Ο Ανάβατος αποτελεί μεσαιωνικό οχυρωματικό οικισμό που βρίσκεται στο κέντρο της νήσου της Χίου. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται σε μια πληθώρα χαρακτηριστικών ιστορικού, πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Για τον χιακό λαό αποτελεί τόπο μνήμης και ταυτότητας, ενώ οι in situ μελέτες που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, στοχεύουν στη συντήρηση των δομών και στην αποκατάσταση της μορφής και της ιστορικής φυσιογνωμίας του Αναβάτου (εικ. 5).

Αρχές και στόχος

Οι βασικές αρχές της έρευνας στηρίζονται στην περιγραφή της έννοιας του πολιτισμικού-αναπτυξιακού πάρκου από τον André Malraux (σημ. 1) τη δεκαετία του 1970 στη Γαλλία και στη Συνθήκη της Γρανάδας του 1985. Συγκεκριμένα, το πολιτισμικό πάρκο αναδεικνύει το πνεύμα του αρχαιολογικού χώρου ή προβάλλει τα έργα συντήρησης, μέσω της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας του κοινού. Αντίστοιχα, η Συνθήκη της Γρανάδας (σημ. 2) υποστηρίζει ότι η οικιστική κληρονομιά και συγκεκριμένα η διαχείρισή της είναι μία σύνθετη έννοια που πρέπει να αναχθεί σε τρία επίπεδα μελέτης: το χωροταξικό, το αρχιτεκτονικό και το τυπολογικό.

Ο στόχος της ερευνητικής διαδικασίας είναι τριπλός, με σημαντικότερο την αναζωογόνηση του Αναβάτου, δίνοντας έμφαση στο ανθρωπογενές και το φυσικό περιβάλλον, με σεβασμό παράλληλα προς την ιστορικότητα του οικιστικού συνόλου. Επιπρόσθετα, σημαντική επιδίωξη είναι η διαλεκτική σχέση του οικισμού με το σύνολο του νησιού, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για τη βιωσιμότητά τους. Τέλος, σκιαγραφείται η ένταξη του Αναβάτου σε πλέγμα διαδρομών οικονομικοκοινωνικής και πολιτιστικής διεργασίας, παρέχοντας τη δυνατότητα συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας, ενδυνάμωσης της τοπικής οικονομίας και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ιστορικό, φυσικό, αρχιτεκτονικό και κοινωνικό περιβάλλον του νησιού

Βασική παράμετρος της έρευνας είναι η κατανόηση των ιστορικών και κοινωνικοοικονομικών δεσμών που διέπουν τη Χίο καθολικά. Εν τάχει αναφέρεται ότι η Χίος μπορεί να αναγνωστεί σε τρεις βαθμίδες, το βόρειο, το κεντρικό και το νότιο τμήμα που παρουσιάζουν ετερόκλητα χαρακτηριστικά, αλλά στο σύνολό τους σκιαγραφούν το χαρακτήρα του νησιού.

Βόρεια Χίος

Το βόρειο τμήμα είναι αφιλόξενο, ορεινό και περιλαμβάνει αριθμητικά λίγους, απομονωμένους, ηπειρωτικούς οικισμούς που λειτουργούν αυτόνομα. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γενουατικής προέλευσης, γεγονός που αποδεικνύεται από τα οχυρωματικά έργα που διατηρούνται έως τις μέρες μας, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά κτίσματα που έχουν λησμονηθεί, εξαιτίας των ευτελών υλικών κατασκευής τους. Ο πολεοδομικός ιστός είναι χαλαρός και τα κτίσματα διατηρούν την ανεξαρτησία τους οργανωμένα σε δύο ορόφους. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργική καλλιέργεια και, ελλείψει γης, γίνονται ναυτικοί. Δεν παρατηρούμε διευρυμένες εμπορικές δραστηριότητες και εξαγωγή αγαθών όπως στο νότιο τμήμα του νησιού. Σημαντικά τοπόσημα είναι τα Καρδάμυλα και η Βολισσός (εικ. 2), στην ανατολική και τη δυτική περιφέρεια αντίστοιχα. Το καλύτερο δείγμα αρχιτεκτονικής του βόρειου τμήματος βρίσκεται στις Οινούσσες.

