Η βίαιη αφαίρεση με πρωτόγονα μέσα τοιχογραφιών του 1554, του γνωστού εικονογράφου Ονούφριου, από τον ορθόδοξο ναό της Αγίας Παρασκευής στην περιοχή Γκίναρι του Ελμπασάνι, προκάλεσε έναν νέο κύκλο ποικίλων αντιδράσεων στην Αλβανία.
Καθηγητές πανεπιστημίων, ερευνητές, αρχαιολόγοι, άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, υψώνουν τη φωνή τους για το συγκεκριμένο βανδαλισμό, ο οποίος έβαλε τέλος σε ένα ακόμα σπάνιο και ενιαίο πολιτιστικό μνημείο της ορθόδοξης κληρονομιάς στην Αλβανία. Ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν αφορούν τη θρησκευτική πτυχή του γεγονότος, αλλά απλώς την πολιτιστική πλευρά.
Το συμβάν έλαβε χώρα στις 30 Δεκεμβρίου 2012 και στις 4 Ιανουαρίου 2013. Παρά το γεγονός ότι η αστυνομία ενημερώθηκε εγκαίρως για την πρώτη κλοπή, οπότε οι κακοποιοί αφαίρεσαν πέντε κεφαλές αγίων, δεν έλαβε κανένα μέτρο. Οι δράστες επανήλθαν στις 4 Ιανουαρίου και αφαίρεσαν και άλλα τμήματα αγιογραφιών.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής της Θρησκευτικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, Γκεντιάν Στρατομπέρδα, είπε ότι οι κλοπές, οι βανδαλισμοί και οι βεβηλώσεις των ορθόδοξων ναών ποτέ δεν σταμάτησαν. Τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν κλοπές σε 20 ναούς και μοναστήρια, τα οποία αποτελούν ταυτόχρονα πρώτης τάξεως πολιτιστικά μνημεία. Έδωσε ταυτόχρονα και τις περιοχές των κλοπών που αφορούν τις Μητροπόλεις Βερατίου, Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, δηλαδή το Νότο της σημερινής Αλβανίας.
Ο κ. Στραμπέρδα ανέφερε ακόμα ότι αφού οι κλεφτοσυμμορίες τελείωσαν τις… δουλειές με τις εικόνες, τα εικονοστάσια και τα υπόλοιπα φορητά αντικείμενα αξίας των ορθόδοξων ναών, τώρα καταπιάστηκαν με τις αγιογραφίες.
Οι κλοπές και οι παραβιάσεις των ιερών χώρων αποτελούν από μόνες τους βεβηλώσεις αυτών, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ή οι κλοπές συνοδεύτηκαν από επιπλέον πράξεις βεβήλωσης, ή πραγματοποιήθηκαν εσκεμμένα πράξεις βεβήλωσης, όπως στη Μοσχόπολη, την Απολλωνία, το Βεράτι και αλλού.
Από την πλευρά του το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας σε πρόσφατη ανακοίνωσή του καταγγέλλει την ενέργεια ως «βάνδαλη» και αφού περιγράφει τις ανεπανόρθωτες ζημιές που προκλήθηκαν, αναφέρει ότι «έχοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό των θρησκευτικών μνημείων, θα ήταν πρακτικά αδύνατο να επιτηρούνταν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο όλα αυτά τα μνημεία. Κάτι τέτοιο απαιτεί μεγάλο αριθμό προσωπικού φύλαξης και ειδική υποδομή». Ταυτόχρονα θεωρεί ότι στις περιπτώσεις όπου τα θρησκευτικά ιδρύματα αξιοποιούνται από τους πιστούς, όπως στην περίπτωση του ναού της Αγίας Παρασκευής, «η φύλαξη και η φροντίδα των μνημείων αφορά τόσο το κράτος όσο και την κοινότητα των πιστών».
Για το θέμα αυτό εδώ και χρόνια υπάρχει μια διαφωνία ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και το Υπουργείο Πολιτισμού. Ο διευθυντής της Πολιτισμικής Κληρονομιάς στο ανωτέρω Υπουργείο, Απόλλων Μπάτσε, επιμένει ότι, «σεβόμενοι το νόμο, έχουμε ζητήσει από την Ορθόδοξη Εκκλησία να παραλάβει περίπου 380 ναούς και μοναστήρια που βρίσκονται μέχρι τώρα μέχρι τώρα στη δικαιοδοσία του κράτους ως πολιτιστικά μνημεία και ο Ορθόδοξος Κλήρος αρνείται να τα παραλάβει».
Από τη δική της πλευρά ο Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει ότι πρόκειται για 170 τέτοια μνημεία και όχι για 380. Στον αριθμό 170 η Εκκλησία έχει υπόψη μόνο τους ναούς που μπορούν να αξιοποιηθούν από τους πιστούς για την άσκηση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων. Οι υπόλοιποι ή δεν μπορούν να αξιοποιηθούν, διότι είναι κατεστραμμένοι, ή αποτελούν μνημεία τα οποία αφορούν την αρχαιολογία και όχι την εκκλησία, όπως είναι τα μνημεία παλαιοχριστιανικής περιόδου.