Το νέο έργο της Ιονίας οδού στην Αιτωλοακαρνανία, στην μεγαλύτερη σε έκταση Περιφερειακή Ενότητα της χώρας, αποτέλεσε την αφορμή για τη διενέργεια πολλών σωστικών ανασκαφών, σε διάφορα σημεία του οδικού άξονα. Η Ιονία στην παρούσα φάση περιλαμβάνει την κατασκευή δύο τμημάτων: Αντίρριο-Κεφαλόβρυσο και Κουβαράς-Κομπότι, και άρχισε το 2009, έτος που ολοκληρώθηκε το ενδιάμεσο τμήμα της «Ευρεία Παράκαμψη Αγρινίου. Τμήμα Κεφαλόβρυσο-Κουβαράς» (σημ. 1). Στην πορεία της υπό κατασκευή οδού, που διέρχεται από τις περιοχές της αρχαίας Αιτωλίας και Ακαρνανίας σε συνολικό μήκος 90 χλμ. περίπου, διενεργήθηκαν αρχικά 1.019 δοκιμαστικές τομές συνολικού μήκους 12.161,77 μ., εντοπίζοντας σημαντικές αρχαιότητες. Μέχρι στιγμής, κατά την τελευταία τριετία έχουν πραγματοποιηθεί σωστικές ανασκαφικές έρευνες σε 30 τουλάχιστον θέσεις, τα ευρήματα των οποίων χρονολογούνται από τη Μεσοελλαδική περίοδο μέχρι και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.

Νέοι οικισμοί, άγνωστα νεκροταφεία, αγροτικές και εργαστηριακές εγκαταστάσεις, ιερά πόλεων και αγροτικά ιερά συγκαταλέγονται μεταξύ των νέων δεδομένων, που έχουν ήδη αλλάξει τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής. Η ολοκλήρωση των ανασκαφικών εργασιών, αλλά και η διερεύνηση των τμημάτων στα οποία δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί οι προκαταρκτικές δοκιμαστικές έρευνες, λόγω εκκρεμών απαλλοτριώσεων, ευελπιστούμε ότι θα προσφέρουν και νέα στοιχεία, φωτίζοντας ακόμη περισσότερο την ιστορία των δύο αρχαίων εθνών, των Αιτωλών και των Ακαρνάνων, που έδρασαν στις δυτικές «εσχατιές» του ελληνικού κόσμου.

Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μία σύντομη παρουσίαση των ανασκαφικών δεδομένων, εφόσον στα περισσότερα μέτωπα η ανασκαφή είναι σε εξέλιξη. Την περίοδο αυτή στο πλαίσιο κατασκευής της Ιονίας οδού, διενεργείται ανασκαφική έρευνα σε διαφορετικά μέτωπα, της οποίας η συνολική έκταση ανέρχεται στα 53.000 τ.μ. Στις ανασκαφές αυτές, εκτός από το μόνιμο επιστημονικό προσωπικό της ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ, συμμετέχει έκτακτο προσωπικό που απαρτίζεται από 170 άτομα διαφόρων ειδικοτήτων (αρχαιολόγοι, συντηρητές, σχεδιαστές, τεχνίτες, εργάτες κ.ά.). Οι έρευνες στο πλαίσιο των μεγάλων ή μικρότερων δημοσίων έργων χρηματοδοτούνται, σύμφωνα με το Νόμο Ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», από τον κύριο του έργου, κατόπιν των σχετικών εγκρίσεων από την κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΠΟΤ.