Πέραν της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής ταυτότητας, το βόρειο τμήμα παρουσιάζει γεωλογικό ενδιαφέρον, καθώς εδώ βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Γάλακτος. Επίσης, σημαντικό θρησκευτικό τοπόσημο είναι η μονή της Αγίας Μαρκέλλας πλησίον της Βολισσού, που αποτελεί τόπο συγκέντρωσης ντόπιων και ξένων πιστών, ενώ αξιόλογο αρχαιολογικό κατάλοιπο της περιοχής είναι το Ρημόκαστρο, το οποίο βρίσκεται στο οροπέδιο του Αίπους. Τέλος, τα παράλια περιλαμβάνουν ενδιαφέροντα τοπία, με βασικότερες τις ακτές του Γιόσωνα, του Ναγού και του Γυαλισκαριού, στην ανατολική πλευρά του νησιού.

Νότια Χίος (Μαστιχοχώρια)

Η νότια υποενότητα περιλαμβάνει τα Μαστιχοχώρια (εικ. 3). Οι οικισμοί αυτοί αναπτύσσονται ηπειρωτικά του νησιού και στοιχειοθετούν ένα οργανωμένο και αδιάσπαστο σύνολο με παρόμοια πολεοδομικά χαρακτηριστικά, όπου οι κάτοικοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες και ιδιαίτερα με τα μαστίχια. Η συνολική εσωστρεφής διάταξη και επικοινωνία των χωριών δηλώνει δύο συνθήκες: την οργάνωση εκατέρωθεν των εκτάσεων με τους σκίνους και την προστασία από εξωτερικούς κινδύνους. Συμπληρωματικά ως προς την άμυνα, διαμορφώνεται ένα δίκτυο από κάστρα, βίγλες, πύργους και παρατηρητήρια εντός των οικιστικών μονάδων και επιπρόσθετα σε καίρια σημεία κατά μήκος της ακτογραμμής. Η πολεοδομική οργάνωση είναι ταυτόσημη σε όλα τα σύνολα και βασικό της γνώρισμα είναι το τετράγωνο ή πολυγωνικό οχυρό εξωτερικό περίβλημα που πλάθεται από τις ίδιες τις κατοικίες και συγκροτεί «ένα κτίριο», παρουσιάζοντας εξάρσεις μοναχά στα σημεία των πύργων που προσανατολίζονται στα σημεία του ορίζοντα και αποσκοπώντας στην επίτευξη δύο στόχων, της ασφάλειας και της εξοικονόμησης χώρου. Εντός αυτού του συμπλέγματος χωροθετούνται οι υπόλοιπες κατοικίες με κοινά χαρακτηριστικά δόμησης και δαιδαλώδη, συχνά αδιέξοδη, χάραξη οδικού συστήματος. Κεντρικά του οικισμού τοποθετούνται ο κεντρικός πύργος, η μικρή πλατεία και η εκκλησία, μετουσιώνοντας σε κτίριο και τόπο τις εκφράσεις των αμυντικών, οικονομικοκοινωνικών και θρησκευτικών αναγκών του λαού.

