Τον Μάρτιο του 2008 βρέθηκε στο μέσον της προβλεπόμενης διαδρομής 15 του γηπέδου γκολφ, κάτω από μια ελιά, τμήμα πήλινου ανάγλυφου πλακιδίου της Αρχαϊκής Εποχής (γύρω στα 650 π.Χ.), με παράσταση γυναικείας μορφής στον τύπο της Πότνιας Θηρών (θεάς προστάτιδας των ζώων).

Το εύρημα αυτό αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη για τους αρχαιολόγους, ότι κάπου πλησίον θα πρέπει να υπήρχε ένα ιερό ήδη από την Αρχαϊκή Εποχή (7ος-6ος αι. π.Χ). Ακολούθησε εξονυχιστική ανασκαφική έρευνα στη γύρω περιοχή, ώσπου τελικά αποκαλύφθηκε μια βραχώδης θέση από την οποία περνούσε ένα ρυάκι (εικ. 2). Ανάμεσα στους βράχους υπήρχαν στάχτες και πολλά μικροσκοπικά πήλινα αγγεία, που ήταν γνωστά αφιερώματα σε αρχαία ιερά. Στον ευρύτερο χώρο βρέθηκαν διάσπαρτα πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια της Αρχαϊκής και Κλασικής Εποχής καθώς και μεγάλος αριθμός θραυσμάτων πλακιδίων του 650 π.Χ., που παριστάνουν μια όρθια γυναικεία μορφή η οποία κρατά στα χέρια της από ένα μικρό ζώο (εικ. 1). Έτσι απεικονιζόταν στην αρχαιότητα η θεά Άρτεμις ή η Πότνια Θηρών. Φαίνεται λοιπόν πως στο σημείο αυτό υπήρχε ένα υπαίθριο ιερό όπου γινόταν λατρεία μιας θεότητας, προστάτιδας των άγριων ζώων και της φύσης.

Με τη σκέψη ότι συνήθως ένα πρώιμο ιερό το διαδέχεται αργότερα ένας ναός, συνεχίστηκε η λεπτομερέστατη αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή του ιερού, η οποία δεν μας διέψευσε!

Τελικά ο ναός ανακαλύφθηκε δυτικά του υπαίθριου ιερού, πολύ κοντά στον ποταμό Σέλα.

Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο, με προσανατολισμό από τα ανατολικά προς τα δυτικά, με την είσοδο στη Δύση (εικ. 3). Το δυτικότερο τμήμα του ναού δεν σώζεται, προφανώς επειδή έχει παρασυρθεί από τα νερά του Σέλα ποταμού. Αργότερα, τα νερά χειμάρρου, που περνούσαν μετά την καταστροφή του ναού πάνω από τα ερείπια, προκάλεσαν, ήδη στην αρχαιότητα, τη μετατόπιση των οικοδομικών λειψάνων κυρίως της βόρειας πλευρά του μνημείου.

Μετά την ανασκαφή του ναού διαπιστώθηκε ότι οι μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις του είναι 16,5 μ. μήκος και 6,40 μ. πλάτος, ενώ το συνολικό μήκος του θα πρέπει να υπολογιστεί στα 17 μ. περίπου (εικ. 4).

Τα θεμέλια είναι κατασκευασμένα από σχεδόν ορθογώνιους λίθους από ψαμμιτικό πέτρωμα, ενώ η ανωδομή αποτελείτο από πλίθρες.

Κατά μήκος του κεντρικού άξονα του κτιρίου υπήρχαν λίθινες βάσεις (τρεις σωζόμενες στη θέση τους), για τη στήριξη της στέγης με ξύλινους στύλους, ενώ το δάπεδο αποτελείτο μόνο από πατημένο φυσικό χώμα. Βάση λατρευτικού αγάλματος ή επιγραφές δεν βρέθηκαν στο εσωτερικό του.

Η κάτοψη του ναού είναι χαρακτηριστική των πρώιμων αρχαϊκών ελληνικών ναών με το επίμηκες σχήμα και το σχετικά στενό πλάτος.

Στο εσωτερικό του βρέθηκε αδιατάρακτο το στρώμα των πεσμένων κεραμίδων της στέγης (εικ. 5), ενώ αρκετές βρέθηκαν περιμετρικά του κτιρίου. Η ύπαρξη στάχτης πάνω και κάτω από τα πεσμένα κεραμίδια φανερώνει ότι το κτίριο θα πρέπει να καταστράφηκε στην αρχαιότητα από πυρκαγιά.

Τα ακροκέραμα της στέγης (εικ. 6) ήταν λακωνικού τύπου, ημικυκλικά, με πλούσια ανάγλυφη φυτική διακόσμηση, γεγονός που υποδηλώνει την προσεγμένη κατασκευή του κτιρίου.

Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκε εξωτερικά του κτιρίου, στο έδαφος, ολόκληρη η σειρά των ακροκεράμων κοντά στις αρχικές τους θέσεις και με τις σωστές αποστάσεις μεταξύ τους.

Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, ο ναός θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία από τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος αι. π.Χ.) έως την Ελληνιστική Εποχή (3ος-2ος αι. π.Χ.).

Εξωτερικά του βόρειου τοίχου του ναού αποκαλύφθηκαν λείψανα θεμελίων και άλλων κτισμάτων, γεγονός που φανερώνει ότι στο περιβάλλον του υπήρχαν και άλλα βοηθητικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ή και τους πιστούς που επισκέπτονταν το ναό.

Τα οικοδομήματα αυτά δεν έχουν ανασκαφεί και παραμένουν ακόμη θαμμένα κάτω από το έδαφος.

Επίσης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ο βωμός του ναού, όπου θα πρέπει να γίνονταν θυσίες και τελετές προς τιμήν της λατρευόμενης θεότητας.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η ανασκαφική έρευνα στο περιβάλλον του ναού δεν έχει εξαντληθεί, ενώ παραμένουν πολλά ερωτηματικά αναπάντητα.

Η αποκάλυψη του ναού αυτού είναι εξαιρετικά σημαντική, επειδή πρόκειται για ένα νέο μνημείο της Μεσσηνίας, το οποίο δεν αναφέρεται ούτε σε αρχαίες πηγές ούτε από τους περιηγητές, ενώ δεν υπήρχε καμία ορατή ένδειξή του στο έδαφος.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για τον μοναδικό ναό της πρώιμης Αρχαϊκής Εποχής (7ος αι. π.Χ.), που αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στην περιοχή της Πυλίας, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσσηνία!

Η ιστορική σημασία του είναι ακόμη μεγαλύτερη αν συνδυαστεί και με τα γεγονότα της εποχής εκείνης, κατά την οποία ταλάνιζαν τη Μεσσηνία οι καταστροφικοί Μεσσηνιακοί πόλεμοι και ουσιαστικά η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων.

Δρ Jörg Rambach

Αρχαιολόγος