Το πρώτο τμήμα της Ιονίας οδού διέρχεται από περιοχή που παρουσιάζει εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Κατά μήκος του οδικού άξονα, αρχίζοντας από Νότο προς Βορρά, συναντάμε πρώτα την αρχαία Μακύνεια, στη συνέχεια μεταξύ Παλιοβούνας και Βαράσοβας την κοιλάδα της Γαβρολίμνης, και τέλος την αρχαία Καλυδώνα με το σημαντικό ιερό της Αρτέμιδος. Αναμενόμενο λοιπόν ήταν σε μία τέτοια περιοχή να ανευρεθούν νέες αρχαιολογικές θέσεις, που αφορούν είτε σε οικιστικά, είτε σε ταφικά κατάλοιπα. Άλλωστε, από την ίδια περιοχή περνούσε και κατά την αρχαιότητα η μεγάλη οδός, που αρχίζοντας από την Ήπειρο, έφτανε έως τη Ναύπακτο και τον Πατραϊκό κόλπο, εφόσον η κύρια αυτή οδική αρτηρία συνέδεε τη Νικόπολη με την Πάτρα. Ο δρόμος αυτός εξασφάλιζε την επικοινωνία της Αιτωλίας με τον βορειοδυτικό ελλαδικό χώρο. Στη συγκεκριμένη περιοχή φαίνεται ότι περνούσε πολύ κοντά στο Λάφριο ιερό της Καλυδώνος, έφτανε στα δυτικά ριζά της Βαράσοβας και στην κοιλάδα της Γαβρολίμνης, και στη συνέχεια ανέβαινε στις νότιες πλαγιές της Παλιοβούνας, όπου υπήρχε και το πιο δύσκολο πέρασμα. Στη συνέχεια κατέβαινε και περνούσε από τις αρχαίες πόλεις Μακύνεια, Μολύκρειο, Αντίρριο και κατέληγε στη Ναύπακτο (σημ. 2).

Μακύνεια, «Ριζό» (εικ. 1)

Από την αρχή της Ιονίας οδού, στην προέκταση της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου ως το 14ο περίπου χιλιόμετρο, έχουν έως σήμερα ερευνηθεί κτηριακά κατάλοιπα, τα οποία εντοπίζονται σε δύο κυρίως περιοχές, της Μακύνειας και της Γαβρολίμνης (σημ. 3).

Στα Νοτιοανατολικά της αρχαίας Μακύνειας (σημ. 4), στη θέση «Ριζό» που βρίσκεται μεταξύ δύο χειμάρρων, εντοπίστηκαν εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα (εικ. 2). Η ανασκαφή εδώ άρχισε το έτος 2009 και συνεχίζεται έως και σήμερα, εφόσον ανευρίσκονται συνεχώς νέα κτήρια, αλλά και πρωιμότερες φάσεις σε βαθύτερα στρώματα. Η ανασκαφή είναι από τις μεγαλύτερες που εκτελούνται στο πλαίσιο κατασκευής της Ιονίας οδού, εφόσον καταλαμβάνει έκταση 32 στρεμμάτων, αποκαλύπτοντας μεγάλο τμήμα ατείχιστου οικισμού που πιθανότατα ανήκε στην αρχαία Μακύνεια. Ως τώρα έχουν αποκαλυφθεί δρόμοι και τμήματα δεκαεννέα τουλάχιστον κτηριακών συγκροτημάτων, καθώς και πολυάριθμα άλλα αποσπασματικά κατάλοιπα κτηρίων και αναλημμάτων (εικ. 3). Ο οικισμός αναπτύσσεται σε ακανόνιστα άνδηρα, χωρίς οργανωμένο σχέδιο. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία φαίνεται ότι ο χώρος κατοικήθηκε από το τέλος του 6ου έως και το 2ο αι. π.Χ., ενώ είχε προηγηθεί και προϊστορική εγκατάσταση της ΜΕ-ΥΕ περιόδου, από την οποία καλύτερα αντιπροσωπεύεται η τελευταία μυκηναϊκή φάση.

Μεταξύ των κτηρίων που έχουν έως σήμερα ερευνηθεί ξεχωρίζουν ένα συγκρότημα της κλασικής περιόδου, πολύχωρα κτήρια της ελληνιστικής εποχής του τύπου με κεντρικό δωμάτιο εστίας-οίκο, ο οποίος θεωρείται χαρακτηριστικός της ΒΔ Ελλάδας (σημ. 5). Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας μνημειώδης πύργος, κατασκευασμένος με λιθόπλινθους, ο οποίος είναι ενσωματωμένος στο νοτιοανατολικό τμήμα του οικισμού. Προφανώς αποτελούσε οχυρή κατοικία που είχε κατασκευαστεί σε καίριο σημείο, εφόσον έχει την εποπτεία όλης της περιοχής. Ο τελευταίος έχει παράλληλα στην Αττική (σημ. 6), αλλά και στη γειτονική περιοχή της Αιτωλίας.

Τα κινητά ευρήματα από τον οικισμό είναι αρκετά και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται κυρίως για γραπτή και χρηστική κεραμική, διάφορα μικροευρήματα, σταθμία, αγνύθες, αρκετά νομίσματα, εργαλεία κ.ά.

Βορειοδυτικά της ακρόπολης της Μακύνειας στη θέση «Λουτρό», κατά το έτος 2010, και στο πλαίσιο κατασκευής του ίδιου έργου, αποκαλύφθηκαν και ερευνήθηκαν κατάλοιπα αγροικιών της ελληνιστικής και υστερορωμαϊκής περιόδου. Η θέση βρίσκεται στην περιοχή της εξόδου της σήραγγας Μακύνειας, στη νοτιοδυτική πλευρά χαμηλού λόφου. Τα αρχαία κατάλοιπα εντάσσονται στην περιφέρεια της αρχαίας πόλης. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν μεγάλη ρωμαϊκή αγροικία (διαστ. 17,80×16,80 μ.) του 2ου-3ου αι. μ.Χ. η οποία απαρτιζόταν από δέκα χώρους διατεταγμένους σε τέσσερις επάλληλες σειρές. Σε έναν από τους χώρους της υπήρχε κτιστό υπολήνιο (σημ. 7). Το κτήριο είχε κτιστεί πάνω σε άλλο της ελληνιστικής περιόδου. Από τη ρωμαϊκή αγροικία προέρχονται πολλά αποθηκευτικά αγγεία, ένας μυλόλιθος ελαιοπιεστηρίου, τριβεία, τριπτήρες, οστά ζώων και μεγάλος αριθμός κινητών ευρημάτων από χαλκό και σίδηρο, καθώς και μολύβδινα βάρη.

Γαβρολίμνη

Η κοιλάδα της Γαβρολίμνης, μεταξύ Βαράσοβας και Παλιοβούνας, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του ανθρώπου ήδη από την προϊστορική εποχή, κι έχουν έλθει στο φως σημαντικά κατάλοιπα της περιόδου. Βορειότερα των προαναφερθέντων θέσεων, στο τμήμα Χάλκειας-Γαβρολίμνης ερευνήθηκαν εξαιρετικά σημαντικά κτηριακά κατάλοιπα, προϊστορικών χρόνων. Πρόκειται για δύο μεγάλα πολύχωρα κτηριακά συγκροτήματα που ανήκουν στον οικισμό της ΜΕ-ΥΕ εποχής, ο οποίος έχει από παλιότερα εντοπιστεί στην κοιλάδα της Γαβρολίμνης και χρονολογείται από τη μετάβαση της ΜΕ-ΥΕ έως και την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο (σημ. 8). Το πρώτο συγκρότημα των ΜΕ χρόνων συνδεόταν σαφώς με εργαστηριακές δραστηριότητες, όπως υποδηλώνουν κατάλοιπα δύο κλιβάνων, ενός κυκλικού και ενός πεταλόσχημου, που βρέθηκαν εντός και εκτός του κτηρίου. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο κτήρια εκ των οποίων το δεύτερο είναι μεγαλύτερο με 11 συνολικά χώρους και φαίνεται ότι καταστράφηκε από φωτιά. Από την ανασκαφή του προέρχεται μεγάλη ποσότητα χρηστικής κεραμικής.