Σε αυτό το τμήμα του νησιού στεγάζεται πληθώρα θρησκευτικών κτισμάτων, τα οποία δημιουργούν ένα ενδιαφέρον δίκτυο κινήσεων. Σημαντικότερο εξ αυτών είναι το μοναστήρι του Άγιου Μηνά, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τη νεότερη ιστορία της Επανάστασης. Επιπρόσθετα, σε αυτήν την περιοχή υπάρχουν στοιχεία του αρχαίου πολιτισμού της Χίου, καθώς στο λόφο του Εμπορειού συναντώνται τα ερείπια ενός οικισμού στρατηγικής θέσης του 8ου αι. π.Χ. που περιλαμβάνει οχυρωμένη ακρόπολη και οικιστικό πυρήνα. Τέλος, η νότια Χίος χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα φυσικά τοπία με σημαντικότερα τα σπήλαια και τις παραλίες. Το Σπήλαιο των Ολύμπων και το Σπήλαιο Λιθίου έχουν εντυπωσιακό σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο. Επίσης, ενδιαφέρουσες παραλίες είναι εκείνες του Εμπορείου, της Κώμης και του Λιθιού που συνδυάζουν το φυσικό τοπίο με μικρές παραδοσιακές μονάδες αναψυχής και παραθερισμού.

Κεντρική Χίος

Στη μεσαία ζώνη συγκαταλέγονται η πρωτεύουσα, η Χώρα, και ο Κάμπος που συνθέτει το δεύτερο πλουτοπαραγωγικό κέντρο του νησιού. Σε αυτήν τη γεωγραφική ενότητα εντάσσεται και ο Ανάβατος.

Η πόλη (εικ. 4) είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στο μέσο της ανατολικής πλευράς του νησιού, προσανατολισμένη προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας στη Μικρά Ασία, και στοιχειοθετεί το διοικητικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο του. Ιστορικής σημασίας είναι το Κάστρο, το οποίο αποτέλεσε τον πυρήνα της πόλης από τα βυζαντινά χρόνια και μετεξελίχθηκε κατά τη γενουατική κατάκτηση, σύμφωνα με τα πρότυπα της Γένοβας. Η περίοδος αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική για το νησί καθώς οι επεμβάσεις των Γενοβέζων στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα και τον πολεοδομικό ιστό επέδρασαν στη μορφή και την οργάνωση όχι μόνο της πόλης, αλλά του συνόλου της νήσου. Η τουρκική κυριαρχία δεν αλλοίωσε την εικόνα και τις δομές της πόλης, έως τα δρώμενα του 1822. Η νεότερη πόλη ανοικοδομήθηκε με νεοκλασικά κτίρια, στα πρότυπα της Σμύρνης. Η σύγχρονη αντίστοιχα, αποτελεί ένα σύγχρονο αστικό κέντρο, διατηρώντας εντούτοις γνωρίσματα του παρελθόντος, όπως το Τζαμί, τη Βιβλιοθήκη Κοραή και σημαντικό αριθμό μεμονωμένων κτιρίων στο θαλάσσιο μέτωπο και στο εσωτερικό της. Το λιμάνι είναι η σημαντικότερη γέφυρα επικοινωνίας, εμπορίου και τουρισμού.

Ο Κάμπος είναι πεδινός, εύφορος και φημίζεται για τις εντυπωσιακές επαύλεις που αποτελούσαν την εξοχική κατοικία των εύπορων Χιωτών και των ευγενών. Συνθέτει ένα ιδιαίτερο οικιστικό σύνολο με δαιδαλώδεις χαράξεις και δείγματα ενός εξαίρετου αρχιτεκτονικού ιδιώματος, γεγονός οφειλόμενο σε ένα κράμα δυτικού, ανατολικού και τοπικού λεξιλογίου. Βασική μονάδα οργάνωσης είναι το περιβόλι με το αρχοντικό του. Στην έκταση του Κάμπου γίνεται η παραγωγή εσπεριδοειδών και μέσω αυτού καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού.

Σε αυτήν την υποπεριοχή εντάσσεται το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής. Αποτελούσε κέντρο γεωργίας, εμπορίου και φιλοξενίας, πέραν του θρησκευτικού, ιστορικού και πολιτικού ρόλου που διαδραμάτιζε τα χρόνια της ακμής του.

