Στην καρδιά του έκρυβε τον θησαυρό της μεγαλύτερης και καλύτερα σωζόμενης ελληνιστικής πόλης στην Ελλάδα. Μετατράπηκε σε φυλακή για τον «τελευταίο των Ελλήνων». Δαιμονοποιήθηκε και γέμισε με κατάρες. Λεηλατήθηκε άγρια από κυνηγούς μετάλλων.
Ποιος θα το πίστευε πως όλη τούτη η γεμάτη ανατροπές ιστορία θα χωρούσε κάτω από έναν σωρό από άτακτα ριγμένες πέτρες στην καρδιά της αρχαίας Μεσσήνης —της πόλης που ίδρυσε ο Επαμεινώνδας το 369 π.Χ.—, μια ανάσα μόνο από το σημείο όπου ήταν στημένα τα ενεπίγραφα βάθρα των αυτοκρατόρων;
«Πρόκειται για ένα υπόγειο οικοδόμημα, ερμητικά κλειστό, σκοτεινό και απόλυτα ασφαλές, μέσα στο οποίο φυλασσόταν το περίσσευμα από τους θησαυρούς της πόλης, τάλαντα χρυσού και αργύρου, πολύτιμα αντικείμενα και νομίσματα χρυσά και αργυρά, προϊόντα φόρων ή λείας πολέμων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για το θησαυροφυλάκιο της πόλης και όχι έναν κοινό λίθινο “θησαυρό” ιερού για τη συγκέντρωση νομισμάτων που πρόσφεραν ή πλήρωναν οι πιστοί», εξήγησε στα «Νέα» ο ανασκαφέας του χώρου, καθηγητής Πέτρος Θέμελης.
Για να είναι απολύτως ασφαλές το περιεχόμενο του θησαυροφυλακίου, το τετράγωνο άνοιγμά του έκλεινε ερμητικά με ένα ογκώδες λίθινο πώμα βάρους 1,5 τόνου περίπου. Για να ανοίξει, δε, έπρεπε ένα βαρούλκο να τραβήξει τον σιδερένιο κρίκο που υπήρχε στο πάνω μέρος του πώματος.
Δύο σχεδόν αιώνες μετά την κατασκευή του, ωστόσο, το θησαυροφυλάκιο έγραψε μια νέα —μελανή— σελίδα στην ιστορία του, η οποία έφτασε ώς τις μέρες μας χάρη στον «Βίο του Φιλοποίμενος» του Πλουτάρχου: «ου μην άλλα κομίσαντες αυτόν (τον Φιλοποίμενα) εις τον καλούμενον Θησαυρόν, οίκημα κατάγειον ούτε πνεύμα λαμβάνον ούτε φως έξωθεν ούτε θύρας έχον, αλλά μεγάλω λίθω προσαγομένω κατακλειόμενον, ενταύθα κατέθεντο, και τον λίθον επιρράξαντες άνδρας ενόπλους κύκλω περιέστησαν».
Κι αν η περιγραφή του Θηβαίου φιλοσόφου και ιερέα των Δελφών αποδίδει με εκπληκτική ακρίβεια τον λίθινο υπόγειο θάλαμο στην αγορά της Μεσσήνης, ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι πως το μοναδικό αυτό αρχιτεκτόνημα αποκτά μεγάλη ιστορική αξία καθώς σχετίζεται άμεσα με το δραματικό τέλος του μεγάλου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του Φιλοποίμενος του Μεγαλοπολίτη, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία ως ο «τελευταίος Έλληνας», διότι μετά τον θάνατό του δεν υπήρξε άλλος σπουδαίος ηγέτης στην Ελλάδα.
Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Φιλοποίμην υπήρξε ο χαρισματικός ηγέτης της Αχαϊκής Συμπολιτείας που κατάφερε, έστω και προσωρινά, να ενώσει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο όταν ενέταξε στη Συμπολιτεία και τη Σπάρτη. Οι Μεσσήνιοι, συγκεκριμένα ο φιλόδοξος στρατηγός τους Δεινοκράτης και οι ομοϊδεάτες του, επαναστάτησαν κατά του Φιλοποίμενος που ήταν τότε 70 ετών.
Ο ηλικιωμένος στρατηγός αποφάσισε να αντιμετωπίσει την εξέγερση. Ο Δεινοκράτης κατάφερε να πιάσει αιχμάλωτο τον άρρωστο Φιλοποίμενα. Και αφού τον φυλάκισε στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο, τον δηλητηρίασε (183/2 π.Χ.). Η αδικαιολόγητη και βάρβαρη αυτή ενέργεια σήμανε το τέλος όχι μόνο της αυτονομίας της Μεσσήνης αλλά και της στρατιωτικής και πολιτικής της δύναμης.
Η Συμπολιτεία υποχρέωσε την πόλη να παραδοθεί και να υποταχθεί άνευ όρων. Ο Δεινοκράτης αυτοκτόνησε, ενώ οι ενεχόμενοι στη δολοφονία συνεργάτες του συνελήφθησαν και βρήκαν οικτρό θάνατο διά λιθοβολισμού στη Μεγαλόπολη από το πλήθος των πολιτών που συνόδευε την κηδεία του Φιλοποίμενος. Η τιμή να φέρει στην πάτρια γη τα λείψανα του Φιλοποίμενος έλαχε στον νεαρό τότε ιστορικό Πολύβιο.
Οι Μεσσήνιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να αποδεχθούν τον τραγικό θάνατο του στρατηγού μέσα στο θησαυροφυλάκιο της πόλης τους. Το υπόγειο άνοιγμα στην καρδιά της πόλης εγκαταλείφθηκε. Αντί για πολύτιμα αντικείμενα και λάφυρα πολέμου πλέον στο εσωτερικό του οι Μεσσήνιοι έριχναν μολύβδινους καταδέσμους —κατάρες δηλαδή— για να ξορκίσουν το κακό και να αντιμετωπίσουν τα αισθήματα ενοχής που τους είχαν καταλάβει. Και για να εξιλεωθούν όχι μόνο αναζητούσαν αφορμές για να τιμήσουν τον αδικοχαμένο στρατηγό, αλλά έδιναν το όνομά του στα παιδιά τους, όπως μαρτυρεί εφηβικός κατάλογος του 70 μ.Χ. από το στάδιο της Μεσσήνης.