Το δεύτερο συγκρότημα της ΥΕ εποχής αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο της τελευταίας μυκηναϊκής φάσης και χαρακτηρίζεται από την άφθονη παρουσία αποθηκευτικών πίθων που υποδηλώνουν ότι πιθανότατα το κτήριο είχε βιοτεχνική ή εμπορική χρήση (εικ. 4). Αν και δεν διατηρήθηκε σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, διαπιστώθηκε ότι διέθετε 10 χώρους και ξεχωρίζουν τρεις κατασκευαστικές φάσεις. Από το κτήριο προέρχεται αρκετή κεραμική, κυρίως χρηστική, και διάφορα μικροευρήματα.

Λίγο νοτιότερα, και σε μικρή απόσταση, βρίσκεται σε εξέλιξη η ανασκαφή ενός μεγάλου πολύχωρου κτηριακού συγκροτήματος, εξαιρετικής διατήρησης, που χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους.

Τόσο από τις παλαιότερες σωστικές ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων στην περιοχή, όσο και από τις πρόσφατες που επιγραμματικά αναφέρονται εδώ, είναι φανερό ότι η κοιλάδα της Γαβρολίμνης είναι μία πολύ σημαντική αρχαιολογική θέση, που παρουσιάζει διαχρονική κατοίκηση, ενώ συνεχώς έρχονται στο φως νέα στοιχεία. Σημαντικότερη ωστόσο μέχρι τώρα αναδεικνύεται η προϊστορική κατοίκηση, μετά την ανεύρεση των εκτεταμένων οικιστικών καταλοίπων της περιόδου.

Περιοχή Καλυδώνας

Η τρίτη μεγάλη ανασκαφή που εκτελέστηκε στο πρώτο τμήμα της Ιονίας οδού Αντιρρίου-Κεφαλόβρυσου, ήταν στην περιοχή της αιτωλικής Καλυδώνας, πόλης ιδιαίτερα σημαντικής της παράλιας Αιτωλίας, που γνώρισε μεγάλη ευμάρεια, λόγω της πλεονεκτικής γεωγραφικής της θέσης. Προφανώς εκτός των τειχών της αναπτύσσονταν μικρότεροι οικισμοί που ανήκαν σε αυτήν. Ένας από αυτούς τους οικισμούς ερευνήθηκε στη θέση «Χονδραίικα», πλησίον της ήδη κατασκευασμένης σήραγγας της Καλυδώνας. Εδώ οι εργασίες άρχισαν το 2009 και ολοκληρώθηκαν το 2011.

Η θέση βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Γεώργιος Ευηνοχωρίου, στο δρόμο προς Μεσολόγγι, στα δεξιά της παλαιάς εθνικής οδού. Γεωμορφολογικά ο χώρος αναπτύσσεται στους πρόποδες χαμηλού λόφου που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της οχύρωσης της αιτωλικής Καλυδώνας και ειδικότερα σε απόσταση 1 χλμ. περίπου από την κύρια ανατολική πύλη της. Από τη θέση της ανασκαφής είναι ορατό μέρος της οχύρωσης της αρχαίας πόλης. Η πλευρά αυτή του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου γειτνιάζει με την κοιλάδα του Ευήνου και φαίνεται πως από την αρχαιότητα έως και σήμερα υπήρξε περιοχή ζωτικού ενδιαφέροντος, καθώς διαθέτει πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η έκταση που ερευνήθηκε ήταν κατά κύριο λόγο καλλιεργημένη με ελαιόδεντρα.