Ανάβατος

Το οικιστικό σύνολο του Αναβάτου αναπτύσσεται στην παρειά ενός βράχου, ύψους 450 μέτρων περιβαλλόμενου από δύο φαράγγια, στοιχειοθετώντας μία δυναμική οργανική μορφή 400 κτισμάτων σε άμεση εξάρτηση με το κυρίαρχο φυσικό χαρακτηριστικό της τοπιογραφίας. Η πρωταρχική του ίδρυση τοποθετείται στην πεδινή έκταση που βρίσκεται στις παρυφές του. Η μετέπειτα «ανάβαση» στη βραχώδη κορυφή συντελείται στο πλαίσιο μιας αμυντικής-στρατιωτικής λογικής. Ο πρωταρχικός πυρήνας του οικισμού συνθέτει ένα αυστηρά περιτειχισμένο σύνολο, διαμορφωμένο από περίβολο και τις εξωτερικές παρειές των κτισμάτων. Καλύπτει 800 τετραγωνικά μέτρα. Στο χώρο αυτό βρίσκονται ο ναός του Ταξιάρχη και το Τριώροφο με το Λιτρουβειό στο ισόγειο, τη Δεξαμενή και το Διδακτήριο στον όροφο και την εκκλησία της Παναγίας των Εισοδίων (εικ. 5) στον επόμενο. Το εν λόγω σύνολο βρισκόταν σε μορφή ερειπιώνα, με κτίσματα γκρεμισμένα, τις διαδρομές χαμένες και τον πολεοδομικό ιστό να μην αναγνωρίζεται. Τα τελευταία χρόνια, τμήματα των κτισμάτων αποκαταστάθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων.

Κατά το τέλος της Γενουατοκρατίας ο οικισμός επεκτάθηκε ανατολικά και αναπτύχθηκε το Μεσοχώρι (εικ. 6), το οποίο καταστράφηκε κατά τα γεγονότα του 1822, εντούτοις εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά το 1881, μετά τον μεγάλο σεισμό που ισοπέδωσε το σύνολο της Χίου. Οι υπαίθριοι χώροι είναι ελάχιστοι και το οδικό δίκτυο οργανώνεται σε δύο παράλληλους άξονες που ακολουθούν τις υψομετρικές καμπύλες σε προσανατολισμό Βορρά-Νότου και σε πληθώρα εγκάρσιων και παράλληλων μικρότερων διακλαδώσεων. Τα κτίσματα είναι μικρά, διώροφα και μονόχωρα στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ενώ καλύπτονται από καμάρα και δώμα. Το ισόγειο χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος ή στάβλος, ενώ ο όροφος στεγάζει την οικογένεια. Τα δύο επίπεδα επικοινωνούν μεταξύ τους εσωτερικά, μέσω κλιμακοστασίου. Η είσοδος είναι μοναδιαία και προσανατολισμένη προς τα δίκτυα κινήσεων. Τα ανοίγματα τοποθετούνται πάντα στον όροφο και είναι τοξωτά, μικρού μεγέθους και περιορισμένου αριθμού. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι η θεμελίωση, καθώς σε πληθώρα περιπτώσεων οι τοίχοι εδράζονται απουσία θεμελίων απευθείας στο βράχο, ο οποίος δύναται να καταλαμβάνει έως το μισό τμήμα του ισόγειου χώρου.

Το κατώτερο τμήμα του συνόλου είναι το νεότερο και ιδρύθηκε μετά το σεισμό από τους εναπομείναντες κατοίκους. Παρουσιάζει διαφορές με το Μεσοχώρι σε επίπεδο χωρικής οργάνωσης, ογκοπλασίας και όψεων των κατοικιών, καθώς τα κτίσματα είναι μεγαλύτερα των προηγούμενων φάσεων, διώροφα με κεραμοσκεπή και πανταχόθεν ελεύθερα στο οικόπεδο. Στο τμήμα αυτό βρίσκεται ο νεότερος ναός του Ταξιάρχη και εκτός του οικιστικού συνόλου σώζεται ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα.

Η πρόταση αναβίωσης του οικισμού

Η πρόταση αναβίωσης του οικισμού στηρίζεται στο δίπολο της επανακατοίκησης του ιδίου και της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων στο σύνολο του νησιού. Ο επανασχεδιασμός του οικιστικού συνόλου βασίζεται στην τριαδική ανάπτυξή του. Η περιγραφή της προτεινόμενης διαδικασίας διαρθώνεται στις φάσεις της ανάλυσης, και συγκεκριμένα οργανώνεται με βάση το σύστημα των διαδρομών, των ελεύθερων και δομημένων χώρων, των μνημείων και των χρήσεων-λειτουργιών που θα χωροθετηθούν.

Το συνολικό σκεπτικό περιλαμβάνει μία διευρυμένη ομάδα νέων ατόμων που θα κατοικήσουν μόνιμα στον οικισμό, όπου θα καλύπτονται οι καθημερινές ανάγκες διαμονής, εργασίας, αναψυχής και εκπαίδευσης, ώστε να αποτελέσουν τον πυρήνα του ανθρώπινου δυναμικού που θα υποστηρίξει όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες που θα προκύψουν μέσα από το πολιτισμικό πάρκο. Επιπρόσθετα, θα αποτελέσει τον βασικό πυρήνα οργάνωσης των καταλυμάτων των διαδρομών και αυτό θα επιτευχθεί με την περιοδική «ενοικίαση» των κτισμάτων. Συγκεκριμένα, τμήμα των ιδιοκτητών θα «δανείζουν» τις κατοικίες τους σε τουριστικές περιόδους, ενώ θα έχουν τη δυνατότητα να παραμένουν σε αυτές τις υπόλοιπες περιόδους, όπως κατά τη διάρκεια του μαζέματος των ελιών. Η εν λόγω σύμβαση δημιουργεί τη δυνατότητα συγκέντρωσης χρηματικών ποσών που θα αποδίδονται στον οικισμό, ώστε να συντηρούνται τα κτίσματα.

Η συλλογιστική της πρότασης ορίζει τον Ανάβατο ως το οργανωτικό μέσο των διαδρομών-πορειών που θα εκτείνονται στο σύνολο του νησιού και θα αναδεικνύουν τόσο τον οικισμό όσο και τη Χίο. Για το λόγο αυτό, προτείνεται η εξωστρέφεια ως το βασικό χαρακτηριστικό του οικιστικού συνόλου, γεγονός που υποστηρίζεται από την πολλαπλή εγκατάσταση διαφορετικών χρήσεων. Ο λόγος που υποστηρίζεται μία τέτοια σκέψη είναι η ανάγκη εφαρμογής υπερτοπικού χαρακτήρα στον οικισμό, ώστε να είναι δυνατή η βιώσιμη ανάπτυξή του. Επιπρόσθετα, η αυτονομία είναι βασική παράμετρος οργάνωσης του χωριού, εξαιτίας της απόμακρης θέσης του. Εντός του οικισμού τα όρια του ημιδημόσιου και του ιδιωτικού χώρου είναι συγκεχυμένα. Ο χαρακτήρας αυτός θεωρήθηκε θεμιτό να διατηρηθεί καθώς έρχεται σε συνέχεια με τον ιστορικά οχυρωματικό χαρακτήρα του. Η ανάπτυξη του ιστού γίνεται εκατέρωθεν του βασικού άξονα κίνησης που συνδέει το κατώτερο τμήμα με την ακρόπολη (εικ. 7).

Το πολιτισμικό-αναπτυξιακό πάρκο ως εγχείρημα ανάπτυξης του Αναβάτου και του νησιού της Χίου

Η διαδικασία της επανακατοίκησης του Αναβάτου αποτελεί το πρωταρχικό βήμα από το οποίο θα οργανωθεί το πλέγμα των πορειών-διαδρομών στο σύνολο της Χίου, ώστε να αναπτυχθεί η δυαδική και αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στη μικροκλίμακα του οικισμού και στο νησί. Χρησιμοποιείται ο όρος «πλέγμα» επειδή διαθέτει κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα, έναντι του δικτύου που είναι τεχνοκρατικός όρος. Οι εν λόγω πορείες μπορεί να συνεισφέρουν στην οικονομική ενίσχυση του νησιού –μέσω νέων θέσεων εργασίας, επαναχρησιμοποίησης αδρανών οικιστικών συνόλων και εισφοράς κονδυλίων– και να αρθεί η απομόνωση του μελετώμενου οικιστικού συνόλου.

Ο κοινωνικός τουρισμός είναι ο αμεσότερος τρόπος προσέλκυσης μεγάλου αριθμού χρηστών και προϋποθέτει πληθώρα δράσεων, με σημαντικότερη την αποκατάσταση των κτισμάτων και του πολεοδομικού ιστού του Αναβάτου και επιπρόσθετα την εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης, ύδρευσης και τηλεφωνίας. Στην περίπτωση αυτή, οι αποκαταστημένες από την Εφορεία Αρχαιοτήτων κατοικίες αποδίδονται στα χέρια των ιδιοκτητών που μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν ως μικρές μονάδες φιλοξενίας, ψυχαγωγίας, τοπικής διανομής εμπορίου ή ακόμα και ιδιωτικής κατοικίας, εφόσον στόχος είναι η χρόνια και όχι η περιστασιακή κατοίκηση του. Η επανάχρηση των κτισμάτων από ιδιώτες γίνεται πάντοτε υπό την αιγίδα της Αρχαιολογική Υπηρεσίας, προς αποφυγή κινήσεων που «προσβάλλουν» τον ιστορικό οικισμό. Η εν λόγω διαδικασία πιθανότατα θα αποδώσει καλύτερα όταν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο συλλογικού κοινωνικού τουρισμού και διαφήμισης, όπου τα υπόλοιπα κατοικημένα οικιστικά σύνολα των Μαστιχοχωρίων και της Βόρειας Χίου θα χρησιμοποιήσουν εγκαταλειμμένες μονάδες για τον ίδιο σκοπό – τη φιλοξενία μη τοπικού πληθυσμού. Μια εναλλακτική μορφή κοινωνικού τουρισμού είναι αυτή των εμπορικών ενώσεων. Ο Ανάβατος μπορεί να λειτουργήσει ως το γεωγραφικό και οικονομικό σημείο σύγκλισης των υπόλοιπων μερών της Χίου, όπου θα γίνεται η παρουσίαση και η επεξεργασία δειγμάτων τοπικής παραγωγής, όπως η μαστίχα, το κρασί και τα εσπεριδοειδή, οργανώνοντας συμπόσια και εκθέσεις τοπικής και υπερτοπικής γαστρονομικής θεματολογίας.

Ο περιβαλλοντικός τουρισμός είναι ομοίως διευρυμένη οικονομική παράμετρος, υπό τη γεωγραφική σκοπιά αυτή τη φορά. Το νησί παρουσιάζει ετερόκλιτες συνθήκες εικόνων, μορφών και φύτευσης σε μία έντονη εναλλαγή ορεινών, πεδινών και παραθαλάσσιων εκτάσεων σε συνδυασμό με μικρά και γραφικά χωριά. Η ανάδειξη του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος είναι εφικτή μέσω χάραξης διαδρομών που θα συνδέουν τις υποπεριοχές, αλλά και στάσεων πληροφόρησης και κατάλυσης. Ο Ανάβατος μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την πρόταση τόσο εξαιτίας της ίδιας της τοπιογραφίας του, όσο και ως παράδειγμα της ανθρώπινης εγκατάστασης σε μια δυσμενή φυσική τοποθεσία.

