Την αντίθεσή του στο νομοσχέδιο με τίτλο «Διαμόρφωση φιλικού αναπτυξιακού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις και άλλες διατάξεις» του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων που έχει κατατεθεί στο Κοινοβούλιο και βρίσκεται υπό επεξεργασία στην «Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου» εξέφρασε με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων Βόρειας Ελλάδας.
Θέτοντας ως βασικό ερώτημα το «ποιος αποφασίζει για την τύχη των αρχαίων μνημείων στην Ελλάδα;», ο Σύλλογος τονίζει ότι: «Σε διάστημα μικρότερο από ένα ημερολογιακό έτος, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά και το αντικείμενο το οποίο είναι ορισμένη να διαφυλάσσει και να προστατεύει, οι αρχαιότητες και τα μνημεία, έχουν στοχοποιηθεί ως τροχοπέδη της ανάπτυξης του τόπου και ως παράγοντας που αναστέλλει την πρόοδο της χώρας. Λίγους μόνο μήνες μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη “Βελτίωση της επιχειρηματικότητας” στην Ελλάδα, ένα νέο —συμπληρωματικό στο προηγούμενο— σχέδιο νόμου φαίνεται να δίνει τη χαριστική βολή στα απομεινάρια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έτσι όπως αυτή μετατράπηκε από ζωντανό τμήμα ενός Υπουργείου σε έναν υποστελεχωμένο φορέα της Γ. Γ. Πολιτισμού».
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση: «Αντί να θεωρείται επένδυση και μοχλός ανάπτυξης η πολιτισμική μας κληρονομιά με τον παιδευτικό της ρόλο, με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο γίνεται προσπάθεια να παρακαμφθεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία, καθώς και ο Αρχαιολογικός Νόμος, παρέχοντας άνευ όρων “γη και ύδωρ” στους κατασκευαστές και θυσιάζοντας την προστασία των μνημείων στο βωμό των “επενδύσεων”.
»Αντιμετωπίζοντας τις αρχαιότητες ως εμπόδιο στην ανάπτυξη, προβλέπεται οι αποφάσεις για τα αρχαιολογικά έργα να μη λαμβάνονται αποκλειστικά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά από κοινού με το Υπουργείο Ανάπτυξης. Στην παρ. 2 του άρθρου 5 του Κεφ. Στ’ των ειδικών ρυθμιστικών διατάξεων, οι εισηγήσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας “αντικαθίστανται” από προεδρικά διατάγματα κατόπιν υποβολής κοινής πρότασης των δύο αρμόδιων υπουργείων (Ανάπτυξης-Πολιτισμού). Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, θα καθορίζουν “τους ειδικούς όρους ανάδειξης και προστασίας αρχαιοτήτων και άλλων μνημείων, που ενδεχομένως να εντοπίστηκαν κατά την υλοποίηση της επένδυσης ή να υφίσταντο πριν την έναρξή της”. Μάλιστα μετά από την έκδοση των ανωτέρω προεδρικών διαταγμάτων δεν απαιτείται έκδοση άλλης απόφασης από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες. Είναι ξεκάθαρο ότι η προτεινόμενη διάταξη υποβαθμίζει την αρχαιολογική υπηρεσία, παρακάμπτει τον Αρχαιολογικό Νόμο και κυρίως αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος περί προστασίας της Πολιτισμικής Κληρονομιάς.
»Επίσης, το νομοσχέδιο, προβλέπει μεταθέσεις, μετατάξεις, αποσπάσεις και αλλαγές ως προς την ανάθεση καθηκόντων από τα αρμόδια υπουργεία σε άλλα υπουργεία και υπηρεσίες (π.χ. γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ). Στο Άρθρο 14, Κεφ. Β, επιτρέπει να γίνονται μετατάξεις υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων “κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων”, μετατρέποντας τους αρχαιολόγους σε υπαλλήλους –και τυπικά– του υπουργείου Ανάπτυξης. Η στελέχωση της Γενικής Γραμματείας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων με άτομα διαφόρων ειδικοτήτων φανερώνει ξεκάθαρα τον ρόλο της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Ειδικά για τον τομέα Πολιτισμού αποβλέπει στην επίσπευση της αρχαιολογικής έρευνας και στην ταχύτερη αντιμετώπιση των “εμποδίων” που προκύπτουν από αυτήν».
Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων Βόρειας Ελλάδας υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καταργείται ο δημόσιος χαρακτήρας του πολιτισμού, νομιμοποιώντας επενδυτές-ιδιώτες στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, εις βάρος του αρχαιολογικού έργου και των μνημείων, και ζητά την άμεση απόσυρση των σχετικών διατάξεων.
Για σήμερα, 4 Μαρτίου 2013, ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων (ΣΕΚΑ) έχει προκηρύξει 24ωρη τοπική απεργία στη Θεσσαλονίκη, ζητώντας την άρση των μαζικών απολύσεων μεγάλου αριθμού εργαζομένων στις αρχαιολογικές ανασκαφές του έργου του Μετρό Θεσσαλονίκης που αναγγέλθηκαν μονομερώς από την Αττικό Μετρό, καθώς και για τα υπόλοιπα ζητήματα του κλάδου.