Η ανασκαφή κατέλαβε συνολική έκταση περίπου 20.000 τ.μ. (εικ. 5), σε διαφορετικά επίπεδα που οριοθετούνταν μεταξύ τους από μεταγενέστερους αναλημματικούς τοίχους (ξερολιθιές). Τα εκτεταμένα αρχαιολογικά κατάλοιπα καλύπτουν περισσότερες χρονικές περιόδους από τα γεωμετρικά και ελληνιστικά έως τα υστερορωμαϊκά και τα μεσοβυζαντινά χρόνια. Τα κτήρια θεμελιώνονται στο φυσικό ψαμμιτικό πέτρωμα της περιοχής (φλύσχη), το οποίο αποτελεί και το δομικό υλικό των μνημείων που έχουν αποκαλυφθεί. Κατά τα έτη 2009 και 2010 οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν σε όλους τους τομείς που διαιρέθηκε ο χώρος, αποκαλύπτοντας κατά κύριο λόγο κτήρια και ένα λουτρικό συγκρότημα (σημ. 9).

Πιο αναλυτικά σε όλη την έκταση της ανασκαφής αποκαλύφθηκαν: αρκετοί αναλημματικοί τοίχοι, τμήμα ελληνιστικού και υστερορωμαϊκού νεκροταφείου, κτηριακό συγκρότημα με λουτρό των υστερορωμαϊκών χρόνων αποτελούμενο από πέντε τουλάχιστον χώρους, δεξαμενές, τρίκλιτη βασιλική και μεγάλο χριστιανικό νεκροταφείο (σημ. 10). Ερευνήθηκαν συνολικά επτά κτήρια κατασκευασμένα από μεγάλες λιθοπλίνθους, που έδωσαν άφθονη ελληνιστική κεραμική. Επίσης ήλθε στο φως τμήμα αρχαίου δρόμου με κατεύθυνση από ΒΔ-ΝΑ, ο οποίος ήταν λαξευμένος στο φυσικό πέτρωμα και παρουσιάζει μεταγενέστερες φάσεις. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ο αρχαίος δρόμος αποκαλύφθηκε ακριβώς κάτω από τον σύγχρονο αγροτικό δρόμο που χρησιμοποιείτο από τους κατοίκους μέχρι πρόσφατα, πριν από την έναρξη των εργασιών στο χώρο.

Η κατάσταση διατήρησης των αρχαίων καταλοίπων δεν είναι ιδιαίτερα καλή, εφόσον τα περισσότερα διατηρήθηκαν στο επίπεδο των θεμελίων (εικ. 6). Επίσης η αποσπασματικότητά τους δεν επιτρέπει, τουλάχιστον προς το παρόν και μέχρι την ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού, τον ακριβέστερο προσδιορισμό της χρήσης τους. Από μία πρώτη προσέγγιση ωστόσο τόσο του υλικού όσο και των ανασκαφικών δεδομένων, προκύπτει ότι οι πυρήνες των περισσοτέρων κτηρίων ανήκουν στην ελληνιστική περίοδο, ενώ σε μερικά έχουν γίνει τροποποιήσεις, επισκευές, επεκτάσεις και χρησιμοποιούνταν έως τα υστερορωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια.

Το νεκροταφείο που ερευνήθηκε παραπλεύρως των οικιστικών καταλοίπων, παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον, εφόσον αποκαλύφθηκαν αρκετοί τάφοι διαφόρων χρονικών περιόδων, από τους γεωμετρικούς και τους ελληνιστικούς χρόνους έως και τους χριστιανικούς. Οι τάφοι εντοπίστηκαν στο ίδιο περίπου επίπεδο και σε μικρό σχετικά βάθος από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μεγάλος τάφος μακεδονικού τύπου των ελληνιστικών χρόνων, ο οποίος αποκαλύφθηκε το 2009 και συμπληρωματική έρευνα έγινε και κατά το έτος 2011 (σημ. 11). Είναι κτισμένος με μεγάλες δουλεμένες πέτρες ορθογωνίου σχήματος από ψαμμιτόλιθο κατά το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης, και διατηρήθηκε σε ύψος τριών δόμων. Τη θύρα εισόδου στο μέσο της ΒΔ μακριάς πλευράς του έφραζε πλάκα από ψαμμιτόλιθο. Αν και είχε συληθεί σε εποχή παλαιότερη από τη σημερινή, απέδωσε μεγάλο αριθμό ευρημάτων και από την πρόσφατη έρευνα στο χώρο των κλινών προήλθαν μερικά αγγεία και ένα χρυσό νόμισμα.