Τις προαναφερθείσες προτάσεις συμπληρώνει η συμμετοχή σε προγράμματα πολιτιστικού και εκπαιδευτικού τουρισμού, καθώς επίσης και θρησκευτικών δρώμενων. Στην εν λόγω περίπτωση ο Ανάβατος αποδίδει οργανωτικά στην ανάδειξη της τοπικής ιστορίας, λαογραφίας και αρχιτεκτονικής ταυτότητας της Χίου. Σε αυτή τη διαδικασία ο οικισμός κατέχει την πρωτοκαθεδρία, καθώς αποτελεί το σύμβολο της πολιτικής και θρησκευτικής ανεξαρτησίας του νησιού, ύστερα από τη μεγάλη οθωμανική καταστροφή. Η συγκεκριμένη πρόταση εμπερικλείει τον μεγάλο αριθμό μοναστηριών που υπάρχουν στη Χίο και συμμετείχαν στη γραφή της νεότερης ιστορίας.

Οι πορείες- διαδρομές

Οι διαδρομές οργανώνονται στον άξονα Βορρά-Νότου και αναπτύσσονται στην ανατολική και δυτική πλευρά, καλύπτοντας τους βασικότερους οικισμούς, τα στοιχεία οικολογικού ενδιαφέροντος, τα θρησκευτικά τοπόσημα και τους αρχαιολογικούς χώρους. Σε αυτό το εγχείρημα, μέτοχοι είναι οι περιηγητές, οι μελετητές της ιστορίας, της αρχιτεκτονικής, των παραδόσεων και οι παραθεριστές (εικ. 8).

Ανατολική διαδρομή

Η ανατολική διαδρομή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκείνη που αναδεικνύει τον ανθρωπογενή παράγοντα. Ξεκινά από τα Καρδάμυλα, που αποτελούν τον βασικό οικιστικό πυρήνα του βορειοανατολικού τμήματος, και διασχίζει τους παράκτιους οικισμούς της Λαγκάδας και το μοναστήρι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, για να καταλήξει στον Βροντάδο και τον αρχαιολογικό χώρο της Δασκαλόπετρας. Σε μία διακλάδωση της διαδρομής, υπάρχει η δυνατότητα σύνδεσης του νησιωτικού συμπλέγματος των Οινουσσών με τη Λαγκάδα. Μία επόμενη διακλάδωση οδηγεί στο βουνό Αίπος και τον αρχαιολογικό χώρο του Ρημόκαστρου. Μετά τον Βροντάδο, πλησιάζουμε την πόλη της Χίου που αποτελεί τον πυρήνα του νησιού. Ακολουθώντας μία εσωτερική διαδρομή, το επόμενο σημαντικό τμήμα του νησιού που συναντάμε είναι το πολεοδομικό συγκρότημα του Κάμπου, με τα ιδιαίτερα πολεοδομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η πορεία συνεχίζει προς τα Θυμιανά και το μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Από αυτό το σημείο και έπειτα, η πορεία συνεχίζει προς τα Μαστιχοχώρια. Στην προέκτασή της βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του νεολιθικού οικισμού του Εμπορειού με την ομώνυμη παραλία. Σε γειτνίαση με αυτήν βρίσκεται η Κώμη, σημαντικό παραθεριστικό κέντρο κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών.

Δυτική διαδρομή

Η δυτική διαδρομή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκείνη που αναδεικνύει τα στοιχεία οικολογικού ενδιαφέροντος, όπως είναι τα σπήλαια, οι παραλίες και τα δάση του νησιού. Ξεκινά από τη Βολισσό που αποτελεί τον βασικό οικιστικό πυρήνα του βορειοδυτικού τμήματος. Στη βόρεια προέκταση της διαδρομής συναντώνται το μοναστήρι της Αγίας Μαρκέλλας και το σπήλαιο του Αγίου Γάλακτος με το ομώνυμο χωριό. Μετά τη Βολισσό, ακολουθούν οι παράκτιοι οικισμοί της Σιδηρούντας και του Λιθίου με τις παραλίες τους. Εν συνεχεία, συναντάμε τους οχυρωματικούς οικισμούς των Μεστών και των Ολύμπων. Στους οικισμούς αυτούς μπορεί να οργανωθεί ένας ακόμη πυρήνας καταλυμάτων στο πλαίσιο αυτών των διαδρομών. Η νότια προέκταση οδηγεί στο σπήλαιο των Ολύμπων και στον αρχαίο ναό του Φαναίου Απόλλωνα.

Το ενδιαφέρον στοιχείο των διαδρομών είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλαπλασιαστικά από διαφορετικούς χρήστες κάθε φορά. Η εγκάρσια σύνδεση των δύο διαδρομών δημιουργεί το πλέγμα τους, που χρησιμοποιεί ως βασικό στοιχείο οργάνωσης, συντονισμού των δραστηριοτήτων και στάσεων-καταλυμάτων τον Ανάβατο και τη σχέση του με την πόλη της Χίου (εικ. 9).

Επίλογος

Εν κατακλείδι, η ανάδειξη και η αναζωογόνηση ενός ιστορικού οικισμού οφείλει να στηρίζεται στη δυνατότητα συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας, στην ενδυνάμωση της τοπικής οικονομίας και, τέλος, στο σεβασμό απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και στην πολιτιστική κληρονομιά. Στην εν λόγω ερευνητική διαδικασία επιχειρήθηκε να αποδειχθεί ο βαθμός στον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη του Αναβάτου μπορεί να στηριχθεί σε αυτή τη διαλεκτική του σχέση με το σύνολο του νησιού. Βασική παράμετρος σε αυτή τη διαδικασία είναι ο αποχαρακτηρισμός της οικιστικής μονάδας ως «αρχαιολογικής-μνημειακής» και η αντιμετώπισή της ως εν δυνάμει επανακατοικήσιμης.

Σε αυτής της μορφής τα μνημεία, θεοδόλιχοι της ζωής και του πολιτισμού είναι οι κάτοικοι, οι περιστασιακοί και μόνιμοι χρήστες, οι μελετητές και περιηγητές, οι οποίοι αξίζει να αναρωτηθούν τα οφέλη μίας διευρυμένης διαχείρισης των ιστορικών περιοχών και του συνόλου τους. Στην εν λόγω προσπάθεια, τα κεκτημένα μπορούν να μετρηθούν μακροπρόθεσμα και η αμηχανία που προκύπτει ανάμεσα στην προστασία της ιστορικότητας και την ανάγκη για εκσυγχρονισμό είναι εύλογη. Εντούτοις, η βιωσιμότητα του Αναβάτου είναι μία διαδικασία που πρέπει να αρχίσει εκ του μηδενός και υπό την έννοια αυτή, η ισορροπία των δύο αντικρουόμενων θέσεων είναι δυνατό να επέλθει μέσω της κατανόησης των σύγχρονων αναγκών.

Θεοδώρα Μαγγανά

Αρχιτέκτων Μηχανικός ΑΠΘ

 

* Η εν λόγω μελέτη αποτέλεσε τμήμα ερευνητικής και διπλωματικής εργασίας που εκπονήθηκε στον Τομέα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής ανάπτυξης του ΑΠΘ. Αποτελεί ένα εγχείρημα (πιλοτικό πρόγραμμα) το οποίο αποπειράται να επισημάνει την αξία της διευρυμένης αντιμετώπισης ενός ιστορικού υποσυνόλου (Ανάβατος), υπό το πρίσμα της ένταξής του στο κοινωνικοοικονομικό, πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον του (νησί της Χίου).