηκαν τάφοι της Ύστερης Ελληνιστικής εποχής. Συνολικά ανασκάφηκαν εννέα τάφοι, από τους οποίους οι πέντε ήταν κεραμοσκεπείς και οι υπόλοιποι λακκοειδείς. Ο προσανατολισμός τους ήταν Β-Ν. Στα κτερίσματα συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, λύχνοι, σκυφίδια με έξω νεύον χείλος, μυροδοχεία, ένα προχοΐδιο και μία λοπάδα.
Στο ανατολικό τμήμα της ανασκαφής βρέθηκε τετράπλευρη κατασκευή από δουλεμένους κροκαλοπαγείς λίθους μεγάλου μεγέθους, με προσανατολισμό Α-Δ. Το μήκος της ανερχόταν σε 4,35 μ., το πλάτος της σε 2,30 μ. και το σωζόμενο ύψος της ήταν 2,30 μ.
Νότια αυτής εντοπίστηκαν δύο λίθινες σαρκοφάγοι με προσανατολισμό Β-Ν. Οι όψεις τους ήταν καλυμμένες με λευκό κονίαμα. Στην πρώτη βρέθηκε ελαφρώς μετακινημένη η καλυπτήρια πλάκα. Στο εσωτερικό της σωζόταν ο σκελετός με το κρανίο στη βορειοανατολική πλευρά. Η ταφή ήταν κτερισμένη με ένα λύχνο και μία σιδερένια στλεγγίδα. Στη δεύτερη σαρκοφάγο η ταφή ήταν αναμοχλευμένη. Στη νοτιοδυτική γωνία βρέθηκε μελαμβαφής λεκανίδα με το πώμα της. Τα κτερίσματα χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ.
Γύρω από τις δύο σαρκοφάγους βρέθηκαν δύο κτιστοί κιβωτιόσχημοι και δύο λακκοειδείς τάφοι. Στα κτερίσματα συγκαταλέγονται λύχνοι, ένας σκύφος και μία σιδερένια στλεγγίδα.
ΙΙ. Πλάτανος (Χάρτης, αρ. 3)
Σε επιφανειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Σήραγγας Διαφυγής ΟΧ2 Πλατάνου, εντοπίστηκαν δύο κεραμοσκεπείς τάφοι της Ύστερης Ρωμαϊκής εποχής στο πρανές της οδού πρόσβασης στο χώρο του έργου. Η ανασκαφική έρευνα απέδωσε συνολικά δεκαέξι ταφές ποικίλου προσανατολισμού. Οι περισσότεροι τάφοι ήταν κεραμοσκεπείς και βρέθηκαν σε βάθος 0,50 μ.-1,50 μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Σκελετικά κατάλοιπα σώζονταν στους δέκα τάφους, ενώ οι έξι ταφές ήταν κτερισμένες με αγγεία, κυρίως πρόχους. Τέλος, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νεκροταφείου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα τοίχου αμελούς δόμησης, πιθανώς της ίδιας περιόδου.
Κατά τις εκσκαφικές εργασίες στο δυτικό τμήμα του μετώπου της σήραγγας Πλατάνου ανασκάφηκε στρώμα με κεραμική έκτασης περίπου 100 τ.μ., το μέγιστο πάχος του οποίου ήταν 1,50 μ. Βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής, κυρίως της Ελληνιστικής εποχής, αλλά δεν εντοπίστηκαν κτιριακά κατάλοιπα.
ΙΙΙ. Τράπεζα (Χάρτης, αρ. 4)
Στη θέση Γιαννιά, στην παραλιακή ζώνη της Τράπεζας οι εργασίες για τη διάνοιξη της Σήραγγας Διαφυγής ΣΔ 2 Τράπεζας έφεραν στο φως τα λείψανα κτιρίων σε έκταση περίπου 1,8 στρεμμάτων. Τα κτιριακά κατάλοιπα ανήκουν σε οικισμό που χρονολογείται από τους Αρχαϊκούς ως τους Ελληνιστικούς χρόνους (6ος-3ος αι. π.Χ.) (σημ. 13). Από τις παλαιότερες φάσεις σώζονται αποσπασματικά κατάλοιπα, εκτός από ένα κτίριο της κλασικής εποχής, το οποίο σώθηκε σε καλή κατάσταση, καθώς καλύφθηκε από δρόμο που κατασκευάστηκε τον 4ο αι. π.Χ. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν αγγεία και ειδώλια του 5ου αι. π.Χ., αλλά το πιο σημαντικό εύρημα είναι ένα πήλινο πλακίδιο με ανάγλυφη διακόσμηση, στο οποίο σώζονται έντονα ίχνη των χρωμάτων που το κοσμούσαν: κόκκινο και γαλάζιο. Εικονίζεται γυναικεία μορφή με φιδίσιο το κάτω τμήμα του σώματος, που ταυτίζεται με τη Σκύλλα.
Σύμφωνα με τα ανασκαφικά στοιχεία, τον 4ο αι. π.Χ. ο οικισμός ανακατασκευάζεται με δρόμους σχεδόν παράλληλους προς την παραλία με προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και κτίρια προσαρμοσμένα στην έντονη κατωφέρεια του εδάφους. Το οδόστρωμα αποτελούνταν από πατημένο χώμα και χαλίκι. Λόγω της έντονης υψομετρικής διαφοράς προς τα βόρεια, δηλαδή προς τη θάλασσα, στο ανατολικό τμήμα της ανασκαφής είχε κατασκευαστεί ισχυρός αναλημματικός τοίχος. Ο τοίχος αυτός χρησίμευε συγχρόνως και ως νότιος τοίχος κτιρίου με την πρόσοψή του επί του δρόμου, ο οποίος διέσχιζε τον οικισμό.
Ανασκάφηκαν έξι κτιριακά συγκροτήματα ή τμήματά τους που χρονολογούνται κατά κύριο λόγο στις δύο τελευταίες φάσεις κατοίκησης του οικισμού στον 4ο και 3ο αι. π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή βασίζεται στα πολυάριθμα νομίσματα από τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των δύο αυτών φάσεων, που παρέμειναν αδιατάρακτα από μεταγενέστερες επεμβάσεις, σφραγίζοντας το περιεχόμενο των χώρων, αφού η θέση δεν ξανακατοικήθηκε μετά το β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. (σημ. 14). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κτίρια παρουσιάζουν ίχνη καταστροφής τους από σεισμό. Η κεραμική αποτελείται από αποθηκευτικά αγγεία και αμφορείς, αλλά και μικρότερα αγγεία: σκύφους, οινοχόες, σκυφίδια, πινάκια και λύχνους. Επίσης, βρέθηκαν πολλά μεταλλικά εργαλεία που σχετίζονται με τις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων, αλλά και πολλά χάλκινα άγκιστρα και μία τρίαινα που δείχνουν την ενασχόλησή τους με την αλιεία. Παράλληλα, η πληθώρα των χάλκινων νομισμάτων που προέρχονται από έναν μεγάλο αριθμό νομισματοκοπείων (Κόρινθος, Σικυώνα, Αθήνα, Κλεωνές, Πελλήνη, Κλείτωρ, Άργος, Ερμιόνη, Φλειούς, Αλέα, Ήλις, Λευκάς, Χαλκίδα, Ιστιαία, Οπούντιοι Λοκροί, Λάρισα, Αμφίπολις, Βυζάντιο, Σαλαμίνα Κύπρου, Μίλητος, Έφεσος, Αχαϊκή Συμπολιτεία, Κοινό των Ηπειρωτών, Κοινό Θεσσαλών) επιβεβαιώνει τις πυκνές εμπορικές συναλλαγές και τη διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων. Πρόκειται κυρίως για μικρές υποδιαιρέσεις με χαμηλή αγοραστική αξία που κάλυπταν τις καθημερινές συναλλακτικές ανάγκες.
Τα λείψανα του αρχαίου οικισμού εκτείνονται ως τη θάλασσα, καθώς στο σημείο αυτό σχηματίζεται αβαθής ορμίσκος, όπου καταλήγει ο αρχαίος δρόμος που οδηγούσε από τη Βούρα, αρχαία πόλη στην ενδοχώρα της Αιγιάλειας, στο σημερινό Κάστρο Διακοπτού, προς την παραλιακή ζώνη (σημ. 15). Λαμβάνοντας υπόψη μας τα παραπάνω δεδομένα καταλήγουμε στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο οικισμός στη θέση Γιαννιά ήταν το επίνειο της Βούρας.
Δρ Ερωφίλη Κόλια
Προϊσταμένη της ΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Πατρών