Περιμετρικά αυτού και σχεδόν εφαπτόμενοι αποκαλύφθηκαν αρκετοί τάφοι των χριστιανικών και των ελληνιστικών χρόνων (εικ. 7). Οι τελευταίοι είναι κιβωτιόσχημοι με τις τέσσερις πλευρές τους επενδεδυμένες με πλάκες τοποθετημένες κάθετα από μία σε κάθε πλευρά, αλλά δεν υπήρχαν οι καλυπτήριες. Και στους δύο τάφους εντοπίστηκαν υπολείμματα κονιάματος, ενώ στον έναν η μία μακριά πλευρά ήταν εξολοκλήρου επενδεδυμένη με κονίαμα. Οι τάφοι ήταν συλημένοι και το περιεχόμενό τους βρέθηκε διαταραγμένο, με αποτέλεσμα λίγα οστά και ευρήματα να βρεθούν διάσπαρτα γύρω τους. Κάτω από αυτά βρέθηκε και σκελετός ενός σκύλου σε πλάγια θέση. Στο εσωτερικό του τάφου, βρέθηκαν λίγα οστά, όστρακα από διαφορετικά αγγεία με ίχνη καύσης, μία αγνύθα, αλλά και θραύσμα από το σώμα ειδωλίου.

Επίσης σε μικρή απόσταση αποκαλύφθηκαν δύο παιδικοί τάφοι των γεωμετρικών χρόνων, με διαφορετικό προσανατολισμό από τους υπόλοιπους τάφους (ΒΑ-ΝΔ) (σημ. 12). Πρόκειται για έναν κιβωτιόσχημο και μία πιθοειδή ταφή. Στον κιβωτιόσχημο αποκαλύφθηκε παιδικός σκελετός σε πλάγια συνεσταλμένη στάση, που συνοδευόταν από αρκετά κτερίσματα. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ένας χρυσός σφηκωτήρας. Στην περίπτωση της πιθοειδούς ταφής (εικ. 8) αποκαλύφθηκε ένας ακόμη παιδικός σκελετός σε πλάγια συνεσταλμένη στάση και περισυνελέγησαν έξι αγγεία, ένα χάλκινο δακτυλίδι και ένα χάλκινο καρφί. Πλησίον των δύο αυτών τάφων ανευρέθησαν και πάλι αρκετοί χριστιανικών χρόνων.

Γενικώς τα ευρήματα που προέρχονται από το νεκροταφείο είναι αρκετά και ενδιαφέροντα. Εκτός από την κεραμική (αμφορείς, μυροδοχεία, λυχνάρια, κ.ά.), περιλαμβάνουν δύο μικρές μολύβδινες πυξίδες, αλλά και διάφορα μικροευρήματα, όπως χάλκινα, ασημένια και ένα χρυσό νόμισμα, χάλκινα δακτυλίδια, σιδερένια στλεγγίδα, χάλκινα και σιδερένια καρφιά (ενδεχομένως προερχόμενα από φέρετρο), τμήμα ειδωλίου κ.ά.

Είναι φανερό ότι στο πλαίσιο κατασκευής των μεγάλων έργων στην Αιτωλοακαρνανία, επιτελείται ένα τεράστιο ανασκαφικό έργο. Συνεχώς έρχονται στο φως κινητά και ακίνητα μνημεία, τα οποία εμπλουτίζουν τον αρχαιολογικό χάρτη της χώρας.

 

Δρ Ολυμπία Βικάτου

Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων