Το δεύτερο μεγάλο τμήμα της υπό κατασκευή Iονίας οδού, στη βόρεια Αιτωλοακαρνανία, οριοθετείται από την περιοχή Κουβαρά έως το Μενίδι. Οι προς έρευνα θέσεις στο τμήμα αυτό, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, είναι σαφώς λιγότερες από εκείνες του πρώτου, νότιου τμήματος της οδού, Αντίρριο-Κεφαλόβρυσο.
Η πρώτη θέση που ερευνήθηκε βρίσκεται 5 χλμ. νοτίως της Αμφιλοχίας και ονομάζεται «Ταμπούρι». Η θέση ήταν άγνωστη, πλην όμως αναμενόμενη, λόγω της πλεονεκτικής γεωγραφικής της θέσης. Βρίσκεται στις χαμηλές υπώρειες του όρους Θύαμος, ανατολικά της λίμνης Αμβρακίας, που απλώνεται σε μικρή απόσταση μπροστά της, και στο δρόμο που ξεκινούσε από τον αρχαίο Στράτο και οδηγούσε στην Ήπειρο. Επομένως η θέση διαθέτει όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη οικισμών.
Με την έναρξη των σκαπτικών εργασιών εμφανίστηκαν αρχαία οικοδομικά λείψανα (εικ. 1). Η σωστική ανασκαφή που ακολούθησε έφερε στο φως οικοδόμημα των ύστερων κλασικών-πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (σημ. 1). Συγκεκριμένα πρόκειται για μεγάλη αγροικία, η οποία εκτός από τους λειτουργικούς και χρηστικούς χώρους της, διέθετε πύργο (εικ. 2) και περιμετρικό οχυρωματικό περίβολο (σημ. 2). Τα λεγόμενα πυργόσπιτα εμφανίζονται και σε άλλες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, όπως στην ακρόπολη της Νέας Πλευρώνας, στο Αντίρριο, αλλά και στη Λευκάδα. Όλο το συγκρότημα καταλαμβάνει έκταση ενός περίπου στρέμματος και φαίνεται ότι ήταν αυτόνομο και καλά οργανωμένο, αποτελούμενο από 13 χώρους. Το κτήριο δεν διατηρήθηκε σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, εφόσον ουσιαστικά διασώθηκε σε επίπεδο θεμελίων. Στους διάφορους χώρους του ωστόσο αναγνωρίστηκαν οι αποθηκευτικοί, το τροφοπαρασκευαστήριο κ.ά.
Τα κινητά ευρήματα ήταν τα αναμενόμενα. Τον μεγαλύτερο όγκο τους καταλαμβάνει η κεραμική, η οποία στην πλειονότητά της ήταν αβαφής, χωρίς όμως να απουσιάζει και η καλής ποιότητας μελαμβαφής κεραμική, αλλά και η ερυθρόμορφη. Όσον αφορά στη νομισματική μαρτυρία, 21 χάλκινα και ένα ασημένιο νόμισμα μας προσφέρουν ένα σαφές χρονολογικό πλαίσιο λειτουργίας και εγκατάλειψης της αγροικίας από τον 4ο μέχρι και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., το οποίο επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία της κεραμικής.
Στην ίδια περιοχή (της Στάνου), νότια της αγροικίας, σε απόσταση 300 μ. περίπου, άρχισε πρόσφατα και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη η ανασκαφή ενός αρκετά εκτεταμένου αρχαίου οικισμού, ο οποίος αναπτύσσεται σε τρία τουλάχιστον άνδηρα και σύμφωνα με μία προκαταρκτική προσέγγιση χρονολογείται από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., ενώ φαίνεται ότι εγκαταλείπεται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., όπως και η προαναφερθείσα αγροικία.
Η θέση στην οποία βρίσκεται η αγροικία, αλλά και ο οικισμός, κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί. Η λίμνη της Αμβρακίας, όπως και όλες οι λίμνες της Ακαρνανίας (Οζερός, Βουλκαρία και Μελίτη) δεν ήταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια στη ζωή των Ακαρνάνων. Στην αρχαιότητα το όνομά της δεν ήταν Αμβρακία, αλλά από τη λίμνη ολόκληρη η περιοχή εκαλείτο Λιμναία, ενώ σύμφωνα με τις γραπτές πηγές ήδη στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. υπήρχε μία ατείχιστος κώμη με το όνομα αυτό. Η πλειονότητα των ερευνητών τοποθετεί την αρχαία Λιμναία στη σημερινή Αμφιλοχία, όπου έχει εντοπιστεί και είναι ορατά τα κατάλοιπα μίας καλά οχυρωμένης πόλης (σημ. 3).
Μια δεύτερη αρχαιολογική θέση ήλθε στο φως, στο πλαίσιο κατασκευής της Ιονίας οδού, στο βόρειο αυτό τμήμα της. Βορειότερα της Αμφιλοχίας, σε υψόμετρο 293 μ. στην ανατολική ακτή του Αμβρακικού κόλπου, νότια της πόλης του Μενιδίου, στη θέση «Παλιοκούλια-Πλακωτή», ερευνήθηκε μονόχωρο κτήριο ορθογώνιας κάτοψης με σωζόμενες διαστάσεις 8×6 μ. (εικ. 3). Το κτήριο έχει θεμελιωθεί επάνω στον φυσικό βράχο, από τον οποίο έχουν κατασκευαστεί και οι δόμοι των τοίχων. Είναι χτισμένο σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας και έχει προσανατολισμό Β-Ν. Η διατήρησή του είναι εξαιρετικά αποσπασματική. Έχει διατηρηθεί η δυτική πλευρά του, με δύο σειρές δόμων, και η νότια, καθώς και τμήμα της βόρειας, ενώ εξαιρετικά αποσπασματική είναι η διατήρηση της ανατολικής. Η ανεύρεση αρκετών ειδωλίων και μικκύλων αγγείων δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για μικρό ιερό, άγνωστης μέχρι στιγμής θεότητας.
Ο εντοπισμός του ιερού αυτού υπήρξε απρόσμενος, καθώς βρίσκεται σε αρκετά δύσβατο ορεινό σημείο, πάνω από το δρόμο που οδηγεί από την Αμφιλοχία στο Μενίδι. Τοπογραφικά εντάσσεται στη χώρα των Αμφιλόχων που είχαν ως πρωτεύουσά τους το Αμφιλοχικό Άργος (σημ. 4), η θέση του οποίου έχει ταυτιστεί με τα ερείπια οχυρωμένης πόλης λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα του ιερού και σε σχετικά κοντινή απόσταση από τα παράλια του Αμβρακικού κόλπου. Ωστόσο στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν σε διάφορες θέσεις οικιστικά κατάλοιπα, λείψανα οχυρώσεων, αλλά και μεμονωμένων πύργων.
«Κατασκευή οδικής σύνδεσης περιοχής Ακτίου με τον δυτικό άξονα Β-Ν». Νεκροταφείο Ανακτορίου
Το έργο, που ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2011 και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αφορά στην κατασκευή νέου οδικού άξονα κατά μήκος της νότιας ακτής του Αμβρακικού κόλπου που θα συνδέσει την υποθαλάσσια σήραγγα Πρεβέζης με την υπό κατασκευή Ιονία οδό. Μέχρι στιγμής οι αρχαιότητες που έχουν έρθει στο φως εντοπίζονται στην επικράτεια της αρχαίας πόλης του Ανακτορίου, κοντά στη σημερινή Βόνιτσα. Πρόκειται για σημαντικότατη ακαρνανική πόλη, ιδρυμένη ως κορινθιακή αποικία το τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. σε στρατηγική θέση στο ΝΑ μυχό του Αμβρακικού κόλπου, την είσοδο του οποίου έλεγχε μέσω του ιερού του Απόλλωνος στο Άκτιο, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία της. Η πόλη, που μετά το 425 π.Χ. περνά στον πλήρη έλεγχο της Ακαρνανίας, έφερε ισχυρή οχύρωση τριών περιβόλων που προστάτευαν την ακρόπολη και την πόλη, η οποία εκτείνεται στα δύο χαμηλά υψώματα που περικλείουν τον σημερινό κολπίσκο του Αγ. Πέτρου. Παρά τη σημασία της, μέχρι σήμερα λιγοστές είναι οι ανασκαφές που έχουν γίνει σε αυτή, οι οποίες περιορίζονται σε τοπογράφηση των ορατών αρχαίων της και σε ενδεικτικές δοκιμαστικές τομές στο τείχος της (σημ. 5). Περισσότερο γνωστά μάς είναι τα νεκροταφεία της, τα οποία τοποθετούνται εκτός των τειχών σε τρεις θέσεις, προς ανατολικά, νότια και δυτικά. Από αυτά έχει εν μέρει ερευνηθεί το δυτικό, του οποίου η χρήση τεκμηριώθηκε ήδη από τον 6ο αι. και μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ., καθώς και τμήμα της αρχαίας οδού που διερχόταν από αυτό και οδηγούσε στο Άκτιο. Τάφοι διαφορετικών χρονολογικών περιόδων συνυπήρχαν στις ίδιες θέσεις, ενώ στις ταφές του 6ου αι. π.Χ., περιλαμβάνονται πολλοί εγχυτρισμοί με καύσεις νεκρών (σημ. 6).
Η σωστική ανασκαφή της Εφορείας μας στο πλαίσιο του εν λόγω έργου έφερε στο φως τμήμα του νοτίου νεκροταφείου της, που εντοπίστηκε 900 μ. νότια του τείχους, σε χαμηλό λόφο ανάμεσα στη μικρή καρστική λίμνη «Λινοβρόχι Λιβαδάκου» και το ύψωμα «Σκοτεινή». Το νεκροταφείο αναπτύσσεται κατά μήκος ενός άξονα 90 μ., κατεύθυνσης Β-Ν, διαγώνια κείμενου στη ΝΑ, αθέατη από την πόλη, πλαγιά του λόφου (εικ. 4). Ερευνήθηκαν συνολικά 102 τάφοι των ύστερων κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, εκ των οποίων οι 65 ήταν κεραμοσκεπείς και 36 κιβωτιόσχημοι, ενώ βρέθηκε και ένας ταφικός πίθος μισοδιαλυμένος και χωρίς κτερίσματα. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι βρίσκονταν σε μικρό βάθος και πολλοί από αυτούς διακρίνονταν σχεδόν επιφανειακά. Ήταν επιμελημένης κατασκευής, από μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες με εγκοπές για καλύτερη προσαρμογή, ενώ δεν είχαν διαμορφωμένο δάπεδο (εικ. 5). Όλοι βρέθηκαν ανοιχτοί και συλημένοι, με πενιχρά οστεολογικά κατάλοιπα και λιγοστά κτερίσματα, κυρίως θραυσμένα πήλινα αγγεία που είχαν διαφύγει την προσοχή των λαθρανασκαφέων. Οι κεραμοσκεπείς τάφοι βρέθηκαν στην πλειονότητά τους ασύλητοι, καθώς βρίσκονταν σε μεγαλύτερο βάθος. Ήταν αμελούς κατασκευής, ένας απλός λάκκος που καλυπτόταν από κεραμίδες κορινθιακού τύπου (εικ. 6). Οι περισσότεροι τάφοι περιείχαν από μία ταφή, ενώ σε ορισμένους εντοπίστηκαν και ανακομιδές. Για τις παιδικές ταφές προτιμάται ο τύπος του κεραμοσκεπούς. Στα κτερίσματα περιλαμβάνονται κυρίως πήλινα αγγεία και ειδώλια, χάλκινα και σιδερένια μικροαντικείμενα καλλωπισμού και ένδυσης, καθώς και αρκετά χάλκινα και ασημένια νομίσματα, που χρονολογούνται από τον 4ο έως και τον 2ο αι. π.Χ. Στο μέσον του χώρου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ταφικού περιβόλου ορθογώνιου σχήματος διαστ. 13,5×8 μ., του οποίου οριοθετήθηκαν τρεις χώροι που περιέκλειαν συνολικά πέντε τάφους (εικ. 7). Το μνημείο ήταν μισοδιαλυμένο και μόνο ένας τοίχος του διατηρούσε in situ ένα δόμο από μεγάλους καλοδουλεμένους ογκόλιθους. Οι υπόλοιποι ήταν κατεστραμμένοι και απλώς ανιχνεύθηκε η γραμμή θεμελίωσής τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με μεγάλη επιφύλαξη. Σε όλα τα διαμερίσματα βρέθηκε από ένας κιβωτιόσχημος τάφος με πολλαπλές ταφές ενηλίκων, ενώ στο βορειότερο και νοτιότερο υπήρχε και από ένας κεραμοσκεπής παιδικός. Δυστυχώς, το γεγονός ότι ο χώρος κατά το παρελθόν είχε λαθρανασκαφεί επανειλημμένα, ενώ το δομικό υλικό του μνημείου είχε μετακινηθεί, σε μία μάλιστα περίπτωση με μηχανικό μέσο, δεν μας επιτρέπουν την αποκατάσταση της αρχικής του μορφής. Πάντως ως ταφικός τύπος δεν είναι άγνωστος στην πόλη, καθώς ένας ακόμη ταφικός περίβολος του 3ου αι. π.Χ. είχε ερευνηθεί στο δυτικό νεκροταφείο της (θέση «Αράπης-Καπάσσες»), ο οποίος ήταν σχήματος Π και ανήκε στον τύπο του αναλήμματος (σημ. 7). Από το χώρο συνελέγησαν επίσης τμήματα επιτύμβιων στηλών και λίθινες βάσεις για τη στερέωσή τους, εκ των οποίων 4 βρέθηκαν κατά χώραν, ως σήματα κιβωτιόσχημων τάφων.
Σε μικρή απόσταση δυτικά του νεκροταφείου ερευνώνται οικιστικά κατάλοιπα περιορισμένης έκτασης, με πιο αξιόλογο μέχρι στιγμής εύρημα ένα «θησαυρό» 14 νομισμάτων, ενώ κοντά στο δυτικό νεκροταφείο της πόλης αποκαλύφθηκε αγροτική εγκατάσταση ελληνιστικών χρόνων κακής διατήρησης.
Τέλος, στην περιοχή του Ακτίου, 4 χλμ. περίπου ΝΑ του ιερού του Ακτίου Απόλλωνος, εντοπίστηκε διαλυμένος κεραμοσκεπής τάφος των ελληνιστικών χρόνων. Στην ίδια θέση και σε μικρό βάθος από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους αποκαλύφθηκαν ενδείξεις στρωμάτων καταστροφής, χωρίς ωστόσο να εντοπιστούν σταθερά κατάλοιπα, γεγονός που ίσως οφείλεται στο βαλτώδες έδαφος της περιοχής. Ίσως ανήκουν σε αγροτική εγκατάσταση ή σε κάποιο μικρό οικισμό που σίγουρα υπήρχε κοντά στο ιερό (σημ. 8).
Δρ Ολυμπία Βικάτου
Αρχαιολόγος
Προϊσταμένη της ΛΣΤ′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων